Σήμερα επισκέφτηκα στην Καλαμαριά τη λαϊκή χωρίς μεσάζοντες για τα συνήθη ψώνια Ελάχιστοι ήταν οι καταναλωτές, ακόμη πιο λίγοι οι παραγωγοί. Ερημιά.

Στην αρχή σκέφτηκα ότι αυτό θα οφείλεται στον καύσωνα.

Μετά θυμήθηκα το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και ρώτησα.

Αποστομωτικές οι απαντήσεις.

«Δεν ξέρω, κύριε, αν φταίνε τα σκάνδαλα, ή η ζέστη. Αυτό που ξέρω είναι ότι η αγροτιά πεθαίνει» μου λέει ένας.

«Δεν βλέπεις. Κάποτε ερχόμουν εδώ με το φορτηγό μου για να πουλήσω λάδι. Και τώρα έρχομαι με το αμάξι μου. Κλείνουμε… κλείνουμε. Δεν έχει σωτηρία» μου λέει ο άλλος.

Αυτή είναι η αλήθεια.

Η αγροτιά, ο αγροκτηνοτροφικός τομέας, η πάλαι ποτέ ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας, πεθαίνει, αφού εδώ και χρόνια νοσούσε βαρύτατα.

Και οι επιπτώσεις θα είναι βαρύτατες για όλους μας και οικονομικές, και λόγω της μετακίνησης πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα.

Πρώτα ήρθε η πασίγνωστη ΚΑΠ, η Κοινή Αγροτική Πολιτική που επιβλήθηκε από την ΕΟΚ και μετέπειτα την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άλλαξαν οι παραδοσιακές καλλιέργειες, έγιναν μονοκαλλιέργειες, που θα ωφελούσαν δήθεν τον τόπο, δόθηκαν εγγυήσεις για τις τιμές πώλησης, αλλά και επιδοτήσεις σε όσους θα παρουσίαζαν αύξηση στην παραγωγή προϊόντων, χρησιμοποιώντας σύγχρονα μηχανήματα και πιο αποδοτικά φυτοφάρμακα και λιπάσματα.

Ο τόπος, όμως, δεν ωφελήθηκε.

Ο αγρότης αποξενώθηκε από το προϊόν που παρήγαγε, τον ενδιέφερε μόνον να εισπράξει, «έχασε το τρένο» των συνεταιρισμών, κάποιοι προτίμησαν να κάνουν τις επιδοτήσεις πολυτελή SUV, ή να τις τρώνε στα λαϊκομάγαζα της επαρχίας.

Και ο μικροκαλλιεργητής, ο έντιμος, αυτός που ξυπνά πριν τα χαράματα για να πάει στο χωράφι, άρχισε να αναστενάζει, να μη τα βγάζει πέρα.

Πιεσμένος και από τους μεσάζοντες, έβλεπε τον κόπο του να εξανεμίζεται… Ή να καταλήγει στις χωματερές γιατί θα έπαιρνε έτσι περισσότερα λεφτά.

Αργότερα, από το 2003 οι επιδοτήσεις αποσυνδέθηκαν από την παραγωγή και στηρίχτηκαν στην έκταση της καλλιεργούμενης γης.

Τίποτε, όμως, δεν άλλαξε.

Ή μάλλον ευνοήθηκαν οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης σε βάρος των μικρών.

Με τον καιρό στην επαρχία άρχισαν να λείπουν και τα χέρια.

Η γη απαξιώθηκε, μεταπουλήθηκε για ένα κομμάτι ψωμί.

Κάποιοι έχασαν, άλλοι, λίγοι πλούτισαν ακόμη περισσότερο.

Έτσι εμφανίστηκαν νέοι τσιφλικάδες.

Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια που είχα κάνει ένα ρεπορτάζ για την έλλειψη εργατών στην Ημαθία.

Κανένας, ή σχεδόν κανένας ντόπιος δεν πήγαινε να δουλέψει στους αγρούς, γιατί τα μεροκάματα, έλεγαν, δεν ήταν καλά.

Προτιμούσαν το καφενείο.

Το κενό ήρθαν να καλύψουν οι μετανάστες.

Πρώτα οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι και μετά οι Πακιστανοί, οι Μπαγκλαντεσιανοί, οι Αιγύπτιοι, οι κατατρεγμένοι που ζουν σε άθλιες συνθήκες, που δουλεύουν 12ωρα κι αν τυχόν ζητήσουν κάτι, οι τσιφλικάδες τους βρίζουν και τους καταγγέλλουν στην αστυνομία, γιατί συνήθως είναι «χωρίς χαρτιά».

Και η αστυνομία αντί να συλλάβει τους εργοδότες που απασχολούν παράνομα εργάτες γης, συλλαμβάνει τους ανήμπορους.

Είναι αυτοί που θέλουν τώρα να διώξουν από την χώρα οι Βορίδηδες και οι Πλεύρηδες, χωρίς να σκεφτούν οι άμυαλοι ότι η γη στην επαρχία θα ερημώσει.

Ότι θα ήταν καλύτερα να τους νομιμοποιήσουν, όπως γίνεται στην Ισπανία.

Το ίδιο γίνεται και στην κτηνοτροφία.

Βρείτε μου ένα βοσκό που είναι ντόπιος. Δεν υπάρχει…

Και από την άλλη, εμφανίζονται κτηνοτρόφοι από την Κρήτη που κατέχουν δήθεν τεραστίων διαστάσεων βοσκοτόπια στη βόρεια Ελλάδα για να πάρουν επιδοτήσεις, ενώ άλλοι που τις δικαιούνται, ακόμη περιμένουν.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν παρά «το κερασάκι στην τούρτα».

Ήταν αυτό που ανέδειξε την αναποτελεσματικότητα του αγροκτηνοτροφικού μοντέλου, τη διάλυση του πρωτογενούς τομέα, αλλά και όλη τη δυσωδία του πολιτικού συστήματος, του «επιτελικού κράτους» στην Ελλάδα.

Το σκάνδαλο των αγροτικών επιδοτήσεων με επίκεντρο τα Χανιά, τον τόπο καταγωγής του πρωθυπουργού, ανέδειξε πώς λειτουργεί το βαθύ κράτος και όλη τη σήψη των πελατειακών σχέσεων.

Όπως είπε ένας πρόεδρος Αγροτικών Συλλόγων, είχε διαμορφωθεί ένα σύστημα το οποίο μοίραζε κάποια λίγα λεφτά στους πολλούς για να σιωπούν μετά οι πολλοί για τις μεγάλες ατασθαλίες των λίγων μεγάλων.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ανέδειξε ποιους πραγματικά ευνοεί η Κοινή Αγροτική Πολιτική: τους τσιφλικάδες, τους μεγαλοκτηνοτρόφους και τους πολιτικούς τους πάτρονες.

Το ζητούμενο είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα.

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr