Γράφει ο Κων/νος Μανίκας / Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Η Τρόικα ζητά κρατική παρέμβαση, ακόμα και νομοθετική, στις ελεύθερες διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων για το ύψος του βασικού μισθού κι ο πρωθυπουργός δηλώνει απεγνωσμένα ότι δεν θα μετατραπούμε σε Ινδία (δεν μας διευκρίνισε αν προτιμά πιο προσιτά Βαλκανικά μοντέλα όπως αυτό της Βουλγαρίας!).
Ένα απολύτως σουρεαλιστικό σκηνικό με τους επιτηρητές μας να θεωρούν ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας θα λυθεί αν οι αρχικοί μισθοί φτάσουν σε επίπεδο πλήρους εξαθλίωσης, ώστε η νέα γενιά να τραπεί σε άτακτη φυγή προς το εξωτερικό, ενώ το βασικό εργατικό δυναμικό θα αντικατασταθεί είτε από...άνεργους πρώην μεσαιοταξίτες ή από μετανάστες χαμηλών απαιτήσεων.
Εξ’ αυτού του γεγονότος δόθηκε η δυνατότητα σε προσεγγίσεις όλων των αποχρώσεων να εκθέσουν τα επιχειρήματα τους για τη σκοπιμότητα των συλλογικών συμβάσεων και τον καθορισμό συγκεκριμένου ύψους βασικού μισθού.
Απόψεις που εκτείνονται από το συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό της ατέρμονης διεκδίκησης αυξήσεων χωρίς επαφή με την περιοδικότητα των οικονομικών κύκλων, έως τη στήριξη της κατάργησης των υφισταμένων δομών προσβλέποντας στην θεωρητικά ομαλή λειτουργία της «βέλτιστης επιλογής» και των κινήτρων του αμοιβαίου κέρδους.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές «Το μέλλον του συνδικαλισμού» στην αδυναμία μεγάλου μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος να εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων περιπλεγμένο σε αδιέξοδες πολιτικές ιδεοληψίες και μια ασαφή και ασύντακτη εικόνα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Κι από την άλλη μεριά όμως δεν λείπουν οι δογματισμοί που θεωρούν ότι οι λύσεις μπορούν να επαφίονται στην ορθή λειτουργία των κινήτρων και στις εκλογικευμένες αντιδράσεις των εμπλεκόμενων μερών.
Οι εργασιακές σχέσεις, όπως άλλωστε και οι ανθρώπινες όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, αποτελούν κατά βάση σχέσεις εξουσίας γι’ αυτό και στηρίζονται σε μια εύθραυστη παροδική ισορροπία ανάλογα με την ανά περιόδους εναλλαγή δύναμης ανάμεσα στα δυο μέρη. Ηθεωρητική μηχανιστική προσέγγιση της οικονομίας παραβλέπει συνεχώς την πλειάδα των άλογων αποφάσεων που εκπορεύονται λόγω ελλιπής πληροφόρησης ή υπερίσχυσης των ενστίκτων έναντι της λογικής (η απληστία παραμένει ένα θανάσιμο αμάρτημα!).
Στον εργασιακό χώρο ο εργοδότης διαθέτει την κυρίαρχη θέση, ως ο κατέχων τη δυνατότητα προσδιορισμού της παραγωγικής διαδικασίας και των αναγκών σε προσωπικό. Οι συλλογικές συμβάσεις λειτουργούν λοιπόν ως ένα αναγκαίο αντίβαρο απέναντι στις αντίρροπες μαξιμαλιστικές ή μινιμαλιστικές τάσεις. Από μια ο συνδικαλισμός αναγκάζεται να περιορίσει τις υπερφίαλες επιδιώξεις του κι από την άλλη οι εργοδότες να τιθασεύσουν τη λογική ροπή για διαρκή μείωση του κόστους παραγωγής (βελτίωση μεθόδων παραγωγής ή μείωση μισθολογικού κόστους).
Άλλωστε στον τόπο μας η υπερβολική επιβάρυνση στο πεδίο των ασφαλιστικών εισφορών είναι που ανεβάζει το συνολικό κόστος και σε αυτό το επίπεδο δεν έχουμε δει μια γενναία κρατική παρέμβαση για μείωση τους, θεσμοθέτηση ενός σταθερού πλαισίου διακανονισμών στην καταβολή τους και αντίστοιχο έλεγχο της αδήλωτης εργασίας.
Δεν είμαι σίγουρος αν η ανθρώπινη φύση θα επιτρέψει τη σύντομη εύρεση ισορροπίας, σε ένα περιβάλλον πλήρους απελευθέρωσης των εργασιακών διαπραγματεύσεων αλλά θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το διάστημα έως ότου θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα περιγράφεται γλαφυρά από τον όρο εργασιακή ζούγκλα!
Η Τρόικα ζητά κρατική παρέμβαση, ακόμα και νομοθετική, στις ελεύθερες διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων για το ύψος του βασικού μισθού κι ο πρωθυπουργός δηλώνει απεγνωσμένα ότι δεν θα μετατραπούμε σε Ινδία (δεν μας διευκρίνισε αν προτιμά πιο προσιτά Βαλκανικά μοντέλα όπως αυτό της Βουλγαρίας!).
Ένα απολύτως σουρεαλιστικό σκηνικό με τους επιτηρητές μας να θεωρούν ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας θα λυθεί αν οι αρχικοί μισθοί φτάσουν σε επίπεδο πλήρους εξαθλίωσης, ώστε η νέα γενιά να τραπεί σε άτακτη φυγή προς το εξωτερικό, ενώ το βασικό εργατικό δυναμικό θα αντικατασταθεί είτε από...άνεργους πρώην μεσαιοταξίτες ή από μετανάστες χαμηλών απαιτήσεων.
Εξ’ αυτού του γεγονότος δόθηκε η δυνατότητα σε προσεγγίσεις όλων των αποχρώσεων να εκθέσουν τα επιχειρήματα τους για τη σκοπιμότητα των συλλογικών συμβάσεων και τον καθορισμό συγκεκριμένου ύψους βασικού μισθού.
Απόψεις που εκτείνονται από το συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό της ατέρμονης διεκδίκησης αυξήσεων χωρίς επαφή με την περιοδικότητα των οικονομικών κύκλων, έως τη στήριξη της κατάργησης των υφισταμένων δομών προσβλέποντας στην θεωρητικά ομαλή λειτουργία της «βέλτιστης επιλογής» και των κινήτρων του αμοιβαίου κέρδους.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές «Το μέλλον του συνδικαλισμού» στην αδυναμία μεγάλου μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος να εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων περιπλεγμένο σε αδιέξοδες πολιτικές ιδεοληψίες και μια ασαφή και ασύντακτη εικόνα για τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Κι από την άλλη μεριά όμως δεν λείπουν οι δογματισμοί που θεωρούν ότι οι λύσεις μπορούν να επαφίονται στην ορθή λειτουργία των κινήτρων και στις εκλογικευμένες αντιδράσεις των εμπλεκόμενων μερών.
Οι εργασιακές σχέσεις, όπως άλλωστε και οι ανθρώπινες όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, αποτελούν κατά βάση σχέσεις εξουσίας γι’ αυτό και στηρίζονται σε μια εύθραυστη παροδική ισορροπία ανάλογα με την ανά περιόδους εναλλαγή δύναμης ανάμεσα στα δυο μέρη. Ηθεωρητική μηχανιστική προσέγγιση της οικονομίας παραβλέπει συνεχώς την πλειάδα των άλογων αποφάσεων που εκπορεύονται λόγω ελλιπής πληροφόρησης ή υπερίσχυσης των ενστίκτων έναντι της λογικής (η απληστία παραμένει ένα θανάσιμο αμάρτημα!).
Στον εργασιακό χώρο ο εργοδότης διαθέτει την κυρίαρχη θέση, ως ο κατέχων τη δυνατότητα προσδιορισμού της παραγωγικής διαδικασίας και των αναγκών σε προσωπικό. Οι συλλογικές συμβάσεις λειτουργούν λοιπόν ως ένα αναγκαίο αντίβαρο απέναντι στις αντίρροπες μαξιμαλιστικές ή μινιμαλιστικές τάσεις. Από μια ο συνδικαλισμός αναγκάζεται να περιορίσει τις υπερφίαλες επιδιώξεις του κι από την άλλη οι εργοδότες να τιθασεύσουν τη λογική ροπή για διαρκή μείωση του κόστους παραγωγής (βελτίωση μεθόδων παραγωγής ή μείωση μισθολογικού κόστους).
Άλλωστε στον τόπο μας η υπερβολική επιβάρυνση στο πεδίο των ασφαλιστικών εισφορών είναι που ανεβάζει το συνολικό κόστος και σε αυτό το επίπεδο δεν έχουμε δει μια γενναία κρατική παρέμβαση για μείωση τους, θεσμοθέτηση ενός σταθερού πλαισίου διακανονισμών στην καταβολή τους και αντίστοιχο έλεγχο της αδήλωτης εργασίας.
Δεν είμαι σίγουρος αν η ανθρώπινη φύση θα επιτρέψει τη σύντομη εύρεση ισορροπίας, σε ένα περιβάλλον πλήρους απελευθέρωσης των εργασιακών διαπραγματεύσεων αλλά θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το διάστημα έως ότου θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα περιγράφεται γλαφυρά από τον όρο εργασιακή ζούγκλα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου