Όταν φτάνεις στην άκρη του γκρεμού και αναρωτιέσαι τι σου συνέβη...
Είναι σαν να βλέπεις την ταινία «Η τιμή των Πρίτζι». Με τον Τζακ Νίκολσον να...
πρωταγωνιστεί και στο πλευρό του να έχει την Καθλήν Τέρνερ. Μαφιόζος ο ένας, πληρωμένη δολοφόνος η άλλη, τα βρίσκουνε, ερωτεύονται, κοιμούνται παρέα. Ώσπου μπαίνει στο κάδρο ο πρώην σύζυγος της κυρίας, που τον λένε Μάρξι Χέλερ στο φιλμ, ένας τύπος σκοτεινός και μυστήριος.
Ένας τύπος που έχει κλέψει λεφτά απ’ τη μαφία. Να μην τα πολυλογώ, γίνονται τα μύρια όσα, χάνει η μάνα το παιδί, το βρίσκει, το ξαναχάνει, μιλάμε για ένα από τα καλύτερα έργα του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Και κάποια στιγμή λέει ο Νίκολσον την μεγάλη ατάκα για τον πρώην της Τέρνερ:
«Άμα είναι τόσο ξύπνιος ο Μάρξι Χέλερ, τότε πως γίνεται να είναι τόσο πεθαμένος;»
Κάπως έτσι και με το Mega. Αφού είναι όλα ρυθμισμένα και τακτοποιημένα στο κανάλι της οδού Μεσογείων (αυτό τουλάχιστον προσπάθησε να μας πουλήσει η διεύθυνση ενημέρωσης του διαύλου), τότε πώς γίνεται να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο οι δημοσιογράφοι του, πώς γίνεται να χρωστάει λεφτά παντού και να αφήνει άδειες τις τσέπες των εργαζομένων του, πώς γίνεται εκείνοι οι περίφημοι «νέοι μέτοχοι» να έγιναν πιο ακριβοθώρητοι κι από μονόκερο, πώς γίνεται ακόμη και ο μεγαλομέτοχός του Φώτης Μπόμπολας να παραδέχεται ότι τίποτε δεν πάει καλά και ότι η ιδιοκτησία τα έχει κάνει θάλασσα; Κι ακόμη καλύτερα: Πώς γίνεται να αντικρίζουμε πιο συχνά τα πεφταστέρια από το δελτίο του Mega;
Αλλά όλα αυτά είναι αναμενόμενα. Τα ζήσαμε κι εμείς στην «Ελευθεροτυπία» πριν από μια πενταετία όταν μεταμορφωθήκαμε από χρυσοποίκιλτες άμαξες σε τσουρομαδημένες κολοκύθες. Άμα σε πάρει η κάτω βόλτα, λιγοστεύουν οι βεβαιότητες και περισσεύουν οι απορίες. Μόνο που δεν είναι εκεί το πρόβλημα και δεν είναι η τσουλήθρα το στόρι. Το ζήτημα είναι πως έφτασες εκεί, πώς κατάφερες από την κορυφή να βρεθείς στον πάτο και από αντικείμενο θαυμασμού να καταλήξεις παράδειγμα προς αποφυγή. Η απάντηση είναι απλή: Μόνος σου έβαλες τα χεράκια σου κι έβγαλες τα ματάκια σου!
Και δεν μιλάω εδώ για την επιχειρηματική πλευρά. Δεν παριστάνω τον οικονομικό συντάκτη κι αυτά τα πράγματα τα ξέρουν καλύτερα άλλοι συνάδελφοι. Μιλάω για την απώλεια της έξωθεν καλής μαρτυρίας, την αδιαφορία του κόσμου για τη μοίρα σου, τη σπατάλη του δημοσιογραφικού σου κεφαλαίου. Γιατί κάποια στιγμή ο κόσμος, οι απλοί άνθρωποι, ο «χοντρός λαός» που έλεγε κι ο συγχωρεμένος ο Αντρέας, σταμάτησε να σε πιστεύει και ταυτίζεται με τις απόψεις και τα πρόσωπά σου. Το πάθαμε κι εμείς αυτό στην «Ελευθεροτυπία» μετά από μια οκταετία υπαρκτού Σημιτισμού (και απλώς συρθήκαμε μερικά χρόνια ακόμη), το πάθανε και στο Mega μετά από τόσα και τόσα έτη υπεράσπισης κυβερνητικών πολιτικών κάθε είδους. Το γκουβέρνο και το κανάλι να κερδάνε και όλοι οι άλλοι να πα’ να πηδηχτούνε, που θα έλεγε γνωστός διαιτητικός παράγων.
Έτσι φτάνεις στην άκρη του γκρεμού και αναρωτιέσαι τι σου συνέβη. Αν έχεις λίγο μυαλό καταλαβαίνεις ότι το παρατράβηξες και αποφασίζεις να δεχτείς τη μοίρα σου. Αν δεν έχεις, ξοδεύεσαι σε ανακοινώσεις και ιερεμιάδες εναντίον των αθλίων που θέλουν το κακό της ενημέρωσης. Για τους εργαζόμενους ωστόσο, τους απλούς εργαζόμενους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να εξαργυρώσουν διασημότητες και γνωριμίες, δεν διαθέτεις το σθένος να πεις ούτε μία κουβέντα. Γιατί εν τέλει, δεν είσαι ένας απ’ αυτούς. Και δεν ήσουν ποτέ…
Χρήστος Ξανθάκης
Είναι σαν να βλέπεις την ταινία «Η τιμή των Πρίτζι». Με τον Τζακ Νίκολσον να...
πρωταγωνιστεί και στο πλευρό του να έχει την Καθλήν Τέρνερ. Μαφιόζος ο ένας, πληρωμένη δολοφόνος η άλλη, τα βρίσκουνε, ερωτεύονται, κοιμούνται παρέα. Ώσπου μπαίνει στο κάδρο ο πρώην σύζυγος της κυρίας, που τον λένε Μάρξι Χέλερ στο φιλμ, ένας τύπος σκοτεινός και μυστήριος.
Ένας τύπος που έχει κλέψει λεφτά απ’ τη μαφία. Να μην τα πολυλογώ, γίνονται τα μύρια όσα, χάνει η μάνα το παιδί, το βρίσκει, το ξαναχάνει, μιλάμε για ένα από τα καλύτερα έργα του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Και κάποια στιγμή λέει ο Νίκολσον την μεγάλη ατάκα για τον πρώην της Τέρνερ:
«Άμα είναι τόσο ξύπνιος ο Μάρξι Χέλερ, τότε πως γίνεται να είναι τόσο πεθαμένος;»
Κάπως έτσι και με το Mega. Αφού είναι όλα ρυθμισμένα και τακτοποιημένα στο κανάλι της οδού Μεσογείων (αυτό τουλάχιστον προσπάθησε να μας πουλήσει η διεύθυνση ενημέρωσης του διαύλου), τότε πώς γίνεται να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο οι δημοσιογράφοι του, πώς γίνεται να χρωστάει λεφτά παντού και να αφήνει άδειες τις τσέπες των εργαζομένων του, πώς γίνεται εκείνοι οι περίφημοι «νέοι μέτοχοι» να έγιναν πιο ακριβοθώρητοι κι από μονόκερο, πώς γίνεται ακόμη και ο μεγαλομέτοχός του Φώτης Μπόμπολας να παραδέχεται ότι τίποτε δεν πάει καλά και ότι η ιδιοκτησία τα έχει κάνει θάλασσα; Κι ακόμη καλύτερα: Πώς γίνεται να αντικρίζουμε πιο συχνά τα πεφταστέρια από το δελτίο του Mega;
Αλλά όλα αυτά είναι αναμενόμενα. Τα ζήσαμε κι εμείς στην «Ελευθεροτυπία» πριν από μια πενταετία όταν μεταμορφωθήκαμε από χρυσοποίκιλτες άμαξες σε τσουρομαδημένες κολοκύθες. Άμα σε πάρει η κάτω βόλτα, λιγοστεύουν οι βεβαιότητες και περισσεύουν οι απορίες. Μόνο που δεν είναι εκεί το πρόβλημα και δεν είναι η τσουλήθρα το στόρι. Το ζήτημα είναι πως έφτασες εκεί, πώς κατάφερες από την κορυφή να βρεθείς στον πάτο και από αντικείμενο θαυμασμού να καταλήξεις παράδειγμα προς αποφυγή. Η απάντηση είναι απλή: Μόνος σου έβαλες τα χεράκια σου κι έβγαλες τα ματάκια σου!
Και δεν μιλάω εδώ για την επιχειρηματική πλευρά. Δεν παριστάνω τον οικονομικό συντάκτη κι αυτά τα πράγματα τα ξέρουν καλύτερα άλλοι συνάδελφοι. Μιλάω για την απώλεια της έξωθεν καλής μαρτυρίας, την αδιαφορία του κόσμου για τη μοίρα σου, τη σπατάλη του δημοσιογραφικού σου κεφαλαίου. Γιατί κάποια στιγμή ο κόσμος, οι απλοί άνθρωποι, ο «χοντρός λαός» που έλεγε κι ο συγχωρεμένος ο Αντρέας, σταμάτησε να σε πιστεύει και ταυτίζεται με τις απόψεις και τα πρόσωπά σου. Το πάθαμε κι εμείς αυτό στην «Ελευθεροτυπία» μετά από μια οκταετία υπαρκτού Σημιτισμού (και απλώς συρθήκαμε μερικά χρόνια ακόμη), το πάθανε και στο Mega μετά από τόσα και τόσα έτη υπεράσπισης κυβερνητικών πολιτικών κάθε είδους. Το γκουβέρνο και το κανάλι να κερδάνε και όλοι οι άλλοι να πα’ να πηδηχτούνε, που θα έλεγε γνωστός διαιτητικός παράγων.
Έτσι φτάνεις στην άκρη του γκρεμού και αναρωτιέσαι τι σου συνέβη. Αν έχεις λίγο μυαλό καταλαβαίνεις ότι το παρατράβηξες και αποφασίζεις να δεχτείς τη μοίρα σου. Αν δεν έχεις, ξοδεύεσαι σε ανακοινώσεις και ιερεμιάδες εναντίον των αθλίων που θέλουν το κακό της ενημέρωσης. Για τους εργαζόμενους ωστόσο, τους απλούς εργαζόμενους που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να εξαργυρώσουν διασημότητες και γνωριμίες, δεν διαθέτεις το σθένος να πεις ούτε μία κουβέντα. Γιατί εν τέλει, δεν είσαι ένας απ’ αυτούς. Και δεν ήσουν ποτέ…
Χρήστος Ξανθάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου