Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δημοσιοποιεί πλήθος στοιχείων σε μια προσπάθεια να πείσει για τα επιτεύγματά του.
Πλανάται όμως ένα κρίσιμο ερώτημα που δίνει ουσία σε όλους αυτούς τους αριθμούς και το οποίο χρειάζεται να τεθεί και στη συνέχεια να απαντηθεί: για ποιο λόγο ασκείται η οικονομική πολιτική, ποιοι είναι ο στόχοι της;
Σύμφωνα με όλα τα εγχειρίδια της οικονομικής πολιτικής ένας από τους τελικούς στόχους της είναι η δίκαιη κατανομή του εισοδήματος, ανεξαρτήτως της οικονομικής θεωρίας που ακολουθείται. Τα μέσα και οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικοί.
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι πραγματοποιήθηκε δίκαιη κατανομή του εισοδήματος κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη; Τα στοιχεία απαντούν όχι. Προς επίρρωση ας εξετάσουμε πως εξελίχθηκαν τα μεγέθη που αφορούν κατά κύριο λόγο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά και τον πραγματικό μέσο μισθό. Πρόκειται για μεγέθη που η μέτρησή τους μπορεί να γίνει εξ’ αντικειμένου και δεν δύνανται να υπεισέλθουν (παρ)ερμηνείες. Βεβαίως η κοινωνική ευημερία δεν αφορά μόνο στην κατανομή του εισοδήματος.
Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών – σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Μη χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί θεσμικών τομέων) – μειώθηκε το 2020 κατά 4,3%, το 2021 αυξήθηκε 7,6%, ενώ το 2022 μειώθηκε κατά 6,9%. Συνολικά και για ολόκληρη την τριετία το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 3,6%. Στην Ελλάδα ο πραγματικός μέσος μισθός, μετά την επίδραση των μεταβολών στη φορολογία και τις κοινωνικές εισφορές, την τριετία 2020-2022 παρουσίασε αύξηση κατά 0,2% (ΟΟΣΑ, Taxing Wages 2020-2021-2022).
Συγκεκριμένα: ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός το 2020 σε σχέση με το 2019, μειώθηκε κατά 2,2%. Ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός -1,2%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 1,0%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές μειώθηκαν κατά 3,0%. Συνεπώς ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 2,0%. Το 2021 ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός παρέμεινε αμετάβλητος. Ο πληθωρισμός ήταν 0,4%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 0,4%.
Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές μειώθηκαν κατά 6,3%. Συνεπώς ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 5,9%. Το 2022, ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 1,5%. Ο πληθωρισμός ήταν 9,7%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 7,4%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 0,3%. Συνεπώς ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,7%.
ΑΕΠ και αποταμίευση
Το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας την τριετία 2020-2022 παρουσίασε σωρευτική αύξηση κατά 5,3%. Συνεπώς ο πραγματικός μέσος μισθός απώλεσε το 5,1% από την αύξηση του ΑΕΠ. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ κατευθύνθηκε στα κέρδη. Οι απώλειες με βάση το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι πολύ μεγαλύτερες, όπως εύκολα συνάγεται από τους αριθμούς. Επομένως τεκμηριώνεται η ανισοκατανομή στη κατανομή του εισοδήματος τη τριετία 2020-2022.
Τα ίδια συμπεράσματα προκύπτουν αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του μεγέθους της αποταμίευσης. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αποταμίευση στην Ελλάδα το 2022 ανήλθε στα 23 δισ. ευρώ (ροή όχι συσσωρευμένος πλούτος) από 18,4 δισ. το 2019 . Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 11,0% από 10,0% το 2019. Όμως, αν εξετάσουμε την κατανομή των αποταμιεύσεων θα δούμε ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών το 2022 είναι αρνητική -5,7 δισ. ευρώ (-2,7% του ΑΕΠ), ενώ αντίστοιχα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων είναι θετική 23,6 δισ. (11,3% του ΑΕΠ). Μάλιστα βαίνει αυξανόμενη ολόκληρη την τριετία: 2020 11,3 δισ., 2021 18,0 δισ. και 2022 23,6 δισ.
Τρεις παρατηρήσεις για τα παραπάνω:
- Πρώτον: ως συνολικό μέγεθος η αποταμίευση “κρύβει” το απλό γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των νοικοκυριών όχι μόνο δεν μπορεί να αποταμιεύσει, αλλά δυσκολεύεται αφάνταστα να εξασφαλίσει τα άκρως απαραίτητα για την καθημερινή του επιβίωση.
- Δεύτερον: η μείωση της αποταμίευσης, η συνέχιση της ακρίβειας και η σταδιακή μείωση των όποιων κρατικών επιδοτήσεων είναι παράγοντες που φαίνεται ότι θα συμβάλλουν στη συνέχιση του ρυθμού μείωσης των δαπανών των νοικοκυριών για κατανάλωση τους επόμενους μήνες, μέχρι και το τέλος του 2023, δυσκολεύοντας περαιτέρω την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.
- Τρίτον: η παραπάνω κατάσταση δείχνει με απόλυτο τρόπο τις έντονες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι τα νοικοκυριά θα έπρεπε να πραγματοποιούν αποταμιεύσεις, να τις διοχετεύουν στον τραπεζικό τομέα και οι επιχειρήσεις να δανείζονται έχοντας αρνητική αποταμίευση. Αυτή θα έπρεπε να είναι μια “κανονική” κατάσταση σε μια οικονομία που μεγεθύνεται ισορροπημένα και που μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της με υγιή τρόπο, δηλαδή χωρίς εξωτερικά ελλείμματα.
Η αύξηση των έμμεσων φόρων
Η επιβάρυνση των μεσαίων και χαμηλότερων οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων τεκμαίρεται και από τη υπέρμετρη αύξηση των εμμέσων φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ και την παράλληλη αύξηση της αναλογίας τους σε σχέση με τους άμεσους φόρους. Συγκεκριμένα: η αναλογία των εμμέσων φόρων (ΦΠΑ, φόροι κατανάλωσης, φόροι περιουσίας κ.λπ.) στο σύνολο των φόρων βρίσκεται περίπου στο 65%, όταν προ 10ετίας το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μικρότερο του 54%, ενώ η αύξηση συνεχίζεται και φέτος με αμείωτο ρυθμό.
Οι έμμεσοι φόροι για το 2022 (το άθροισμα των φόρων επί των αγαθών και των υπηρεσιών, των φόρων επί των δασμών και των εισαγωγών, των φόρων ακίνητης περιουσίας και των λοιπών φόρων επί της παραγωγής) ανήλθαν σε 35,88 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 64,94% των συνολικών φορολογικών εσόδων του 2022 ύψους 55,25 δισ. Το αντίστοιχο ποσό του 2021 ήταν 30,78 δισ. με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί στο 63,95% του συνόλου. Έτσι, η αναλογία είχε αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα μέσα σε μόλις ένα έτος.
Αν μάλιστα εξαιρεθεί από το άθροισμα ο φόρος των ακινήτων, τότε προκύπτει είσπραξη 33,19 δισ. που αντιστοιχεί στο 60% των συνολικών φορολογικών εσόδων από 28,127 δισ. το 2021 που αντιστοιχούσε τότε στο 58,4% του συνόλου. Από προηγούμενες εκθέσεις της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι το 2016 η αναλογία των έμμεσων φόρων ήταν στο 54,04%, ενώ το 2017 είχε φτάσει στο 56,64%. Όσο για το 2014, η αναλογία ήταν στο 53,75% για τους έμμεσους φόρους και στο 46,25% για τους άμεσους.
Σημειώνεται ότι μόνο ο ΦΠΑ (ο φόρος που είναι ευθέως συνδεδεμένος με τις τιμές των προϊόντων) έφτασε να αποδίδει περισσότερα από 21,5 δισ. το 2022, από 17,4 δισ. το 2021. Καταγράφηκε αύξηση τεσσάρων δισ. ευρώ μέσα σε έναν χρόνο κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι μεταξύ των τριών υψηλότερων στην Ευρώπη, καθώς μόνο χώρες του Βορρά –με διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά τους φόρους και το κοινωνικό κράτος– εφαρμόζουν υψηλότερους συντελεστές (Δανία, Νορβηγία Σουηδία). Αντιθέτως, οι άμεσοι φόροι το 2022 (το άθροισμα του φόρου εισοδήματος, του φόρου κεφαλαίου και των λοιπών φόρων) απέδωσαν 19,365 δισ. ή το 35% των συνολικών φορολογικών εσόδων, από 36% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2021. Δηλαδή ως ποσοστό επί των συνολικών εσόδων μειώθηκαν.
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου