Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Ιράν / Τα πραγματικά σκάνδαλα πίσω από την πολύνεκρη έκρηξη...!!!

Siyavash Shahabi 

Το Σάββατο, 26 Απριλίου 2025, μια τεράστια έκρηξη συγκλόνισε το λιμάνι Σαχίντ Ρατζαΐ στην πόλη Μπαντάρ Αμπάς, στο νότιο Ιράν

Ως το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας, ο χώρος αυτός αποτελεί βασική δίοδο για το μη πετρελαϊκό εμπόριο – κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο αν λάβει κανείς υπόψη του το καθεστώς των διεθνών κυρώσεων.

Η έκρηξη ξεκίνησε από κοντέινερ και ακούστηκε σε μεγάλη απόσταση. Έσπασε τζάμια, κατέρριψε στέγες και γέμισε τον ουρανό με πυκνούς καπνούς. Δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν ή κάηκαν ζωντανοί. Η πόλη, με σχεδόν μισό εκατομμύριο κατοίκους, βυθίστηκε στον πανικό, τη θλίψη και τη σιωπή.

Η καταστροφή μετέτρεψε αμέσως την καθημερινή εργασία σε εφιάλτη: δεκάδες λιμενεργάτες και οδηγοί φορτηγών έχασαν τη ζωή τους, αφήνοντας πίσω οικογένειες χωρίς στήριγμα. Σύμφωνα με το MehrNews, επιζώντες περιέγραψαν σκηνές χάους—πολλοί δεν κατάλαβαν τι είχε συμβεί μέχρι που είδαν συναδέλφους τους ματωμένους ή να φλέγονται. Ένας λιμενεργάτης που επέζησε είπε πως όλα “έγιναν σε μια στιγμή” και πως έτρεξε μέσα από τις φλόγες και τον αποπνικτικό καπνό, χωρίς να μπορεί να δει αν οι συνάδελφοί του τον ακολουθούσαν.

Ένα λιμάνι εργασίας και επιβίωσης

Κάθε μέρα, χιλιάδες εργάτες, οδηγοί φορτηγών, τελωνειακοί και τεχνικοί περνούν από το λιμάνι Σαχίντ Ρατζαΐ. Για τον λαό του Μπαντάρ Αμπάς, δεν είναι απλώς ένας εμπορικός χώρος—είναι χώρος επιβίωσης. Οι περισσότερες οικογένειες της νότιας αυτής πόλης συνδέονται με το λιμάνι, άμεσα ή έμμεσα. Πολλοί βασίζονται σε επισφαλείς, άτυπες δουλειές: ξεφόρτωμα φορτίων, οδήγηση σε μακρινές διαδρομές, επισκευή μηχανημάτων, πώληση φαγητού στον δρόμο για τους λιμενεργάτες.

Το συνηθισμένο εκείνο Σάββατο διαλύθηκε ο τόπος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν έναν εκκωφαντικό θόρυβο που ταρακούνησε ολόκληρες συνοικίες. Περιοχές όπως το Χουν-ε-Σορχ και τα “600 Νταστγκάχ” – γειτονιές εργατών και μεταναστών – κλονίστηκαν από την έκρηξη. Σπασμένα τζάμια, πεσμένα ταβάνια και δρόμοι γεμάτοι αιμόφυρτους κατοίκους ήταν οι πρώτες εικόνες που κυκλοφόρησαν στα περσόγλωσσα κοινωνικά δίκτυα: Telegram, Instagram, και τοπικά podcast, συχνά διαχειριζόμενα από ακτιβιστές ή πολίτες-δημοσιογράφους.

Καμία επίσημη εξήγηση δεν δόθηκε τις κρίσιμες πρώτες ώρες. Αντί για απαντήσεις, κυκλοφόρησαν εικασίες: Ήταν πύραυλος; Ξένη επίθεση; Βιομηχανικό ατύχημα; Η σιωπή του ιρανικού κράτους—τόσο γνώριμη στους πολίτες του—άφησε χώρο μόνο για φήμες και φόβο. Και για άλλη μια φορά, ο λαός αναγκάστηκε να σταθεί απέναντι στην τραγωδία χωρίς αλήθεια.

«Νομίσαμε πως ήταν εμπόλεμη ζώνη»

Ο Χαμίντ, ένας νεαρός μηχανικός με συνεργείο λιγότερο από ένα χιλιόμετρο μακριά από το σημείο της έκρηξης, θυμάται πως πετάχτηκε στο έδαφος όταν χτύπησε το ωστικό κύμα. «Όλα σκοτείνιασαν. Σίδερα, σκόνη, καπνός… νομίζαμε ότι δεχόμασταν επίθεση».

Το πρόσωπό του σκίστηκε και έτρεξε για βοήθεια σε ένα κοντινό στρατιωτικό νοσοκομείο. «Δεν υπήρχαν κρεβάτια. Τα επείγοντα ήταν γεμάτα». Ένα άλλο νοσοκομείο τον έδιωξε, δίνοντας προτεραιότητα σε ασθενείς με γυαλιά καρφωμένα στα μάτια τους. Ο φίλος του, ο Χαντί, οδηγός φορτηγού, ήταν παρκαρισμένος μέσα στο λιμάνι εκείνη την ημέρα. «Δεν πρόλαβε να βγει από το όχημά του. Κάηκε ζωντανός».

Ο Μορτεζά, τελωνειακός υπάλληλος, χτυπήθηκε πάνω σε έναν τοίχο από τη δύναμη της έκρηξης. «Λέω στον εαυτό μου ότι η ζωή συνεχίζεται», δήλωσε στην Etemad, μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες μεταρρυθμιστικές εφημερίδες του Ιράν. «Αλλά κάθε φορά που αντικρίζω τις προβλήτες, ξέρω ότι λέω ψέματα στον εαυτό μου».

Η επιτόπια αναφορά της Etemad περιέγραψε πώς ολόκληρες γειτονιές βυθίστηκαν στο πένθος. Οι δρόμοι στις εργατικές συνοικίες γέμισαν με μαύρες σημαίες. Οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν σιωπηλοί κάτω από τις εθνικές σημαίες, μισοκατεβασμένες—κάποτε σύμβολο γιορτής, τώρα σημάδι απώλειας.

Τώρα μπαίνω στην τάξη και κάθε θρανίο μοιάζει να κρατά έναν καινούργιο πόνο

Ένας δάσκαλος, ο Χοσεΐν Νταρβίσι, είπε στην εφημερίδα ότι το 90% των μαθητών του είναι παιδιά εργατών του λιμανιού. «Μετά το μάθημα, πολλοί φτιάχνουν μηχανές, δουλεύουν σε φαλαφελάδικα ή ξεφορτώνουν εμπορεύματα. Τώρα μπαίνω στην τάξη και κάθε θρανίο μοιάζει να κρατά έναν καινούργιο πόνο». Μίλησε για έναν μαθητή του, του οποίου ο πατέρας ανέσυρε ένα ακρωτηριασμένο σώμα από έναν γερανό. Ένας άλλος είπε πως 30 συνάδελφοι του πατέρα του σκοτώθηκαν. «Κι εγώ δεν είμαι καλά», πρόσθεσε ο Νταρβίσι. «..είμαι μέρος της τραγωδίας».

Οδηγοί φορτηγών από όλο το Ιράν απέδωσαν αυθόρμητα τιμές στους χαμένους συναδέλφους τους. Ξεχωρίζει μια ομάδα οδηγών στην επαρχία Ζανζάν που οργάνωσε ένα αυθόρμητο κομβόι φορτηγών, κινούμενων αργά με τα φώτα αναμμένα, για να θρηνήσουν τους οδηγούς του λιμανιού που σκοτώθηκαν στην έκρηξη.

Αρκετά σωματεία φορτηγατζήδων και εργατικά συνδικάτα εξέδωσαν ανακοινώσεις συλλυπητηρίων, ενώ ταυτόχρονα, διακριτικά, εξέφρασαν την ανησυχία τους για το πώς επιτράπηκε να συμβεί ένα τέτοιο δυστύχημα. Στα ιρανικά κοινωνικά δίκτυα, συνάδελφοι των θυμάτων και κάτοικοι της περιοχής μοιράζονταν συγκινητικές αφηγήσεις—όπως φωτογραφίες νέων λιμενεργατών με λεζάντες του τύπου «δεν γύρισε ποτέ από το λιμάνι». Αυτές οι προσωπικές ιστορίες κυριάρχησαν σε πλατφόρμες όπως το Instagram και το Telegram, την ώρα που τα επίσημα μέσα ενημέρωσης παρέμεναν σχεδόν σιωπηλά τις πρώτες ώρες.

Μια δημόσια αντίδραση στο σιωπητήριο και την απουσία της πολιτείας

Στις ώρες που ακολούθησαν την έκρηξη, ενώ οι αξιωματούχοι παρέμεναν σιωπηλοί, ένα άλλο σώμα κινήθηκε άμεσα: ο λαός. Συνταξιούχοι πυροσβέστες, διασώστες και πρώην λιμενεργάτες έτρεξαν στον τόπο της καταστροφής – χωρίς πρόσκληση, χωρίς πληρωμή, χωρίς καμία αναγνώριση. Με μοναδικά τους εργαλεία τα χέρια και την εμπειρία τους, προσπάθησαν να σώσουν ζωές και να περιορίσουν τις ζημιές.

Τα κοινωνικά δίκτυα έγιναν ο μοναδικός χώρος όπου αποτυπώθηκε το μέγεθος της τραγωδίας. Βίντεο στο Instagram και το Telegram έδειχναν απανθρακωμένα σώματα, λυγισμένα σίδερα, επιζώντες να σκάβουν με γυμνά χέρια. Το λιμάνι, κάποτε κυψέλη εργασίας, είχε μετατραπεί σε νεκροταφείο.

Η βαθιά δυσπιστία των Ιρανών προς τους θεσμούς τους έχει ιστορία, κι αυτό το γεγονός την ενίσχυσε. Η σιωπή του κράτους δεν ήταν απλώς γραφειοκρατική αδράνεια – ήταν πολιτική επιλογή. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της μεταρρυθμιστικής εφημερίδας Shargh, οι επαρχιακές αρχές έδωσαν εντολή στους τοπικούς αξιωματούχους να μην μιλήσουν στα μέσα ενημέρωσης. Πολλοί απαντούσαν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων με μία μόνο φράση: «Μας απαγορεύεται να σχολιάσουμε».

Τα κρατικά μέσα παρουσίασαν την αιτία της έκρηξης με προσεκτικά απολίτικη γλώσσα. Δεν έγινε καμία αναφορά σε στρατιωτικούς δεσμούς ή χημικά σχετιζόμενα με πυραύλους. Αντίθετα, πρακτορεία όπως το IRNA και το Press TV μιλούσαν για ένα «χημικό ατύχημα» ή «συμβάν με επικίνδυνα υλικά», σημειώνοντας απλώς ότι διεξάγεται έρευνα.

Τόνισαν δηλώσεις αξιωματούχων πως «δεν υπήρξε σαμποτάζ», επιχειρώντας έτσι να αποκρούσουν κάθε δημόσια υποψία για ξένη επίθεση. Αργότερα, τα ίδια μέσα αναγνώρισαν πως η ανεπαρκής αποθήκευση εύφλεκτων χημικών φορτίων ήταν καθοριστικός παράγοντας – με τοπικούς αξιωματούχους να παραδέχονται παραβιάσεις στους κανόνες ασφαλείας.

Την ώρα που τα νοσοκομεία δεν επαρκούσαν, οι κάτοικοι ανέλαβαν δράση. Τοπικοί γιατροί συνέλεξαν χρήματα για την αγορά ανθεκτικών παπουτσιών, ορών και μασκών οξυγόνου. Εθελοντές μοίρασαν φαγητό και κουβέρτες σε οικογένειες που είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στο σημείο της έκρηξης.

Αλλά καθώς η κοινωνία κινητοποιούνταν, το καθεστώς ενίσχυσε τον έλεγχό του. Ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι δέχτηκαν νομικές απειλές. Η Διεθνής Αμνηστία εξέδωσε ανακοίνωση καταγγέλλοντας την καταστολή, προειδοποιώντας ότι η ιρανική δικαιοσύνη «στοχεύει συστηματικά δημοσιογράφους για να καταπνίξει την αλήθεια».

Η κρατική τηλεόραση, σε μια εκπομπή, ανέφερε μια παρόμοια έκρηξη που είχε συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1947. Ήταν μια προσπάθεια να παρουσιαστεί το γεγονός ως “φυσιολογικό”—σαν να συμβαίνουν αυτά παντού. Όμως αυτή η προσέγγιση προκάλεσε έντονη κατακραυγή στα κοινωνικά δίκτυα, με χρήστες να καταδικάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές και τα κρατικά μέσα διαχειρίστηκαν την καταστροφή.

Τι υπήρχε μέσα στα κοντέινερ;

Καθώς η σκόνη κατακάθισε, άρχισε να διαμορφώνεται ένα κρίσιμο αφήγημα γύρω από την αμέλεια και τις αποτυχίες ασφαλείας που οδήγησαν σε μια τόσο καταστροφική έκρηξη. Εκπρόσωποι των εργαζομένων και ορισμένα ιρανικά μέσα στάθηκαν στο πώς αυτή η τραγωδία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Από νωρίς φάνηκαν σημάδια κακοδιαχείρισης: μια προκαταρκτική έκθεση διερεύνησης αποκάλυψε ότι ένα «ιδιαίτερα επικίνδυνο φορτίο» (ο χημικός οξειδωτικός παράγοντας που προκάλεσε την έκρηξη) είχε εισαχθεί και αποθηκευτεί ως δήθεν συνηθισμένο φορτίο, χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα ή τις ειδικές σημάνσεις.

Μέχρι σήμερα, οι ιρανικές αρχές δεν έχουν δώσει σαφή εικόνα για την αιτία της έκρηξης. Οι επίσημες δηλώσεις περιορίζονται σε γενικότητες περί «ανθρώπινου λάθους» και «αμέλειας». Όμως τοπικοί εργάτες και αυτόπτες μάρτυρες επιμένουν πως δεν πρόκειται για απλό ατύχημα.

Επιτόπιες αναφορές από την εφημερίδα Shargh δείχνουν ότι η έκρηξη ξεκίνησε σε μια περιοχή του λιμανιού γνωστή ως «Σίνα» – ζώνη διαχείρισης από εταιρεία συνδεδεμένη με κρατικά οικονομικά ιδρύματα. Πολλοί μάρτυρες περιγράφουν διαδοχικές εκρήξεις και φλόγες που έπαιρναν ροζ και πορτοκαλί αποχρώσεις – χρώματα που, σύμφωνα με ειδικούς, υποδηλώνουν χημικές ενώσεις βασισμένες στο άζωτο.

Πηγή που επικαλέστηκαν The New York Times, με ανωνυμία, ανέφερε ότι πιθανώς επρόκειτο για νιτρικό νάτριο ή περχλωρικό νάτριο – ιδιαίτερα εύφλεκτες ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά ως καύσιμο για πυραύλους.

Το κράτος, ωστόσο, υποβάθμισε όλες αυτές τις ερμηνείες. Αντί γι’ αυτό, ξεκίνησε μια περιορισμένη έρευνα και ανακοίνωσε τη σύλληψη δύο ανώνυμων διευθυντών – ενός από το δημόσιο και ενός από την ιδιωτική εταιρεία που διαχειριζόταν τη συγκεκριμένη ζώνη του λιμανιού. Καμία αναφορά σε ονόματα. Καμία λογοδοσία. Καμία διαφάνεια.

Ένας λιμενεργάτης, σε βίντεο που έγινε viral στα κοινωνικά δίκτυα, φαίνεται να αντιμετωπίζει τον Υπουργό Μεταφορών: «Πώς να διαχειριστεί ένας εργάτης επικίνδυνο φορτίο», ρωτά, «όταν κανείς δεν μας λέει τι υπάρχει μέσα στα κοντέινερ;» Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ILNA μετέδωσε πως ένας ειδικός ασφάλειας πρότεινε την άμεση αναθεώρηση των πρωτοκόλλων διαχείρισης χημικών στα λιμάνια της χώρας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για σύγχρονο εξοπλισμό ανίχνευσης, όπως προηγμένοι σαρωτές εμπορευματοκιβωτίων.

Σύμφωνα με το ημιεπίσημο πρακτορείο Rokna, την εποπτεία επικίνδυνων υλικών υποτίθεται ότι ασκούν η Τελωνειακή Υπηρεσία και ο Οργανισμός Διαχείρισης Κρίσεων του Ιράν. Όμως, όπως τόσοι άλλοι κρατικοί φορείς, ο ρόλος τους στην πρόληψη φαίνεται να έχει εξαφανιστεί στην πράξη.

Αργότερα, η ιρανική δικαιοσύνη επιβεβαίωσε τη σύλληψη δύο αξιωματούχων, αλλά αρνήθηκε να αποκαλύψει τις ταυτότητες ή τις θέσεις τους. Για πολλούς Ιρανούς, αυτό δεν ήταν παρά άλλη μια απόδειξη ότι οι πραγματικοί υπεύθυνοι – ισχυρά πρόσωπα ή θεσμοί – παραμένουν στο απυρόβλητο.

Πάνω από 3.800 έχασαν τη ζωή τους σε εργατικά δυστυχήματα μέσα σε ενα χρόνο

Περίπου το 80% του ενεργού πληθυσμού του Μπαντάρ Αμπάς εξαρτάται από το λιμάνι – είτε άμεσα μέσω εργασιών όπως η διαχείριση φορτίων και τα τελωνεία, είτε έμμεσα μέσα από πλανόδιο εμπόριο, άτυπες επισκευές και μεταφορές. Πολλοί από αυτούς τους εργαζομένους είναι αδήλωτοι, χωρίς ασφάλιση και αόρατοι για το επίσημο σύστημα.

Επιτόπιες αναφορές από την Etemad και την Ελεύθερη Ένωση Εργατών Ιράν αποκαλύπτουν ότι ορισμένοι από τους νεκρούς ίσως να μην καταμετρηθούν ποτέ. Ήταν εργάτες της ημέρας, έφηβοι βοηθοί, μετανάστες από φτωχές επαρχίες όπως το Σιστάν και Μπαλουτσιστάν. Κάποιοι δεν είχαν καν ταυτότητα. Άλλοι δεν είχαν επίσημη εργασιακή σχέση. Όταν ήρθε η έκρηξη, δεν υπήρχε κανένα αρχείο που να δηλώνει την παρουσία τους εκεί.

Ένας τοπικός δάσκαλος περιέγραψε το τραύμα του να προσπαθεί να εξηγήσει αυτό στους μαθητές του: «Πώς να πεις σε ένα παιδί να αποχαιρετήσει έναν γονιό του οποίου το σώμα δεν θα βρεθεί ποτέ;»

Το Ερευνητικό Κέντρο του Ιρανικού Κοινοβουλίου έχει καταγράψει ότι πάνω από 3.800 εργάτες έχασαν τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα μόνο μεταξύ 2021 και 2022—πολλοί εξαιτίας της έλλειψης μέτρων ασφαλείας και ελέγχου.

Κι όμως, η ιρανική κυβέρνηση έχει κάνει ελάχιστα για να προστατέψει ή να αναγνωρίσει τη δύναμη εργασίας της. Ανεξάρτητα σωματεία είναι απαγορευμένα. Εργατικοί ακτιβιστές συλλαμβάνονται, μαστιγώνονται ή φυλακίζονται επειδή οργανώνονται ή διαμαρτύρονται.

Την Πρωτομαγιά του 2025, η εξόριστη Συνομοσπονδία Εργασίας του Ιράν με έδρα την Ευρώπη χαρακτήρισε την έκρηξη στο Μπαντάρ Αμπάς «ένα βίαιο παράδειγμα της περιφρόνησης του καθεστώτος για τις ζωές των εργατών». Στην ανακοίνωσή της έκανε λόγο για χρόνια θανατηφόρας αδιαφορίας, τονίζοντας ότι η έκρηξη «δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, αλλά η κορυφή μιας θαμμένης καταστροφής».

Το Σωματείο Εργαζομένων στα Λεωφορεία της Τεχεράνης, ένα από τα ελάχιστα ανεξάρτητα συνδικάτα εντός Ιράν, εξέδωσε επίσης ανακοίνωση. Τόνισε ότι πολλοί οδηγοί φορτηγών που επλήγησαν από την έκρηξη δεν είχαν κοινωνική ασφάλιση και δεν έλαβαν καμία αποζημίωση για τα κατεστραμμένα οχήματά τους. «Μία εβδομάδα μετά την έκρηξη, κανένας αξιωματούχος δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για τις απώλειες των οδηγών», έγραψαν.

Σε ξεχωριστή αναφορά, η Ελεύθερη Ένωση Εργατών Ιράν τεκμηρίωσε ότι πολλοί από τους αγνοούμενους ήταν άτυποι εργάτες που ζούσαν σε πρόχειρα καταλύματα κοντά στο λιμάνι, μακριά από κάθε κρατικό έλεγχο. Μερικοί έμπαιναν στον χώρο από μη επίσημες εισόδους για να αποφύγουν τους ελέγχους. Μετά την έκρηξη, απλώς εξαφανίστηκαν – χωρίς καταγραφή, χωρίς αναγνώριση, χωρίς καμία αναφορά.

Η ετήσια έκθεση του 2024 της Συνομοσπονδίας Εργασίας του Ιράν – Εξωτερικού καταγράφει 2.396 εργατικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και 169 απεργίες μέσα στη χρονιά. Πώς απάντησαν οι αρχές; Με συστηματική και βίαιη καταστολή. Δεκάδες εργάτες και ακτιβιστές εκπαιδευτικοί βρίσκονται σήμερα στη φυλακή ή έχουν καταδικαστεί σε μαστίγωμα, με κατηγορίες όπως «διατάραξη της δημόσιας τάξης» ή «πρόκληση ανησυχίας στην κοινωνία». Η κυβέρνηση δεν αγνοεί μόνο τα αιτήματα των εργατών – καταπνίγει κάθε φωνή διαμαρτυρίας με τη βία, κάτι που οργανώσεις εργασίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επανειλημμένα καταγγείλει.

Όχι μόνο φωτιά – Αλλά και λήθη

Τις ημέρες που ακολούθησαν, η ιρανική δικαιοσύνη εξέδωσε αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις προς τους δημοσιογράφους. Η κάλυψη της έκρηξης χωρίς επίσημη άδεια χαρακτηρίστηκε απειλή για την εθνική ασφάλεια. Μία από τις δηλώσεις ανέφερε: «Έχουν εντοπιστεί αρκετοί ύποπτοι για διασπορά ψευδών αφηγήσεων. Οι νομικές διαδικασίες έχουν ξεκινήσει.»

Το αποτέλεσμα προκάλεσε μούδιασμα και σοκ. Οικογένειες των αγνοουμένων συγκεντρώνονταν έξω από τις πύλες του λιμανιού Σαχίντ Ρατζαΐ, κρατώντας φωτογραφίες και χειρόγραφες αφίσες. «Δεν θέλω ένα πτώμα», είπε μια γυναίκα σε τοπικό μέσο. «Απλώς πείτε μου αν ζει ή αν πέθανε.»

Πίσω από τους τρομακτικούς αριθμούς – δεκάδες νεκροί, πάνω από χίλιοι τραυματίες – βρίσκεται η ιστορία των απλών εργατών και των οικογενειών τους, που πλήρωσαν το τίμημα για ένα σύστημα χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, χωρίς λογοδοσία. Το συμβάν πυροδότησε σπάνιες δημόσιες συζητήσεις στο Ιράν για τα εργασιακά δικαιώματα και την προστασία στους χώρους δουλειάς, με τοπικές φωνές – από δημοσιογράφους μέχρι σωματεία οδηγών – να απαιτούν πως τέτοια τραγωδία δεν πρέπει να επαναληφθεί ποτέ. Την ίδια στιγμή ανέδειξε κάτι βαθύτερο: τη σύγκρουση ανάμεσα στη μανία του κράτους να ελέγχει την πληροφορία και στην ανάγκη του λαού να κατανοήσει και να μάθει τι πήγε στραβά.

Στο σημερινό Ιράν, η αναζήτηση της αλήθειας έχει μετατραπεί σε αδίκημα από μόνη της. Ένας εργάτης που ρωτάει τι εξερράγη. Ένας δημοσιογράφος που ανεβάζει μια φωτογραφία. Ένας πολίτης που ζητά ευθύνη. Όλοι κινδυνεύουν με ανάκριση, παρακολούθηση, σύλληψη. Εν τω μεταξύ, οι αξιωματούχοι που δεν έκαναν ελέγχους, που αψήφησαν τους κανόνες ασφαλείας, που φίμωσαν τον Τύπο—παραμένουν στο απυρόβλητο.

Αυτό δεν ήταν απλώς μια έκρηξη. Ήταν η κατάρρευση μιας ολόκληρης δομής που χρόνια τώρα έθαβε την αλήθεια.

  • Ο Siyavash Shahabi είναι Ιρανός δημοσιογράφος, πολιτικός πρόσφυγας στην Ελλάδα

https://tvxs.gr/news/kosmos/iran-ta-pragmatika-skandala-piso-apo-tin-polynekri-ekrixi/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου