«Χθες ήταν μια ιστορική μέρα» δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Πρωθυπουργός. «Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε συνταγματικό τον νόμο της κυβέρνησης για τα μη κρατικά πανεπιστήμια».

Αλλά τι σημαίνει αυτό; Είναι συνταγματικός ο νόμος; Ας διαβάσουμε το άρθρο 16 του Συντάγματος:

16.5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους.

16.6. Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί.

16.8. H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

1. Η απόφαση μας δίνει την ευκαιρία να επανέλθουμε στο πρόσφατο βιβλίο μου «Το Κράτος των Δικαστών» (Παπαζήσης 2025) και την ερμηνεία του Συντάγματος από τους ανώτερους δικαστές.

Το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν έρχονται με οδηγίες ερμηνείας και χρήσης ούτε είναι δυνατόν να προβλεφθούν οι χιλιάδες περιπτώσεις που θα αποφασιστούν σύμφωνα με τις διατάξεις τους. Αλλά στην υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, το Σύνταγμα έχει την πιο σαφή και αδιαμφισβήτητη διάταξή του:

«H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται

Δεν υπάρχει λεξική ασάφεια, δεν σηκώνει δύο ερμηνείες, δεν χρειάζεται καμία ερμηνευτική προσπάθεια. Όπως έλεγε ο Justice Black του Αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου το μόνο που χρειάζεται είναι να βάλεις τις  16 κρίσιμες λέξεις του Συντάγματος δίπλα στον νόμο της κυβέρνησης και να βγάλεις το αναπόφευκτο συμπέρασμα: ο νόμος είναι αντισυνταγματικός.

Όπως εξηγεί λεπτομερώς το «Κράτος των Δικαστών», η απόφαση συνταγματικότητας σε υποθέσεις που αναφέρονται σε σημαντικά πολιτικά επίδικα, όπως αυτές για τα μνημόνια, την ιθαγένεια των μεταναστών, την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών, την θρησκευτική εκπαίδευση, τα «κοράκια»  εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αποτελούν άμεση επέμβαση στην πολιτική διαμάχη.

Οι αποφάσεις αυτές συνήθως υποστηρίζουν την ισορροπία των οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων – δλδ το μεγάλο κεφάλαιο και τις κρατικές επιλογές – σπανιότατα την αμφισβητούν.  Όλες οι σημαντικές αποφάσεις την περίοδο 2015-2019 χαρακτήρισαν αντισυνταγματικές τις κεντρικές πολιτικές της τότε κυβέρνησης, όλες οι ανάλογες μετά την εκλογή Μητσοτάκη υποστήριξαν πλήρως τις δικές της πολιτικές. Το ΣτΕ και ο Άρειος Πάγος ήταν η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ο μεγαλύτερο χειροκροτητής της κυβέρνησης Μητσοτάκη σήμερα.

Οι οπαδοί της νομικής ορθοδοξίας υποστηρίζουν ότι το πνεύμα του νόμου αναπτύσσει τη δική του εσωτερική λογική και έχει απαντήσεις για κάθε είδους κοινωνική, πολιτική και οικονομική διαμάχη. Η λειτουργία του κράτους δικαίου δεν πρέπει να μολύνεται από εξωγενείς, μη νομικές εκτιμήσεις.

Οι δικαστές δεν πρέπει να εκφράζουν ιδεολογικές, πολιτικές ή ηθικές απόψεις. Βρίσκουμε την άποψη αυτή στην επιμονή στον διακηρυκτικό, μη δημιουργικό, ρόλο των δικαστικών αποφάσεων και στην “αυστηρότητα” του δεδικασμένου. Την βρίσκουμε στην έμφαση στον “γραμματικό” κανόνα ερμηνείας που υποτίθεται που δίνει απόλυτη ισχύ στις λέξεις και αποφεύγει όλες τις άλλες ερμηνείες ως τεχνάσματα και στρεψοδικίες. Η γραμματική ερμηνεία  – ο «νόμος του Justice Black»  – είναι η βασική μέθοδος που διδάσκουν οι Νομικές Σχολές. Υποτίθεται ότι αποκλείει τις υποκειμενικές προτιμήσεις και ιδεολογίες.

Η λεξική αυστηρότητα και ακεραιότητα, η εσωτερική συνοχή και οι διαδικαστικές αξίες του δικαίου οδηγούν στην σωστή απόφαση. Είναι βέβαια ένας νομικός μύθος. Οι ιδεολογικές, ηθικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις των δικαστών μπαίνουν αναπόφευκτα στο διατακτικό της απόφασης δεδομένου ότι καμία ερμηνεία δεν λειτουργεί σε κοινωνικό κενό και κανένας ερμηνευτής δεν μπορεί να αποβάλλει τις πεποιθήσεις του όπως βγάζει την δικαστική τήβεννο.

Σε υποθέσεις με πολιτικό επίδικο η ουδετερότητα των δικαστών είναι αδύνατη. Οι δικαστές υποκαθιστούν λειτουργικά τη νομοθετική εξουσία – που ανήκει βέβαια στην κυβέρνηση ουσιαστικά και στην Βουλή εικονικά. Οι δικαστές συστηματικά νομοθετούν υπό το πρόσχημα ότι ερμηνεύουν τον νόμο. Οι νομικοί το ξέρουν, αλλά δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι η δικαστική «νομοθέτηση» μπορεί να προωθεί συντηρητικές πολιτικές απόψεις.

Έτσι, επιλέγουν τον μύθο της «ουδετερότητας» και της «αντικειμενικότητας» του δικαίου. Αλλά οι δικαστές στις πολιτικές υποθέσεις δεν είναι ερμηνευτές αλλά διαμορφωτές των νόμων. Το «κράτος των δικαστών» υποκαθιστα την πολιτική καταδικάζοντας την κυβέρνηση όταν δεν ακολουθεί τις επιταγές των ισχυρών και υποστηρίζοντας την όταν προωθεί τις συντηρητικές και νεοφιλελευθέρες επιλογές ακόμη και όταν αυτές είναι καταφανώς αντίθετες με το γράμμα του νόμου. Δεν ξέρω πως οι νομικοί καθηγητές θα εξηγήσουν στους φοιτητές τους μια απόφαση που είναι αντίθετη σε ότι διδάσκουν και γράφουν.

(ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)

 

2. Ας ξαναγυρίσουμε στην θριαμβευτική δήλωση του Πρωθυπουργού και διάφορων υπουργών.

Κατά τον Μητσοτάκη, που υιοθετεί την Αμερικανική ρεαλιστική άποψη, «το Σύνταγμα είναι ότι λέει το Ανώτατο Δικαστήριο». Το Σύνταγμα και οι νόμοι αποτελούνται από γενικούς κανόνες που δεν μπορούν να προβλέψουν τις χιλιάδες υποθέσεις που θα προκύψουν. Επειδή το κείμενο του νόμου δεν έρχεται με οδηγίες χρήσης πρέπει πρώτα να ερμηνευθεί, εκτός αν είναι πεντακάθαρο όπως στην προκείμενη υπόθεση.

Στις πολιτικά ευαίσθητες περιπτώσεις δεν υπάρχει συνήθως ένα «ορθό» νοήμα που βρίσκεται κρυμμένο στις διάταξεις και περιμένει την αποκάλυψή του. Οι περισσότερες διαφωνίες περί συνταγματικότητας σε «δύσκολες» υποθέσεις με πολιτικές επεκτάσεις δημιουργούνται γιατί υπάρχουν τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες αλλά εξίσου εύλογες ερμηνείες. Αν δεν υπήρχε αυτή η «σύγκρουση» ερμηνειών, η υπόθεση δεν θα έφτανε στα δικαστήρια. Δύο σειρές εμπειρων δικηγόρων πιστεύουν ότι και οι δύο πλευρές μπορούν να κερδίσουν. Στην υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, έξι καθηγητές πανεπιστήμιου προσέφυγαν ή υποστήριξαν την αντισυνταγματικότητα του νόμου στο ΣτΕ.

Η βεβαιότητα ως προς την ορθότητα της πλευράς τους και στους δύο αντίδικους και η αβεβαιότητα ως προς την τελική απόφαση βρίσκεται πίσω από τις περισσότερες «δύσκολες» υποθέσεις. Γι’ αυτό τα νομικά συστήματα προβλέπουν δεύτερο και τρίτο δικανικό βαθμό χωρίς, βέβαια, να πιστεύουν ότι ο Σύμβουλος Επικρατείας ή ο Αρεοπαγίτης «ξέρει» τον νόμο καλύτερα από τον Πρωτοδίκη ή τον Εφέτη. Απλώς, μεταφέρουν την ευθύνη των δύσκολων αποφάσεων σε πολλούς δικαστές που αποφασίζουν με ψηφοφορία. Η απόφαση της πλειοψηφίας βαπτίζεται η μοναδική ορθή. Αλλά είναι απλά η πλειοψηφούσα που επιβάλλεται αριθμητικά και όχι αναγκαστικά λόγω των ακαταμάχητων επιχειρημάτων της. Στην περίπτωση μας η απόφαση πάρθηκε με πλειοψηφία 17-8.

Η αριθμητική υπεροχή μεταμορφώνεται σε επιχειρηματική ανωτερότητα και στην μόνη «ορθή» δικαστική απόφαση. Η δύναμη γεννά δίκαιο και η πλειοψηφία τη νομική «αλήθεια». Αλλά είναι απλά η επιλογή των 17 δικαστών. Οι μειοψηφούντες δικαστές συνεχίζουν να πιστεύουν στο δίκιο τους και εκφράζουν συχνά την ριζική τους διαφωνία με εμπεριστατωμένο τρόπο.

Οι χαμένοι αντίδικοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τον τέταρτο βαθμό της προσφυγής στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια, όπου ένα νέο επίπεδο επιχειρημάτων και ψηφοφοριών ανοίγει. Ο σκεπτικισμός για την ορθότητα των δικαστικών αποφάσεων εδράζεται στον καταστατικά ανοικτό χαρακτήρα του δικαίου. Ένα ανοικτό χαρακτήρα που στην υπόθεση μας δεν ισχύει μια και το Σύνταγμα είναι κατηγορηματικό.

3. Ας δούμε σύντομα την αιτιολόγηση της παντελώς λάθος απόφασης από τον Πρόεδρο του ΣτΕ:

«Ειδικότερα, οι διατάξεις [του άρθρου 16] ερμηνεύονται ενόψει των νεότερων νομοθετικών και νομολογιακών δεδομένων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αφορούν την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης (αρ. 165 ΣΛΕΕ), την ελευθερία εγκατάστασης (αρ. 49 ΣΛΕΕ), καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό των δημοκρατικών αρχών (αρ. 14 παρ. 3 του Χάρτη).

Επί τη βάσει των ανωτέρω, δεν αποκλείεται κατά το Σύνταγμα η ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από χώρα συμβεβλημένη στην GATS, κατά τους όρους ειδικού νόμου, με τον οποίον διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο σπουδών και προστατεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία.»

Δύο περίεργα αλλά αποκαλυπτικά φαίνονται σ’ αυτή την επιφανειακά περιττή και σεμνή δήλωση. Πρώτο δεν έχουμε ουσιαστική αιτιολογία αλλά ένα τίτλο για την απόφαση. Η πλήρης επιχειρηματολογία θα γίνει γνωστή αργότερα όταν η απόφαση «δημοσιευτεί». Έχουμε εδώ μια άλλη «ρεαλιστική» θέση.  Οι δικαστές αποφασίζουν σύμφωνα με τις ιδεολογικές τους επιλογές μόλις ασχοληθούν με μια υπόθεση ενώ η επιχειρηματολογία προστίθεται αργότερα.

Όπως είπε ο Αμερικάνος νεοφιλελεύθερος δικαστή Έρικ Πόσνερ, αγαπητός στους οπαδούς της οικονομικής θεωρίας του δικαίου «Μια υπόθεση είναι απλά μια διαμάχη. Το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να αναρωτηθείς – ξεχάστε τον νόμο – ποια είναι η λογική επίλυση αυτής της διαφοράς; Το επόμενο πράγμα είναι να δεις αν ένα πρόσφατο δεδικασμένο του Ανώτατου Δικαστηρίου ή κάποιο άλλο νομική ρύθμιση εμποδίζει την έκδοση απόφασης υπέρ της λογικής επίλυσης.

Η απάντηση είναι ότι αυτό στην πραγματικότητα συμβαίνει σπάνια. Όταν έχετε μια υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου ή κάτι παρόμοιο, είναι συχνά εξαιρετικά εύκολο να παρακαμφθεί.»  Εδώ είχαμε ολόκληρο άρθρο του Συντάγματος, αλλά για τους δικαστές ήταν εξαιρετικό εύκολο να παρακαμφθεί.

Αλλά το πρόβλημα είναι ακόμη σοβαρότερο. Μέχρι τώρα οι δικαστές παρέμβαιναν στην πολιτική υποστηρίζοντας τους φίλους τους και καταδικάζοντας όσους θεωρούσαν εχθρούς (της ιδεολογίας) τους. Είναι δηλαδή νομοθέτες και πολιτικοί παράγοντες όχι απλά ερμηνευτές. Με την πρόσφατη απόφαση τους πηγαίνουν ένα βήμα παρακάτω: αναθεωρούν το Σύνταγμα. Γίνονται η νέα «συντακτική εξουσία» και απαλάσσουν την κυβέρνηση από την αναθεώρηση του 16. Με την απόφαση τους τίθενται πάνω από όλες τις εξουσίες ως υπέρτατος κριτής των θεσμών και της ζωής του τόπου. Ας δούμε πως θα αντιδράσει η νομική κοινότητα και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι.