Σάββατο 13 Μαΐου 2023

«Ζητείται ελπίς» από τους αναποφάσιστους για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά με λάθος στρατηγική ...!!!

Σταθεροποιείται το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ μια εβδομάδα πριν ανοίξουν οι κάλπες, όπως προκύπτει από τα ευρήματα όλων των τελευταίων δημοσκοπήσεων.

 

Σταθεροποιείται το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ μια εβδομάδα πριν ανοίξουν οι κάλπες, όπως προκύπτει από τα ευρήματα όλων των τελευταίων δημοσκοπήσεων, με τη διαφορά ανάμεσα στο κυβερνών κόμμα και το αντίστοιχο της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εντοπίζεται στην περιοχή των 6 μονάδων.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ αναζητείται επειγόντως δεξαμενή ψηφοφόρων που θα καλύψει τη διαφορά. Η μάχη επικεντρώνεται στους αναποφάσιστους, οι οποίοι ανέρχονται σε 11,5%, περίπου, και αντιστοιχούν σε 600.000 και πλέον ψηφοφόρους.

Στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse που παρουσιάστηκε από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ  ερώτημα, σε ποιο κόμμα νιώθουν πιο κοντά. Οι απαντήσεις δεν μας έκαναν σοφότερους, καθώς το 11% απάντησε στη Ν.Δ., ακριβώς το ίδιο ποσοστό που απάντησε στον ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα το ΠΑΣΟΚ ήταν στο 6%, το ΚΚΕ στο 4% και η Ελληνική Λύση και το ΜΈΡΑ25 στο 3%. Σε παρόμοιο ερώτημα για λογαριασμό της Alco (για τον Alpha) –«πώς αυτοπροσδιορίζεστε πολιτικά»– το 13% των αναποφάσιστων απαντάει «δεξιός», το 9% «κεντροδεξιός», το 21% «κεντρώος», το 10% «κεντροαριστερός» και μόλις το 4% «αριστερός». Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι πως το μεγαλύτερο ποσοστό, της τάξεως του 31%, απαντάει «τίποτα», γεγονός που δείχνει την αβεβαιότητα. Σε αυτό αν προστεθούν οι νέοι ψηφοφόροι που είναι 440.000 και ο κίνδυνος της αποχής, η εξίσωση του εκλογικού αποτελέσματος ανατρέπεται πλήρως από αυτήν των δημοσκοπικών εκτιμήσεων.

Επομένως, μόλις μία εβδομάδα πριν από τις εθνικές εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάζει μια σταθερή στρατηγική με το «θετικό αφήγημα» των πεπραγμένων ως εγγύηση των μελλοντικών υποσχέσεων αλλά κυρίως βάζει στο στόχαστρο το μη «ρεαλιστικό αφήγημα» του σχηματισμού προοδευτικής διακυβέρνησης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχώς αλλά και μετά το ντιμπέιτ, προβάλει τη σταθερότητα με «αυτοδύναμη Ν.Δ.» και από την άλλη «έναν αχταρμά» που μιλάει για μια προοδευτική διακυβέρνηση. Ενώ ο Αλέξης Τσίπρας μετατοπίζει τις μεταβλητές για προοδευτική διακυβέρνηση, με ή χωρίς Βαρουφάκη ακόμα και μα ανοχή του ΚΚΕ, εισπράττοντας αρνητικές και ειρωνικές απαντήσεις.

Το Μαξίμου εκμεταλλεύεται  ότι οι «πιθανοί εταίροι» του κ. Τσίπρα, δηλαδή οι κ. Ανδρουλάκης, Κουτσούμπας και Βαρουφάκης, έχουν μεταξύ τους τόσο αντιφατικές και αντικρουόμενες απόψεις που «η πιθανή συνεργασία τους μόνο τερατογένεση» μπορεί να χαρακτηριστεί.

Η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί από το ντιμπέιτ και μετά να επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο το θέμα των υποκλοπών, το οποίο, όμως δεν απέδωσε δημοσκοπικά όταν ήταν σε εξέλιξη και αποκαλυπτόταν, επομένως γιατί να επηρεάσει τους ψηφοφόρους τώρα;

Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι οι κεντρώοι και αναποφάσιστοί πολίτες έχουν βαρεθεί την τοξικότητα και κυρίως για ένα θέμα που έχει συζητηθεί εξαντλητικά και έχει πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης.

Οι αναποφάσιστοι θέλουν να ακούσουν για το μέλλον τους, και η ΝΔ φρόντισε με τη βοήθεια της λάθος τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ να επαναφέρει το 2015, τα τοπικά νομίσματα και τη «βαβελ» δηλώσεων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την κοστολόγηση του προγράμματος.

Ενώ η ΝΔ με κινήσεις και στο παρασκήνιο κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες διάλυσης στην «δεξιά της δεξιάς». Και θυμίζει διαρκώς, για να συσπειρώσει,  τους «δεξιούς», ποια ήταν η κυβέρνηση που ενίσχυσε την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, ενίσχυσε τις Ένοπλες Δυνάμεις με εξοπλισμούς, μείωσε τις μεταναστευτικές ροές αποφασιστικά και απέτρεψε την παραβίαση των συνόρων στον Έβρο με τον φράχτη.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ποντάρει στα αντιΣΥΡΙΖΑ αισθήματά όσων είναι δυσαρεστημένοι με τη διακυβέρνηση του αλλά τους φοβίζει με ένα «χειρότερο κακό». Παράλληλα επιχειρεί να αλώσει τη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ  με το επιχείρημα, «να σκεφτούν πολύ καλά την επιλογή τους, διότι μπορεί να καταλήξουν ενώ ψηφίζουν Ανδρουλάκη, να τους προκύπτει Τσίπρας από την πίσω πόρτα».

Το ίδιο κάνει και ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθώντας να ξυπνήσει τα «αντιδεξιά» ανακλαστικά των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ρίχνοντας πυρά  στον Νίκο Ανδρουλάκη για τον «ανιστόρητο διμέτωπο».

Τις εκλογές ιστορικά τις κερδίζει όποιος βάζει το πραγματικό δίλλημα πριν την κάλπη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σταθερά εμφανίζεται ως εγγυητής της σταθερότητας, ουσιαστικά ζητά από τους ψηφοφόρους να αντιληφθούν τη σημασία των στιγμών, την κρισιμότητα της περιόδου, βάζοντας το δίλημμα «σταθερότητα ή ακυβερνησία και περιπέτειες». Και πως: «Η πολιτική σταθερότητα γίνεται εθνική αναγκαιότητα και η τροχιά της προόδου μόνος δρόμος για την πατρίδα. Άρα και καθοριστικό κριτήριο για την ψήφο μας αύριο».

Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας εστιάζει κυρίως στους κεντρώους αναποφάσιστους, με αναφορές στο κράτος δικαίου και αιχμή την υπόθεση των υποκλοπών αλλά ακόμα και αν αυτό είναι το κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν προκύπτει από τις προτεραιότητες που βάζουν οι ίδιοι απαντώντας στις δημοσκοπήσεις, μπορεί να το εγγυηθεί από τον πρότερο κυβερνητικό βίο και τα πρόσωπα που έχει στα ψηφοδέλτια του;

Παγκοσμίως, πλην έκτακτων γεγονότων, οι εκλογές κρίνονται από την τσέπη των ψηφοφόρων, δηλαδή από την πορεία της οικονομίας. Επομένως ίσως θα πρέπει στην Κουμουνδούρου να επανεξετάσουν την στρατηγική τους και με ρεαλιστικό τρόπο να επαναφέρουν το θέμα της οικονομίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στην παγίδα των παροχών και ενώ θα μπορούσε να αποδεχτεί την πρόταση της ΝΔ για την κοστολόγηση των προγραμμάτων με σκονάκι τον δημοσιονομικό «κώδωνα του κινδύνου» που έκρουσε με ανοιχτή επιστολή του προς τους αρχηγούς των τριών πολιτικών κομμάτων Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αποδομήσει το οικονομικό αφήγημα της κυβέρνησης. Ο κ. Παπαδόπουλος κατηγορεί για προεκλογική προσπάθεια «εξωραϊσμού της δημοσιονομικής κατάστασης». Και επισημαίνει το «σημαντικό πολιτικό ρίσκο δημοσιονομικής διαχείρισης την επομένη των εκλογών». Εν ολίγοις, ο λογαριασμός θα έρθει ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος…

Επίσης ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μιλώντας στο περιοδικό «Οικονομική Επιθεώρηση» είπε ότι «το επενδυτικό κλίμα που επιδιώκει να δημιουργήσει η κυβέρνηση είναι ένας επιβεβλημένος στόχος που, χωρίς να υποτιμώ καθόλου ότι έχει γίνει μέχρι σήμερα, έχει αποδώσει ασταθή αποτελέσματα» και εξήγησε: «Στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις στο real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds, τα οποία μάλιστα συχνά χρηματοδοτούνται με δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες! Δηλαδή, με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομίας μας. Αυτό δεν λέγεται ξένη επένδυση, αλλά κερδοσκοπικός οπορτουνισμός».

Ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει σε λάθος αφήγημα, βάζει λάθος δίλλημα και δεν έχει πρόσωπα στον τομέα της οικονομίας να μπορέσουν να αναδείξουν την «αχίλλειο πτέρνα» της κυβέρνησης καθώς ο κ. Τσακλώτος υπογράφει κείμενα για τοπικά νομίσματα.

Μια εβδομάδα είναι αρκετός χρόνος να βάλει τα σωστά διλήμματα και να εξηγήσει ότι έχει ρεαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα οδηγηθούμε σε νέες εκλογές…

 

Δημοσκοπήσεις: Χωρίς δυναμική ανατροπής ο ΣΥΡΙΖΑ, ρεύμα αυτοδυναμίας για τη ΝΔ

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, κατάφερε τόσο με τις επικοινωνιακές αστοχίες του, αλλά κυρίως με το αφήγημα «προοδευτικών συμμαχιών» να βάλει στο επίκεντρο τον Γιάννη με ένα «ν», ο οποίος με τις «Δήμητρες» έδωσε «ασίστ» στον Κυριάκο Μητσοτάκη. 

 

Με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις και τα ποιοτικά στοιχεία αλλά κυρίως, χωρίς να λαμβάνω υπόψιν την πρόθεση, αλλά την παράσταση νίκης, η «φωτογραφία» της στιγμής δείχνει ότι η ΝΔ θα έχει ένα ποσοστό στις εκλογές του Μαΐου που θα της δίνει το ρεύμα αυτοδυναμίας για τις εκλογές του Ιουλίου. Σαφώς και το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη καταγράφει απώλειες αλλά αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το επίπεδο φθοράς της κυβερνητικής θητείας. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αναπτύξει εκλογική δυναμική ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Το κόμμα του κ. Τσίπρα δεν έχει αποτινάξει ακόμη το βάρος των «ψευδαισθήσεων» του 2015. Η ΝΔ με ξεκάθαρο κυβερνητικό αφήγημα ήταν έτοιμη αλλά και ήταν αναμενόμενο να επιχειρήσει να υπενθυμίσει στους ψηφοφόρους την εμπειρία εκείνης της περιόδου.

Οι υποκλοπές αλλά και τα Τέμπη «έσπασαν» αυτό το αφήγημα αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε τόσο με τις επικοινωνιακές αστοχίες του, αλλά κυρίως με το αφήγημα «προοδευτικών συμμαχιών» να βάλει στο επίκεντρο τον Γιάννη με ένα «ν», ο οποίος με τις «Δήμητρες» έδωσε «ασίστ» στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας αν και είχε πολιτικό χρόνο έκανε ελάχιστα για να κατευνάσει αυτή την καχυποψία και δυσπιστία για το κόμμα του. Διατήρησε λίγο πολύ την ίδια ομάδα, δεν έκανε την «αλλαγή» που υποσχέθηκε μετά την ήττα του 2019 και δεν μπόρεσε να παρουσιάσει προγραμματικά, ξεκάθαρα και αξιόπιστα σχέδια για το μέλλον. Επαναλαμβάνει τις συνήθεις προεκλογικές υποσχέσεις χωρίς επαρκή τεχνοκρατική υποστήριξη όπως απαιτεί η κατάσταση. Έτσι, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις αυτήν τη στιγμή, αν είναι πάνω από το 30%, θα πρέπει να είναι χαρούμενος.

Η καχυποψία για τον ΣΥΡΙΖΑ μετά το σενάριο περί συγκυβέρνησης με τον κ. Βαρουφάκη, που ήταν ευρέως διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία, και δεν επέτρεπε στον κ. Τσίπρα να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε φθορά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, ξαναφούντωσε δίνοντας αφήγημα στη ΝΔ για την κάλπη της απλής αναλογικής. Από την άλλη κατέστησε αδύνατη την προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης από την κάλπη της απλής αναλογικής χωρίς τη συμμετοχή του κάτι που προκάλεσε μετατοπίσεις που θόλωσε την κυβερνητική προοπτική.

Το σενάριο συγκρότησης μιας τέτοιας κυβέρνησης με τη συμμετοχή ή την ανοχή των κομμάτων που βρίσκονται στα αριστερά της ΝΔ (ΣΥΡΙΖΑ, ΠαΣοΚ, ΜέΡΑ 25, ΚΚΕ) το έχουν απορρίψει σε όλους τους τόνους ο Δημήτρης Κουτσούμπας και ο Γιάνης Βαρουφάκης. Η στρατηγική του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλή. Επιδιώκει να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του κόμματός του θέτοντας το δίλλημα, «ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτος και θα πάμε σε προοδευτική κυβέρνηση ή θα πάμε σε δεύτερες εκλογές και σε κυβέρνηση Μητσοτάκη». Ωστόσο το πολιτικό ρίσκο είναι τεράστιο γιατί μπορεί να απευθύνεται στους ψηφοφόρους και όχι στους αρχηγούς των κομμάτων ώστε να βάλει το εκβιαστικό δίλλημα στη δεύτερη εκλογική μάχη, «ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτος για να φύγει ο Μητσοτάκης», αλλά αν τα ποσοστά δεν βγουν στην κάλπη της 21ης Μαΐου, τότε ο Τσίπρας κινδυνεύει να μένει χωρίς κυβερνητικό αφήγημα στις επόμενες εκλογές που μπορεί να του στοιχίσει περισσότερο.

Θα μου πείτε, έχουν κριθεί οι εκλογές; Όχι, και μπορεί οι δύο εβδομάδες να είναι λίγες αλλά ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός.

Η ΝΔ έχει να αντιμετωπίσει το «φάντασμα» της αποχής και της χαλαρής ψήφου που μπορεί να ανατρέψει πολλά από τα προγνωστικά.

Οι νέοι ψηφοφόροι είναι ένα «αγκάθι» στα πλευρά της ΝΔ ωστόσο κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τη συμμετοχή τους αλλά και το αν θα κατευθυνθούν μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πολλά πράγματα θα κριθούν τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές αλώστε ένα κρίσιμο ποσοστό αναποφάσιστων θα αποφασίσει σχεδόν πάνω από την κάλπη. Ωστόσο, η τρέχουσα τάση δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει δραματικά. Άρα, όπως όλα δείχνουν, οδεύουμε προς μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με πόλωση και με μεγάλη αβεβαιότητα.

 

Εκλογές 2023: Η αβεβαιότητα και το θολό κυβερνητικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διαθέτει θολή και με πολλές αβεβαιότητες κυβερνητική λύση με απρόθυμους και ανεπιθύμητους συμμάχους τη στιγμή που η ΝΔ, ανεξάρτητα από το αν θα τα καταφέρει, παρουσιάζει μια ξεκάθαρη γραμμή αυτοδυναμίας.

 

Απομένουν τρείς εβδομάδες για τις εκλογές της 21ης Μαΐου και τα μέχρι στιγμής δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρη πρωτιά της ΝΔ αλλά χωρίς πιθανότητες σχηματισμού κυβέρνησης και παραπέμπουν σε μια πολύ δύσκολη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Η ΝΔ ξεπέρασε τη φθορά από τα Τέμπη εκμεταλλευόμενη τις επικοινωνιακές αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζει κόπωση αλλά και έλλειψη επιχειρημάτων. Το πρόβλημα για την Κουμουνδούρου είναι ότι δεν αναπτύσσει εκλογική δυναμική ενώ ταυτοχρόνως στην κρίσιμη φάση δείχνει ένδεια στην επικοινωνιακή διαχείριση της επίθεσης από τη ΝΔ και σε μια σειρά από θέματα της επικαιρότητάς όπως αυτό με τον Γεωργούλη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκμεταλλεύεται το θολό κυβερνητικό αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα, παρουσιάζει το «σκιάχτρο» Βαρουφάκη για να επαναφέρει το 2015 και την καχυποψία. Και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να έχει ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του κάθε μέρα εμφανίζει και μια άλλη πρόταση για συμμαχική κυβέρνηση, την οποία οι υπόλοιποι απορρίπτουν.

Αντίθετα δεν έκανε και δεν κάνει αυτά που θα έπρεπε προκειμένου να αντιμετωπίσει τη στρατηγική της ΝΔ, που ήταν γνωστή εδώ και καιρό, να επαναφέρει μνήμες του 2015 «λουστράροντας» το ΑντιΣυριζα μέτωπο της καχυποψίας και του φόβου.

Η ΝΔ παρουσιάζει μια ξεκάθαρη γραμμή αυτοδυναμίας ανεξάρτητα από το αν θα τα καταφέρει• ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διαθέτει θολή και με πολλές αβεβαιότητες κυβερνητική λύση με απρόθυμους και ανεπιθύμητους συμμάχους.

Φαίνεται όμως, πως στην Κουμουνδούρου δεν έχουν βρει τη συνταγή να αντιμετωπίσουν αυτήν την αβεβαιότητα.

Η τακτική αμφισβήτησης των δημοσκοπήσεων δείχνει ηττοπάθεια καθώς ο πρώτος κύκλος των δημοσκοπήσεων μετά την τυπική έναρξη της προεκλογικής περιόδου αποτυπώνει το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μετά τα «Τέμπη».

Στη Ν.Δ. φοβούνται την αποχή και τη χαλαρή ψήφο που μπορεί να τους κάνει μεγάλη ζημιά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, βλέπουν ότι τα ποσοστά τους είναι στάσιμα, ενώ, στον αντίποδα, τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, και κυρίως το κόμμα Βαρουφάκη, καταγράφουν κέρδη και η τάση τους είναι ανοδική. Μάλιστα το χτύπημα από το ΜεΡα25 είναι διπλό από τη μία τους «κλέβει» νέους ψηφοφόρους και από την άλλη με την προοπτική συνεργασίας απομακρύνει μετριοπαθείς κεντροαριστερούς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται παγιδευμένος στα επικοινωνιακά λάθη του αλλά και στο «θολό» κυβερνητικό του αφήγημα, που κινείται μεταξύ κυβέρνησης νικητών, ηττημένων και ψήφου ανοχής, που εκμεταλλεύεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Το μεγάλο πρόβλημα της ΝΔ είναι η δεύτερη εκλογική μάχη στην οποία θα επιδιώξει την αυτοδυναμία καθώς καταγράφει χαμηλή πτήση στο ειδικό ερώτημα προς το κόμμα των αναποφάσιστων. Ενώ την ίδια ώρα, αν τα ποσοστά της στις εκλογές της 21ης Μαΐου δεν είναι τέτοια που θα της επιβεβαιώσουν το αφήγημα της αυτοδυναμίας τότε θα βρεθεί στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ με μια μη ρεαλιστική πρόταση. Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στη δεξαμενή των αριστερών ψηφοφόρων αλλά και στους αναποφάσιστους με ένα περισσότερο ρεαλιστικό κυβερνητικό αφήγημα για διακομματική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Σ΄αυτήν την περίπτωση η Κουμουνδούρου θα έχει την ευκαιρία να «εκθέσει» τους Δημήτρη Κουτσούμπα και Γιάνη Βαρουφάκη, ώστε να  θέσει το δίλλημα για την απομάκρυνση της Ν.Δ. από την εξουσία, επιδιώκοντάς εκλογικές απώλειες του ΚΚΕ και ΜεΡα25 προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο πολιτικός χρόνος αν και λίγος είναι πυκνός και πολλά μπορεί να συμβούν.

 

newpost.gr

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου