Tvxs Team
Με αφορμή τη μαύρη επέτειο της 21ης Απριλίου, το tvxs αναδημοσιεύει την μαρτυρία του Ρόμπερτ Κήλυ, συμβούλου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την Αντίσταση» (εκδ.Εστία) .
Με αφορμή τη μαύρη επέτειο το Tvxs προσφέρει στους συνδρομητές του το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου «Το λάθος πραξικόπημα» αυτό το σαββατοκύριακο 19-20 Απριλίου.
Το βράδυ πριν από το πραξικόπημα, πήγαμε για δείπνο σε ένα μικρό εστιατόριο του Κολωνακίου, που λεγόταν «Βλαδίμηρος». Το εστιατόριο το είχε ένας Αριστερός και πήγαμε επειδή ήθελα να ρωτήσω τι θα έκανε η ΕΔΑ στις επικείμενες εκλογές. Θα υποστήριζε τους Αριστερούς υποψηφίους τού Ανδρέα στην Ε.Κ.; Ο ιδιοκτήτης του ήταν μία απ’ τις πηγές που χρησιμοποιούσα ως πολιτικό στελέχος της πρεσβείας και ήταν και πολύ αστείος άνθρωπος. «Όχι», μου είπε, «θα κατέβουμε μόνοι μας, δε θα ψηφίσουμε υποψηφίους του Ανδρέα, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε και μετά θα δούμε». Είχα κάνει τη δουλειά μου, πήγα σπίτι μου και κοιμήθηκα.
Ξύπνησα το πρωί και την ώρα που έκανα ντους, ήρθε ο μικρός μου ο γιος και μου είπε: «μπαμπά, σήμερα, δε χρειάζεται να πας στη δουλειά». «Τι; Γιατί;». «Να, τα σχολικά δεν λειτουργούν και όλη η Κηφισίας έχει γεμίσει τανκς». «Τανκς!», του είπα, «προς τα πού πηγαίνουν;» «Πηγαίνουν προς την πόλη». Είπα, «πολύ άσχημα νέα. Πρέπει να φορέσω κανά ρούχο και να πάω στη δουλειά. Αλλά εσύ, μείνε σπίτι. Δε χρειάζεται να πας σχολείο. Καλύτερα να μείνεις σπίτι». «Τέλεια, σπουδαία», είπε.Είχα έρθει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1966 και η κατάσταση ήταν από τότε έκρυθμη. Κυβέρνηση ήταν η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, που ονομαζόταν η κυβέρνηση των Αποστατών. Η κρίση ήταν αποτέλεσμα των γεγονότων του καλοκαιριού του 1965, και ο μοναδικός τρόπος να καταλαγιάσει ήταν να ξαναγίνουν εκλογές. Βρισκόμαστε ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο και το ζήτημα ήταν ποιος θα διενεργήσει τις εκλογές. Θα είναι αυτή η κυβέρνηση; Και αποτάθηκαν στον Κανελλόπουλο, ελπίζοντας να αυξήσουν τις πιθανότητες εκλογής της ΕΡΕ. Αυτό όμως που συνέβαινε υπογείως ήταν ένα σχέδιο κατάληψης της εξουσίας από στρατηγούς που περίμεναν την έγκριση του Βασιλιά. Δεν ήθελαν να κερδίσουν οι Παπανδρέου αλλά όλα έδειχναν ότι η Ενωση Κέντρου θα επέστρεφε στην εξουσία.
Στην πρεσβεία, τώρα, γνωρίζαμε καλά ότι υπήρχαν διεργασίες για πραξικόπημα. Είχαμε καλούς συνδέσμους με ανώτερους αξιωματικούς του στρατού, με το Παλάτι, με τους πολιτικούς της εποχής. Δεν είχαμε καλή επαφή με την Ενωση Κέντρου. Ο πρέσβης μας είχε συναντήσει τον αρχηγό του κόμματος, τον Γεώργιο Παπανδρέου, μόλις δύο φορές, μέσα στους έξι μήνες ως το πραξικόπημα. Αυτό, που μας αιφνιδίασε ήταν ότι τελικώς δεν ανέλαβαν δράση οι στρατηγοί, αλλά οι συνταγματάρχες. Και αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα. Δεν παρακολουθούσαμε τους συνταγματάρχες. Κι αυτό, γιατί είχαμε έναν αξιωματικό στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην Ουάσιγκτον, τον Χαρίλαο Λαγουδάκη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την Ελλάδα. Είχε δέκα ντουλάπες αρχεία για την Ελλάδα, που έφταναν ως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν ήθελα να μάθω κάτι και δεν το ήξερα- και ήταν πολλά αυτά που δεν ήξερα- σήκωνα το τηλέφωνο και του τηλεφωνούσα. Υπήρχαν κάποιες αναφορές για την ομάδα Παπαδόπουλου, την ΕΕΝΑ [ΣτΕ: ΕΕΝΑ, Εθνική Ένωσις Νέων Αξιωματικών]. Σε αυτή συμμετείχαν νεότεροι αξιωματικοί, συνταγματάρχες και πιο κάτω. Παρακολουθούσαμε αυτή την ομάδα για αρκετό καιρό, δεν ξέρω αν είχαν πράκτορα ή σύνδεσμο, δεν ξέρω λεπτομέρειες. Η CIA δεν σου λέει ποτέ πώς παίρνουν τις πληροφορίες τους. Οι αναφορές αυτές, όμως, ξαφνικά σταμάτησαν τον Ιανουάριο. Ο «Τσάρλι», όπως λέγαμε τον Λαγουδάκη, το παρατήρησε αυτό, μου το ανέφερε και το πρόσεξα κι εγώ. Και ρώτησε το αφεντικό του -ήταν στην Αντικατασκοπεία, στον τομέα έρευνας του υπουργείου Εξωτερικών- γιατί δεν μαθαίνουμε τίποτα γι’ αυτή την ομάδα των συνταγματαρχών. Δεν έλαβε ποτέ απάντηση. Υποθέτω ότι μπήκαν σε επιχειρησιακή δράση και διέκοψαν κάθε επαφή, επειδή δεν ήξεραν ποια θα ήταν η στάση των ΗΠΑ, εάν θα τους βοηθούσε η CIA ή θα τους πρόδιδε. Νομίζω ότι αποφάσισαν να μπουν σε «σιωπή ασυρμάτου» για να μην έχουν μπλεξίματα. Καθώς αυτό που έκαναν, ερχόταν σε αντίθεση με την στρατιωτική ιεραρχία και δεν ήταν αυτό που ήθελε ο Βασιλιάς. Γι’ αυτό υποστήκαμε αυτό που ονομάζω «αποτυχία πληροφοριών». Παρακολουθούσαμε τους λάθος ανθρώπους. Και συνεπώς, αιφνιδιαστήκαμε.
- Διαβάστε: 21η Απριλίου / Μαρτυρία του Αμερικανού πρέσβη – Οι συζητήσεις με τον Βασιλιά για το πραξικόπημα
Ξέρω καλά ότι ο σταθμάρχης της CIA, Τζακ Μώρυ (Jack Maury), δεν γνώριζε γι’ αυτή την ομάδα, ποιοι ήταν και ότι θα καταλάμβαναν την εξουσία. Κι αυτό διότι σταμάτησε στο ίδιο τετράγωνο με μένα, το πρωινό του πραξικοπήματος, το πρωί της 21ης Απριλίου, στους Αμπελόκηπους και προσπαθούσε να φτάσει στην πρεσβεία μας. Του εξήγησα ότι βρισκόμουν εκεί ήδη μισή ώρα και ότι ο υπεύθυνος δεν άφηνε κανέναν να περάσει. Του έλεγα: «είμαστε διπλωμάτες, αν έχει γίνει κάποια αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας, πρέπει να πάμε στην πρεσβεία μας και να το αναφέρουμε στην Ουάσιγκτον». Εκείνος έλεγε «όχι», και ότι είχε εντολή να μην αφήσει κανένα να περάσει.
Ο Τζακ Μώρυ γύρισε πίσω στ’ αμάξι του, εκείνος είχε αυτοκίνητο με σοφέρ γιατί ήταν ανώτερος αξιωματούχος, εγώ οδηγούσα μόνος μου το μικρό μου σκαραβαίο. Γύρισε σπίτι του, φόρεσε τη στολή των πεζοναυτών, που είχε απ’ το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κρεμόταν στην ντουλάπα του, επειδή παρατηρήσαμε ότι χαιρετούσαν όλους τους αξιωματικούς και τους άφηναν να περάσουν το μπλόκο. Εγώ βγήκα απ’ το αμάξι μου, περπάτησα στην Αλεξάνδρας και γύρω απ’ το γήπεδο του Παναθηναικού, και έφτασα με τα πόδια.
Όταν ο Μώρυ ήρθε στην πρεσβεία, τον ρώτησα, «ξέρεις κάτι γι’ αυτούς τους συνταγματάρχες;». Τίποτα, δεν είχε ιδέα. Είμαι πεπεισμένος ότι, εάν είχαμε κάποια σχέση εμείς, εκείνος θα το ήξερε. Η CIA δε λειτουργεί έτσι, δεν κρατά τους δικούς της άνδρες στο σκοτάδι, να μην ξέρουν τι θα αντιμετωπίσουν. Ενδεχομένως να υπήρξαν άλλοι που έβλεπαν με συμπάθεια τους συνταγματάρχες, που έκοψαν τις επαφές μαζί τους. Δεν το ξέρω αυτό, δεν κατάφερα ποτέ να το ανακαλύψω. Σίγουρα, όμως, δεν έστησαν αυτοί το πραξικόπημα. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν ότι έγινε συνάντηση των ανώτερων αξιωματικών, των στρατηγών, στην Αθήνα και τους είπαν ότι ο Βασιλιάς δεν έχει δώσει ακόμα την έγκρισή του. «Γυρίστε στις μονάδες σας και θα σας κρατάμε ενήμερους σε εξελίξεις». Εκείνη τη στιγμή, οι συνταγματάρχες αποφάσισαν ότι έπρεπε να χτυπήσουν. Το εκμεταλλεύτηκαν δηλαδή στέλνοντας μηνύματα στους ανώτερους διοικητές, όπου έλεγαν: «ξεκινάμε». Ο Βασιλιάς ήταν δυσαρεστημένος. Χτύπησαν τον υπασπιστή του, τον ταγματάρχη Αρναούτη. Δεν τους γνώριζε αυτούς τους ανθρώπους. Οι Βασιλιάδες δε μιλάνε με συνταγματάρχες, μιλάνε μόνο με στρατηγούς. Ούτε εμείς τους ξέραμε.

Μία απ’ τις δουλειές μου ήταν να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Πήγα στον στρατιωτικό μας ακόλουθο αλλά ούτε κι εκείνοι ήξεραν. Έναν απ’ αυτούς, που δεν ήταν μέλος της αρχικής ομάδας, τον Στυλιανό Παττακό, τον ήξεραν γιατί είχε πάει σε Σχολή της Αμερικής, σε ένα απ’ τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα και μιλούσε λίγα αγγλικά. Οι υπόλοιποι δε μιλούσαν αγγλικά, δεν είχαν έρθει ποτέ στις ΗΠΑ, ήταν κυρίως αξιωματικοί της ΚΥΠ. Δεν μπορούσαν να μου πουν τίποτα γι’ αυτούς. Δυσκολευτήκαμε πολύ να μάθουμε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι επιδιώκουν.
Πάλι τη μέρα πριν το πραξικόπημα μιλούσα με το φίλο μου, Μπρους Λάνσντεϊιλ (Bruce Lansdale), τον υπεύθυνο του Αμερικανικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Βρισκόταν στην Αθήνα για δουλειές με το υπουργείο Γεωργίας. Τον πήγα με το αυτοκίνητο ως το αεροδρόμιο για να μας δοθεί η ευκαιρία να κουβεντιάσουμε. Καθίσαμε και περιμέναμε την πτήση του για Θεσσαλονίκη. Μου είπε ότι μιλώντας με ανθρώπους, επάνω, του είχαν πει ότι θα γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα. Του είπα: «πολύ ενδιαφέρον. Κι εγώ αυτό πιστεύω». Και παρακινημένος απ’ αυτό, καθώς εκείνος μιλούσε με τον κόσμο επάνω, ενώ εγώ μιλούσα με γραφειοκράτες των υπουργείων στην Αθήνα, γύρισα στο γραφείο μου κι έγραψα ένα οκτασέλιδο σημείωμα στο αφεντικό μου και του έλεγα ότι θα γίνει πραξικόπημα. Εγραφα ότι θα γίνει πριν τις εκλογές, όχι μετά. Ας χρησιμοποιήσουμε τη λογική μας. Δεν ήθελαν να γίνουν οι εκλογές, γιατί ήξεραν ποιος θα τις κέρδιζε. Δε θέλουν να ανατρέψουν τις εκλογές, αυτό θα ήταν φοβερό. Θα ήταν κακές δημόσιες σχέσεις. Θα εμποδίσουν, άρα, τη διεξαγωγή των εκλογών. Μπορεί να ξυπνήσουμε μια βδομάδα από τώρα ή δύο και να βρούμε τη στρατιωτική κυβέρνηση, πανέτοιμη, ήδη στην εξουσία! Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να το σταματήσουμε αυτό. Το πραξικόπημα έγινε εκείνο το βράδυ, ώρες αφότου είχα βάλει το σημείωμα στο χρηματοκιβώτιό μου, με σκοπό την επόμενη μέρα, να το παραδώσει η γραμματέας μου. Της το έδωσα, το διάβασε κάποιες μέρες αργότερα, σημείωσε «μεταβιβασθέν» και μου το έστειλε πίσω. Μπαγιάτικα νέα!
Αυτό που είχε συμβεί τις εβδομάδες πριν, ήταν πως ο Βασιλιάς ρώτησε τον Φίλιπς Τάλμποτ, τον πρέσβη, ποια θα ήταν η αντίδραση της κυβέρνησης των ΗΠΑ σε μια εξωκοινοβουλευτική λύση. Στην Ελλάδα, χρησιμοποιούσαμε πάντα αυτούς τους ευφημισμούς, δεν λέγαμε «στρατιωτικό πραξικόπημα», λέγαμε «εξωκοινοβουλευτικό» ή «εξωσυνταγματικό», εννοώντας εκτός κανονικών διαδικασιών. Ο Τάλμποτ απέστειλε το μήνυμα στην Ουάσιγκτον. Τότε, δεν είχα δει την απάντηση, την είδα αργότερα, έχω και αντίγραφό του αρχικού τηλεγραφήματος. Την απάντηση είχε συντάξει ο διπλωμάτης Τζον Όουενς που είχε υπηρετήσει στην πρεσβεία μας στην Ελλάδα. Αφεντικό του ήταν ο Ντάνιελ Μπρούστερ. Στο τηλεγράφημα γράφει: «συνταγμένο απ’ τον Τζον Όουενς, εγκεκριμένο απ’ τον Ντάνιελ Μπρούστερ». Ωστόσο, και ο γραμματέας υφυπουργού είχε υπογράψει κάτι παρόμοιο, κι αυτός ήταν ο Στούαρτ Ρόκγουελ, απ’ το γραφείο για θέματα Εγγύς Ανατολής. Εκείνη την εποχή, Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρος θεωρούνταν τμήματα της Εγγύς Ανατολής.
Δεν έχω αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά νομίζω ότι η τελευταία φράση του τηλεγραφήματος άλλαξε απ’ τον Ρόκγουελ. Παρέθετε αρκετές αιτιάσεις, εξηγώντας γιατί δεν είναι καλή ιδέα. Ήταν μάλλον αρνητική απάντηση. Δεν έγραφε: «δεν πρέπει να το κάνετε, δε σας επιτρέπουμε να το κάνετε». Δεν απαντάς έτσι σ’ έναν Βασιλιά. Παρέθετε, όμως, επιχειρήματα και λόγους για να μην το κάνει. Η τελευταία γραμμή που κατέληγε σε μια πολύ αρνητική φράση, «προσπαθήστε να κάνετε κάτι άλλο», διεγράφη και στη θέση της, στο αρχικό τηλεγράφημα, έγραφαν: «η στάση μας, η αντίδρασή μας θα εξαρτηθεί απ’ τις συνθήκες». Αυτό ήταν το μήνυμα που απεστάλη. Εγώ είδα την απάντηση, δεν είδα το αποσταλέν τηλεγράφημα. Δεν μπορούσα να στείλω, όμως, υπηρεσιακό σημείωμα στο αφεντικό μου, γράφοντας: «ξέρουμε ποιες είναι οι συνθήκες, όλοι ξέρουν πώς έχουν οι συνθήκες. Οι εκλογές έχουν δρομολογηθεί για το Μάιο, ο Παπανδρέου θα τις κερδίσει, οι Στρατηγοί θα κινηθούν. Γιατί δεν λέτε στον Βασιλιά ποια είναι η στάση μας; Αυτό που του λέτε δεν είναι ικανοποιητική απάντηση, δεν του λέει τίποτα, τον αφήνει ξεκρέμαστο».
Το τι συνέβη στη συνάντησή του πρέσβυ μας με τον Βασιλιά, δεν έχω ιδέα. Συνάγω ότι ακολούθησε τις οδηγίες που είχε, δηλαδή ότι πήγε στον Βασιλιά και του είπε: «θα εξαρτηθεί απ’ τις συνθήκες». Κατά την εκτίμησή μου, αυτό δεν ήταν απάντηση, αλλά αυτό του είπαν να απαντήσει. Ο Τάλμποτ ήταν πολύ πειθαρχημένος, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Δεν ήταν διπλωμάτης καριέρας, ακολουθούσε τις οδηγίες τις οποίες δεχόταν. Όταν ζητούσε οδηγίες και τις έπαιρνε, τις ακολουθούσε. Δεν ξέρω ποια ήταν η απάντηση του βασιλιά, πιθανότατα απογοητεύτηκε. Είπε, «είτε είστε μαζί μου είτε εναντίον μου. Ή το παρακωλύετε, ή είστε τόσο αρνητικοί, που ίσως, καλύτερα, να δοκιμάσουμε κάτι άλλο». Δεν το ξέρω και δε θα το μάθουμε, καθώς δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ οι εκλογές.
Εγώ θεωρούσα, λοιπόν, πως οι πραξικοπηματίες δεν πρόκειται να περιμένουν. Διότι θα ήταν χειρότερο να ανατρέψεις εκλογές, που ήδη έχουν γίνει, από το να τις ματαιώσεις με μια κάποια δικαιολογία, λέγοντας π.χ. ότι «η χώρα βρίσκεται σε αναταραχή, σε διχόνοια, επικρατεί πολύ μίσος», πρέπει να περιμένουμε να ηρεμήσουν τα πράγματα και μετά να κάνουμε εκλογές». Και το μοντέλο γι’ αυτό, όλως παραδόξως, προωθούνταν χάρις στην επιρροή της Κέυ Μπράκεν, που είχε υπηρετήσει σε Ελλάδα, Τουρκία, Ιράν, νομίζω και Πακιστάν. Έλεγε πάντα πως ο Ανδρέας είναι ο Μπούτο της Ελλάδας, έκανε τέτοιες συγκρίσεις. Είχε κατά νου πως, ίσως, η κατάσταση να προσομοιάζει με της Τουρκίας, όπου ανέλαβαν οι στρατηγοί όταν απέτυχαν οι πολιτικοί, και κυβέρνησαν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ξανασχεδίασαν το σύνταγμα, έκαναν εκλογές και παρέδωσαν μετά την εξουσία στους πολιτικούς. Και όλα έληξαν ωραία και καλά. Η διαφορά έγκειται στο ότι στην Τουρκία, οι στρατιωτικοί επενέβησαν, για δυο παράγοντες: πρώτον, όταν θεώρησαν ότι καταργούνται οι αρχές του Ατατούρκ, τον οποίο και λατρεύουν. Και δεύτερον, ότι η χώρα προσχωρεί στον ισλαμισμό, ή στην άλλη οδό, στην Αριστερά. Και επενέβησαν προσωρινά. Αυτό μπορούσε να είχε γίνει και στην Ελλάδα. Οι άνθρωποί μας πίστευαν πως μια ενδεχόμενη ανάληψη της εξουσίας απ’ το στρατό δεν θα ήταν τόσο κακή, γιατί θα ήταν προσωρινή, θα διενεργούσαν άλλες εκλογές και θα επιστρέφαμε σε μια δημοκρατική Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι πως οι συνταγματάρχες δεν ήταν σαν τους στρατηγούς της Τουρκίας. Δεν θα αναλάμβαναν την εξουσία, θα ξαναέγραφαν το Σύνταγμα και θα εγκαθιστούσαν εκ νέου τη δημοκρατία. Δεν πίστευαν στη δημοκρατία και έμειναν στην εξουσία για επτά χρόνια.
Αργότερα, έγινα τρομερά δυσάρεστος στους συναδέλφους μου. Έψαξα στην εγκυκλοπαίδεια τη λέξη «φασίστας» και «φασισμός». Και περιέγραφε πλήρως το πρόγραμμα το οποίο εφάρμοζαν. Το κυκλοφόρησα ως υπηρεσιακό σημείωμα, όπου έλεγα, «ξέρετε ποιοι είναι αυτοί οι συνταγματάρχες; Στην πραγματικότητα, είναι φασίστες. Αυτό είναι, αυτό αντιμετωπίζουμε εδώ πέρα. Εκπαιδεύτηκαν στις σχολές Στρατού, υπό το καθεστώς Μεταξά, έτσι διαμορφώθηκαν ως νεαροί αξιωματικοί του Στρατού. Και μάλλον αυτό πιστεύουν ότι κάνουν. Πρέπει να μελετήσουμε τον Μουσολίνι, όχι τον Χίτλερ, εκείνος ήταν άλλο θέμα. Δεν υπάρχουν στοιχεία αντισημιτισμού ή κάτι παρόμοιο. Είναι συλλογική κυβέρνηση, διευθύνεται απ’ το κέντρο, είναι πολύ αυταρχική. Δεν έχουν σκοπό την επανίδρυση της δημοκρατίας. Το αντίθετο. Δεν τους αρέσει η δημοκρατία, η δημοκρατία είναι πολύ περίπλοκη γι’ αυτούς». Δεν τους άρεσε που τους αποκαλούσα «φασίστες» γιατί νιώθουμε μεγάλη φόρτιση στη λέξη «φασισμός».
Αμέσως μετά, στην πρεσβεία προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε «αγγελιαφόρους». Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Πητ Πήτερσον, ο οποίος ήξερε κάποιους απ’ αυτούς, ήταν γενικός πρόξενος και Ελληνοαμερικανός. Το πρόβλημα σε παρόμοιες καταστάσεις είναι πως ο πρέσβης δεν μπορεί να τηλεφωνήσει σε κανένα απ’ τα μέλη της νέας κυβέρνησης. Αυτό θα σήμαινε de facto αναγνώριση. Δεν είχαμε σήμα από Ουάσιγκτον ότι θα αναγνωρίζαμε την κυβέρνηση αυτή. Δεν κάνεις επίσημες επαφές, μέχρι να σου δοθεί έγκριση. Ήταν ερεβώδης κατάσταση. Αρχικά, υπήρχαν φήμες ότι ήταν αριστερό πραξικόπημα των κομμουνιστών, κυκλοφορούσε κάθε λογής φήμη. Μιλήσαμε, όμως, με χαμηλότερα στελέχη, προσπαθήσαμε να μάθουμε ποιοι ήταν οι πραξικοπηματίες, ποιοι οι στόχοι τους. Οι αναφορές που είχαμε τους ήθελαν πολύ υπέρ των Αμερικανών, υπέρ του ΝΑΤΟ, αντικομουνιστές, καλά παιδιά, εκπαιδευμένους στην Αντικατασκοπεία, την οποία είχαμε οργανώσει εμείς, παλιά, κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Μιλώ για την ΚΥΠ, η οποία ήταν στρατιωτική υπηρεσία στην Ελλάδα, ενώ αντίστοιχα, η CIA, στις ΗΠΑ, είναι πολιτική υπηρεσία. Κάποιοι δικοί μας ήξεραν κάποιους απ’ αυτούς και τους παρουσίαζαν ως «εντάξει» ανθρώπους. Δεν ήταν…
Λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα, η πρώτη μας επίσημη επαφή -νομίζω ότι είχαμε πάρει έγκριση γι’ αυτό- ήταν με τον πρωθυπουργό Κόλλια, τον οποίο είχαν διορίσει ως «αχυράνθρωπό» τους. Ο Τζον Ντέι βρισκόταν στην Ουάσιγκτον, προσπαθούσε να μάθει τι θα πρέπει να κάνουμε. Κανονικά, θα συνόδευε τον πρέσβη, ο Ντέι ασχολούνταν συνήθως με την εσωτερική πολιτική, ενώ εγώ με την εξωτερική. Πήγα μαζί και μας συνόδευσε και ο Στήβεν Κάνεγκας, ο οποίος ήταν υπάλληλος στην πρεσβεία μας, για την περίπτωση που είχαμε ανάγκη από διερμηνέα. Δεν ξέραμε τι γλώσσες μιλά ο Κόλλιας. Αποδείχθηκε ότι μιλούσε γερμανικά και ελληνικά, αλλά όχι αγγλικά. Είχε, ωστόσο, τον δικό του διερμηνέα. Εγώ δε βρισκόμουν εκεί, ως διερμηνέας, βρισκόμουν για να κρατώ πρακτικά. Επειδή μιλούσα ελληνικά, ήθελε κάποιον, που να καταλαβαίνει τι λέει ο άνθρωπος και να ελέγχει αν ο διερμηνέας κάνει καλά τη δουλειά του. Συνήθης πρακτική στη διπλωματία.
Κάνεις, σε αυτές τις συναντήσεις, το τυπικό. Ο πρέσβης ζητά διαβεβαιώσεις απ’ τη νέα κυβέρνηση ότι δε θα βλαφθούν Αμερικανοί πολίτες, ότι δεν επιβουλεύονται εμάς ή τις εγκαταστάσεις μας ή τις βάσεις μας ή την πρεσβεία μας. Και ότι θα συνεχίσει την ορθή πρακτική φύλαξης, θα μείνουν οι φρουροί εκεί που βρίσκονται. Αν μπορούμε, βεβαιώνουμε την εδώ κοινότητά μας ότι δε διατρέχουν κανένα κίνδυνο. Είναι συνήθης διαδικασία όταν δεν ξέρεις ποιοι είναι αυτοί και τι σκέφτονται για σένα και την κυβέρνησή σου. Και, πράγματι, έλαβε τις σχετικές διαβεβαιώσεις, ότι «Αγαπάμε την Αμερική, δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας, είμαστε στο ΝΑΤΟ, είμαστε σύμμαχοι», όλα τα σωστά πράγματα, δηλαδή. Ο Κόλλιας του ζήτησε και μια χάρη. Του είπε: «κύριε πρέσβη, υπάρχει μια φήμη ότι ο 6ος στόλος κατευθύνεται προς τη χώρα μας και θα αγκυροβολήσει εδώ, με σκοπό να εκθρονίσει, να ανατρέψει την κυβέρνησή μας». Ο πρέσβης, που ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος, του είπε: «δεν έχω ακούσει καμία τέτοια φήμη. Και είναι τρελό. Ο 6ος αμερικανικός στόλος βρίσκεται μακριά, κάπου στην ανατολική Μεσόγειο, στη δυτική Μεσόγειο, δεν ξέρω πού βρίσκεται. Δεν παρακολουθούμε την πορεία του, αλλά σίγουρα δεν έρχεται εδώ. Αν ερχόταν, εγώ θα το ήξερα. Και σαφέστατα, δεν έρχεται για να εκθρονίσει την κυβέρνησή σας. Σας το βεβαιώνω». Ο Κόλλιας είπε: «το πρόβλημα είναι ότι πολλοί το πιστεύουν αυτό και πηγαίνουν στην ακτή και παρακολουθούν με κυάλια, έτοιμοι να χαιρετίσουν τα πλοία και να τους οδηγήσουν εδώ, στο κοινοβούλιο, να συλλάβουν εμένα και να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Και θα ηρεμούσε τα πνεύματα εάν εκδίδατε μια διάψευση, ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο». Και ο Τάλμποτ πολύ σοφά του είπε: «κοιτάξτε, κυκλοφορούν πολλές φήμες, δεν ξέρετε πόσες. Αυτή τη φήμη δεν την έχω ακούσει, αλλά αν είναι να αρχίσω να διαψεύδω φήμες, θα γίνει ακόμα πιο πιστευτή. Δε νομίζω ότι έτσι πετυχαίνετε το στόχο σας, αντίθετα, νομίζω ότι θα πάνε περισσότεροι στο Φάληρο για να καθοδηγήσουν ως εδώ τους πεζοναύτες». Και τότε ο Κόλλιας του είπε: «δεν έχετε αντίρρηση, όμως, να εκδώσω εγώ διάψευση;» Του απάντησε: «αν είναι να εκδώσετε διάψευση, κάντε το, απλώς μην πείτε ότι το λέω εγώ.». Νομίζω ότι το χειρίστηκε πολύ καλά. Και στην ουσία, αυτό ήταν το τέλος της συνάντησης.
Ο Κόλλιας ήταν πολύ νευρικός. Εγώ συγκρατιόμουν για να μη γελάσω. Γιατί φανταζόμουν τον κόσμο με κυάλια, στην παραλία! Ωραία σκηνή! Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια ή όχι. Επίσης, προς τιμήν του Τάλμποτ είναι το εξής. Εγώ έγραψα το τηλεγράφημα προς την Ουάσιγκτον, πράγμα λογικό. Αυτό κάνει ο γραμματέας, κοιτάζει το υλικό και ο πρέσβης το ελέγχει. Κατέγραψα ολόκληρη τη στιχομυθία, ακριβώς όπως έγινε, επειδή αυτό έδειχνε πως η κυβέρνηση ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Ότι αν θέλαμε να διώξουμε αυτή την κυβέρνηση, το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να στείλουμε τον 6ο στόλο και αυτοί θα εξαφανίζονταν στους λόφους! Ο Τάλμποτ το έστειλε έτσι, χωρίς καμία αλλαγή, ήταν ακριβής καταγραφή. Πήγα, όμως, και του μίλησα. Του είπα, «η αίσθησή μου είναι ότι ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά νευρικός. Μήπως πρέπει να αλλάξουμε το σκηνικό και να επιστρέψουμε την εξουσία στα χέρια του βασιλιά και του πολιτικού κατεστημένου;». Μου απάντησε: «δεν κάνουμε αυτή τη δουλειά! Δεν έχω τέτοιες εντολές». Και αυτό το ανέφερα, αργότερα, σε γράμμα προς τον προϊστάμενό μου. Χρησιμοποίησα μια ατυχή διατύπωση. Έγραψα: «μπορούμε να ανατρέψουμε αυτή την κυβέρνηση, κουνώντας το μικρό μας δαχτυλάκι». Δεν είμαι και πολύ περήφανος για τη διατύπωσή μου, αλλά θεώρησα πως δεν ήταν τόσο εδραιωμένοι, όσο φαινόταν.
Απλώς, θεωρώ ότι τότε μας είχε παρουσιαστεί μια ευκαιρία, αν αυτό ήταν που θέλαμε να κάνουμε. Το αναφέρω γιατί πιστεύω ότι υπήρχαν άλλες επιλογές, αλλά δεν προτιμήθηκαν. Μάλιστα, ο πρέσβης μας, ο Φίλιπς Τάλμποτ, έστειλε στην Ουάσιγκτον τον Τζον Ντέι, έναν απ’ τους συναδέλφους μου, για να μάθει τι συμβαίνει, ποια είναι η πολιτική μας, τι πρέπει να κάνουμε. Έμεινε για λίγο εκεί, μίλησε με κάποιους ανθρώπους και επέστρεψε στην Αθήνα για να μας πει: «κι αυτοί ξέρουν ό,τι και εμείς. Δεν υπάρχει πολιτική. Είμαστε μόνοι μας. Θα τα βγάλουμε πέρα, μέρα με τη μέρα». Δε θέλω να μας δώσω συχωροχάρτι, η στάση μας δεν ήταν η κατάλληλη, κατά την εκτίμησή μου, αλλά προσπαθώ να εξηγήσω ποια ήταν βάση αυτής της στάσης. Επομένως, θα έλεγα πως μια αποτυχία πληροφόρησης ακολουθήθηκε από μια αποτυχία πολιτικής.
Ο Τάλμποτ, όμως, μάλλον είχε δίκιο. Δεν είναι η δουλειά μας ούτε να εγκαθιστούμε τέτοιου τύπου κυβερνήσεις ούτε να τις ανατρέπουμε. Είναι σύμμαχες χώρες. Όχι πως δεν έχουμε κάνει ακατανόητα πράγματα, κατά καιρούς, αλλά δεν ήταν αυτή η ατζέντα μας, εκείνη την εποχή. Αναγκαστήκαμε να ζήσουμε μαζί τους, όσο καλύτερα μπορούσαμε. Όσο για τον Κόλλια, μπορείς να το καταλάβεις όταν κάποιος είναι πολύ νευρικός. Τον είχαν «φορέσει» σ’ αυτή τη θέση, δεν πρέπει να ήταν και πολύ χαρούμενος γι’ αυτό, αλλά μάλλον σκέφτηκε να βοηθήσει την κατάσταση. Ο Βασιλιάς τους εξανάγκασε, ενδεχομένως, να διορίσουν κάποιον πολίτη ως πρωθυπουργό. Το γεγονός είναι πως η κυβέρνησή μας αναγνώρισε την ελληνική κυβέρνηση, επειδή ο Βασιλιάς όρκισε το υπουργικό συμβούλιο. Έχω τη φωτογραφία στους φακέλους μου. Μετά την επιλογή Κόλλια, οι υπόλοιποι ήταν, στην πλειονότητά τους, στρατιωτικοί. Αλλά ο Βασιλιάς βρισκόταν εκεί και τους όρκισε. Ήταν συνταγματικά νόμιμοι. Έτσι ορίζονται οι κυβερνήσεις.
Το Νοέμβριο [1967], είχα μια συνάντηση με τον Γεώργιο Μαύρο. Ήταν κατ’ απαίτηση του Μαύρου, κι έγινε μέσω του Μιχάλη Χούτου και του Αργύρη Χούτου. Ο Αργύρης ήταν της οικογένειας του Παύλου Ζάννα. Ο αδελφός της γυναίκας του ήταν ο Παύλος Ζάννας. Ήταν παντρεμένος με την μητέρα του Σαμαρά, του σημερινού πολιτικού. Τους ξέραμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ήταν φίλοι των γονιών μας. Και μεγάλωσα με τον Παύλο και τον Αργύρη. Και ο Παύλος ήταν μαζί μας στα «λυκόπουλα». Είχαμε μια μικρή ομάδα λυκόπουλα, όπως είναι οι πρόσκοποι. Νομίζω ότι ήταν ο Μιχάλης που μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι ο Γεώργιος Μαύρος θέλει να μιλήσει με κάποιον απ’ την πρεσβεία. Πήγα, ήρθε μαζί και η γυναίκα μου. Πρέπει να ήταν δυο, τρεις εβδομάδες, πριν τις 13 Δεκεμβρίου, όταν έγινε το αντί-πραξικόπημα του βασιλιά. Με ενημέρωσε ότι υπήρχε σχεδιασμός για αντί-πραξικόπημα και ότι ο βασιλιάς είχε την συμφωνία, την υποστήριξη κορυφαίων της πολιτικής, του Γεωργίου Παπανδρέου, του Κανελλόπουλου, δεν ξέρω και ποιου άλλου. Υπήρχαν κι άλλες προσωπικότητες, και στην ουσία μού έλεγε πως θα ήθελαν την υποστήριξη της αμερικανικής πρεσβείας. Δεν μου έδωσε πολλές επιχειρησιακές λεπτομέρειες, απλώς ότι ο Βασιλιάς αποφάσισε πως η κατάσταση δε λειτουργεί και πως πρέπει να γίνει αλλαγή της κυβέρνησης. Και ότι θα το αναλάβει ο ίδιος και έχει την υποστήριξη όλου του πολιτικού φάσματος, ή του μεγαλύτερού του τμήματος. Η ιδέα ήταν η διακυβέρνηση να παραδοθεί στους στρατηγούς, όχι στους πολιτικούς, κατά το τουρκικό μοντέλο, για κάποιους μήνες, έως ότου ετοιμάσουν το τοπίο για εκλογές.
Κατέγραψα όλη την πρόταση, την παρέδωσα στον πρέσβη, μέσω του προϊσταμένου μου, του πολιτικού πρόξενου. Το ενδιαφέρον ήταν πως μου είχαν δώσει ως ημερομηνία, τη 13η Δεκεμβρίου. Ρώτησα γιατί στις 13; Και μου είπαν γιατί είναι ο τυχερός αριθμός του Βασιλιά. Είτε είχε γεννηθεί στις 13, ή είχε γίνει βασιλιάς στις 13. Είναι μεταφυσικό, είναι καλή μέρα γι’ αυτόν. Είναι σαν τη μέρα που αλώθηκε η Πόλη. Ο αριθμός παίζει μεγάλο ρόλο, είτε κάνεις κάτι εκείνη τη μέρα, είτε δεν κάνεις. Υπήρχε, λοιπόν, ημερομηνία. Κι αυτό το θεώρησα παράξενο. Να έχεις ορίσει ημερομηνία από τόσο νωρίτερα; Πόσοι ακόμα το ήξεραν; Και το έβαλα στην αναφορά μου. Δεν κάναμε τίποτα, εξ όσων ξέρω. Δεν ξέρω γιατί. Μήπως δεν σεβάστηκαν τον Μαύρο; Ο Μαύρος ήταν η κεντρική πολιτική φυσιογνωμία της Ε.Κ., εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν στη φυλακή, ή σε κατ’ οίκον περιορισμό, κυκλοφορούσε ελεύθερος κι είχε αναλάβει, κατά κάποιον τρόπο, την ηγεσία του κόμματος. Και γι’ αυτό ήταν ο αγγελιαφόρος. Γιατί ήθελε εμένα; Γιατί ήξερε την οικογένεια Χούτου, κι αυτοί γνώριζαν εμένα. Θεώρησαν ότι θα ήταν ασφαλής οδός, ήταν σε χαμηλό επίπεδο, δεν θα χρειαζόταν να καλέσει τον ίδιο τον πρέσβη. Το αγνοήσαμε. Και τη μέρα του πραξικοπήματος, όταν γύρισα στην πρεσβεία, μου είπε ο πρέσβυς: «θυμάσαι το σημείωμα, που μου είχες δώσει; Είχε τη σημερινή ημερομηνία, επάνω, 13 Δεκεμβρίου». Του απάντησα: «σωστά». Μου είπε: «αν το ήξερες εσύ, εγώ και ο Μαύρος, τότε θα το ήξεραν και οι συνταγματάρχες». «Φυσικά», του είπα, «προφανώς». «Και έχει τη σημερινή ημερομηνία, 13 Δεκεμβρίου», μου είπε. Προφανώς, παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα διαφόρων πολιτικών που είχαν συμφωνήσει στο θέμα. Τα ήξεραν όλα. Παρακολουθούσαν τον Βασιλιά, πράγμα, που τον ενόχλησε πολύ, όταν το έμαθε. Αν, όμως, ήσουν στην Αντικατασκοπία, όπως ήταν αυτοί, δε σου ήταν δύσκολο να παρακολουθήσεις ένα τηλέφωνο, ακόμα κι αν αυτό είναι του Βασιλιά.

Ως πρεσβεία, είχαμε αρκετές επαφές με τον Βασιλιά. Φυσικά, ο πρέσβης, ο σταθμάρχης της CIA, Τζακ Μώρυ τον συναντούσε και υπήρχε κι ένας νεαρός αξιωματικός, δεν ξέρω, νομίζω αντισυνταγματάρχης, που έπαιζε τένις με τον Βασιλιά. Και ήταν προσωπικός του φίλος, γιατί αθλούνταν συχνά μαζί. Δεν τον χρησιμοποιήσαμε πάρα πολύ, ωστόσο, εάν ήθελες να περάσεις κάποιο μήνυμα στον Βασιλιά ιδιωτικώς, χωρίς χρήση πρωτοκόλλου (να κλείσεις ραντεβού και να έχεις έξι βοηθούς τριγύρω), το έκανες μέσω του τένις. Την προηγουμένη του κινήματος του Βασιλιά, ο Τάλμποτ τον είχε συναντήσει,, και ο Βασιλιάς του είχε πει: «μπορείτε να έρθετε να με δείτε, αύριο, στο Τατόι νωρίς το πρωί;» Και ο πρέσβης του είπε: «ναι, φυσικά.Γιατι;». «Θα το μάθετε». Πήγε νωρίς , λοιπόν, και επέστρεψε μετά στην πρεσβεία. Στη συνάντηση προσωπικού, μας είπε ότι ήταν καθ’ οδό ένα αντι-πραξικόπημα του βασιλιά, ότι ο Βασιλιάς πετούσε για Λάρισα απ’ όπου θα έκανε διάγγελμα στο λαό, και ότι θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη για να κάνει αποδεκτή την παραίτηση της κυβέρνησης Κόλλια. Το πρωινό περνούσε και είχαμε αντικρουόμενες αναφορές για τις εξελίξεις. Και σκέφτονταν να στείλουν αυτό τον αντισυνταγματάρχη, που έπαιζε τένις με τον βασιληά, στη Λάρισα ή στη Θεσσαλονίκη, οδικώς, για να μάθει την πρόοδο του πραξικοπήματος και ό,τι άλλο συνέβαινε. Η λύση αυτή δεν προτιμήθηκε, επειδή ήταν γνωστή φυσιογνωμία και δε θα μπορούσε να περάσει τα μπλόκα. Και προσφέρθηκα να το κάνω εγώ. Μιλάμε για αργά το απόγευμα, πλέον. Είχα τον σκαραβαίο χωρίς διπλωματικές πινακίδες, είχα και μια Citroën με διπλωματικές πινακίδες. Το είχα για δυο λόγους, ο πρώτος είναι για να μην ξέρει ο κόσμος ότι ήταν διπλωματικό αυτοκίνητο των ΗΠΑ και ο δεύτερος, για να το παρκάρω στο πεζοδρόμιο, πράγμα που συνηθίζεται στην Αθήνα. Πήγαινα να δω τον Γιώργο Σεφέρη και πάρκαρα δυο τετράγωνα πιο μακριά γιατί ο ίδιος δεν ήθελε να ξέρουν πως μιλά με ανθρώπους της αμερικανικής πρεσβείας. «Μα, κανείς δεν ξέρει το σκαραβαίο μου», του έλεγα. «Δεν έχει σημασία», μου έλεγε, «να το αφήνεις μακριά». Εν πάσει περιπτώσει, πίστευαν ότι μπορούσα να περάσω με το μικρό μου, μη-διπλωματικό αυτοκινητάκι και κανείς να μη μάθει ποιος είμαι, ώστε να αποκαταστήσω επαφή. Αργά το απόγευμα, ο Τάλμποτ μού είπε να πάω σπίτι μου, να κοιμηθώ και να ξεκινήσω νωρίς το επόμενο πρωί. «Το πρωί, τηλεφώνησε στην πρεσβεία και θα σου πούμε πού βρίσκεται ο Βασιλιάς». Έτσι έγινε. Τηλεφώνησα στην πρεσβεία και μου είπαν ότι ο Βασιλιάς είναι στη Ρώμη. Άκυρο, το ταξίδι! «Ευχαριστώ πολύ, χάρηκα» και ξανακοιμήθηκα.
Οι πραξικοπηματίες το γνώριζαν και είχαν προετοιμάσει ήδη την αντίδρασή τους. Είχαν τοποθετήσει μέλη της ομάδας τους σε μονάδες-κλειδιά του στρατού, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Και ενώ τμήμα του σχεδίου ήταν οι στρατηγοί, που ήταν ακόμα επικεφαλής των μονάδων, να συλλάβουν τους πραξικοπηματίες, έγινε το αντίστροφο. Συνέλαβαν τον στρατηγό και ανέλαβαν τη διοίκηση της μονάδας. Κάποιες φορές άτομα σε υψηλές θέσεις πιστεύουν ότι μπορούν να δώσουν απλώς μια διαταγή κι όλα να πραγματοποιηθούν. «Κάνω ένα διάγγελμα από το ραδιόφωνο, και πρέπει όλοι να το στηρίξετε, ακόμα κι αυτοί, που διώχνω, που διέπραξαν εσχάτη προδοσία και που θα δικαστούν. Θα χαιρετήσουν στρατιωτικά, θα πουν ‘μάλιστα, πολύ καλώς, όπως πείτε’». Δεν γίνεται έτσι, όμως. Είναι ζητήματα ζωής ή θανάτου αυτά. Έφυγε εξόριστος, έκαναν δημοψήφισμα και έχασε το θρόνο του.
Η στάση της πρεσβείας και της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς την Ελλάδα άλλαξε προς το θετικότερο μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, τον Ιούνιο του 1967, όταν προσφέρθηκαν διευκολύνσεις απ’ τον Παττακό για τους Αμερικανούς πολίτες οι οποίοι προέρχονταν απ’ τη Μέση Ανατολή. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν πολύ εξυπηρετική.
Ως το Σεπτέμβριο, οι σχέσεις μας είχαν βελτιωθεί, είχε γίνει η γνωστή και συνηθισμένη κατάσταση. Ήρθε στην Ελλάδα το αεροπλανοφόρο FDR σε κανονική επίσκεψη, ως τμήμα του 6ου Στόλου, υποθέτω. Και δεν ξέρω ποιος το κανόνισε, αλλά ο Παπαδόπουλος και η υπόλοιπη ηγεσία πήγαν και έφαγαν με τον Ναύαρχο. Κυκλοφόρησε σ’ όλες τις εφημερίδες. Το βρήκα υπερβολικό, αλλά σίγουρα, έστελναν το μήνυμα: «συνεχίζουμε κανονικά τις δουλειές μας. Σας συμπεριφερόμαστε ως μια κανονική κυβέρνηση χώρας-μέλους της Συμμαχίας». Και βέβαια στην Αθήνα , το χρησιμοποίησαν δεόντως. Και οι σχέσεις θερμάνθηκαν πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια της προεδρίας Νίξον και Άγκνιου. Εγώ ήμουν ακόμα στην Ελλάδα, τότε, αλλά ο Τάλμποτ παραιτήθηκε μετά τις εκλογές του 1968, που έφεραν στην εξουσία τον Νίξον.
Ο [Χένρυ] Τάσκα ήρθε, περίπου, τον Ιανουάριο του 1970, ως πρώτος πρέσβης του Νίξον. Ήταν ενδιαφέρουσα η εμπειρία μαζί του, επειδή ήμουν ο μόνος στην πρεσβεία που τον ήξερε από πριν. Ήδη, εγώ ένιωθα τόση απογοήτευση, ήθελα να τελειώσει η θητεία μου και να φύγω, πράγμα, που έγινε τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του 1970. Με πήρε υπό την προστασία τσου, με πήρε μαζί του σ’ όλες τις επισκέψεις του. Δεν μιλούσε ούτε αυτός ελληνικά. Χρειαζόταν διερμηνέα και γραμματέα. Προσπάθησα να τον βοηθήσω, προσπάθησα να του πω ότι η πολιτική μας ήταν λάθος, ότι είχαμε διαπράξει ένα τρομερό σφάλμα κλπ. Στο τέλος, απηύδησε μαζί μου και μου είπε: «δεν καταλαβαίνεις την Ουάσιγκτον. Είμαι ο πρέσβης του Προέδρου, εδώ. Έχει μια συγκεκριμένη πολιτική γι’ αυτή τη χώρα και αυτό το καθεστώς. Εσύ είσαι αξιωματούχος του υπουργείο Εξωτερικών. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει τη δική του πολιτική που δεν είναι και τόσο φιλικά διακείμενη προς αυτό το καθεστώς. Εγώ βρίσκομαι εδώ εκπροσωπώντας τον Πρόεδρο, και αυτή είναι η πολιτική μου. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσεις να την πολεμήσεις, δεν μπορείς. Παίρνω τις εντολές μου απ’ τον Πρόεδρο Νίξον, όχι απ’ τον υπουργό Εξωτερικό, [Ουίλιαμ] Ρότζερς [1969-73]». Ήταν μεγάλη αποκάλυψη για μένα. Κι αποφάσισα, λίγο σαν τον Μπρέιντι Κίσλινγκ, ότι δεν άντεχα άλλο. Είπα, «Παρότι είναι πολύ καλός μαζί μου, με βοηθά και με παρακαλά να μείνω. Αλλά, τέσσερα χρόνια φτάνουν. Πρέπει να προχωρήσω, να κάνω κάτι άλλο». Ήταν ηθικός άνθρωπος, όμως, δε συμφωνούσα και τόσο μαζί του στα πολιτικά, ήμασταν πια ασύμβατοι. Είχε και κάποιες παράξενες εμμονές. Ήταν Ιταλός στην καταγωγή.
Είχε υπηρετήσει στην Ιταλία, στο Πρόγραμμα Βοήθειας, στο πρόγραμμα Μάρσαλ. Ήταν οικονομολόγος, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Πολύ έξυπνος. Αλλά του είχε καρφωθεί στο κεφάλι πως η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα παίζει τον ίδιο ρόλο με την Καθολική Εκκλησία στην Ιταλία. Πράγμα αναληθές. Όποιος ξέρει την Ελλάδα, θα γελούσε μ’ αυτή την άποψη. Όπου και να πήγαινε, καλούσε μαζί και τον μητροπολίτη, ή τον πατριάρχη. Ό,τι και να γινόταν, παίρναμε μαζί κι ένα άτομο απ’ την Εκκλησία. Τον φέρναμε σε δύσκολη θέση γιατί ο καημένος ο παπάς έλεγε: «δεν ανακατεύομαι με τα πολιτικά. Μου λέτε τόσα πράγματα, ότι η κυβέρνηση κάνει ετούτο ή εκείνο αλλά εγώ είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας». Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους του ότι δεν ήταν σαν την Ιταλία. Στην αρχή, πήγαινα με τα νερά του, αλλά μετά του έλεγα: «είδατε;» Και μου απαντούσε: «οι άνθρωποι της Εκκλησίας μοιάζουν απρόθυμοι να μιλήσουν για τα τεκναινόμενα στη χώρα». Του απαντούσα: «η Εκκλησία έχει πιο “λεπτό” ρόλο, εδώ στην Ελλάδα. Δεν αναμειγνύονται στην πολιτική κατάσταση. Η Ιταλία είναι άλλο θέμα. Μπορεί να κυριαρχούν επειδή είναι η μοναδική θρησκεία, ωστόσο, δεν παίζουν αντίστοιχο ρόλο μ’ αυτόν του Βατικανού». Εν πάσει περιπτώσει, όταν καρφωθεί στο μυαλό ενός ανθρώπου ότι κάτι είναι αλήθεια, είναι αλήθεια! Και είχαμε συναντήσεις με πολλούς παπάδες!
Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του Βασιλιά, ο κύριος ρόλος μου ήταν να προσπαθώ να διατηρώ επαφές με ανθρώπους της Αντιπολίτευσης. Δηλαδή, τους πολιτικούς του προηγούμενου καθεστώτος. Ανέπτυξα κάποιες πολύ καλές επαφές με άτομα, αλλά τους έστελναν συνεχώς στην εξορία ή τους είχαν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου ήταν καλός μου σύνδεσμος.
Πήγαινα και έβλεπα τον Σεφέρη, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Με είχε πάει και με είχε συστήσει ο αδελφός μου, προτού φύγει, εκείνη την πρώτη χρονιά. Ο Σεφέρης είχε διατελέσει πρέσβης στο Λονδίνο και στη Συρία και είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κύπρο. Δεν μιλούσε με τους πρέσβεις της Αγγλίας. Έλεγε πως είχε πάρει σύνταξη, αλλά στην ουσία, δεν ήθελε καμία επαφή μαζί τους. Ήθελε, όμως, να μαθαίνει τι γίνεται. Τον ενδιέφερε κυρίως η Κύπρος, που ήταν δική μου ευθύνη στην πρεσβεία. Μιλούσαμε για διάφορα θέματα, καταλήξαμε να γίνουμε καλοί φίλοι. Δυστυχώς, πέθανε λίγο μετά την αναχώρησή μου απ’ την Ελλάδα.
Ένα ωραίο ανέκδοτο. Η Ελένη Βλάχου είχε έναν σύζυγο που ήταν απόστρατος του Ναυτικού. Λούνδρας, λεγόταν. Τον συνέλαβαν γιατί είχε το υπηρεσιακό του πιστόλι, που το φύλαγε σε ένα συρτάρι, στο σπίτι του. Τον φώναξαν στο αστυνομικό τμήμα και του πήραν το όπλο του. Έπεσε πολύ γέλιο με το περιστατικό. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά την επόμενη φορά, που είδα τον Σεφέρη, άνοιξε το συρτάρι του και έβγαλε ένα πιστόλι. Το ακούμπησε στο γραφείο μαζί μ’ ένα κουτί σφαίρες για το πιστόλι. Και μου είπε: «πηγαίνεις ακόμα βόλτα με το ιστιοφόρο σου;» «Ναι», του είπα, «κάθε σαββατοκύριακο. Έχω ωραίο ιστιοφόρο, 30 πόδια. Παίρνω την οικογένεια, τους φίλους». «Την επόμενη φορά, που θα πας», μου είπε, «πήγαινε στα βαθιά και ρίξε μέσα το πιστόλι και τις σφαίρες». «Γιατί», του είπα, «μου φαίνεται μια χαρά πιστόλι». «Δεν άκουσες τι έπαθε ο Λούνδρας;» «Γιατί έχετε πιστόλι, κύριε Σεφέρη;» Ήμουν πάντα πολύ τυπικός μαζί του. «Ήμουν στη Δαμασκό, ήμουν διπλωμάτης εκεί. Μια μέρα, μού έστειλαν στην πρεσβεία ένα δέμα, ένα πιστόλι και σφαίρες, για να με προστατέψουν, γιατί είχε τρομοκράτες, εκεί. Υποτίθεται ότι θα το χρησιμοποιούσα εναντίον των τρομοκρατών. Με τρομάζουν τα όπλα και δεν ήξερα τι να κάνω. Το κράτησα, όταν αποσύρθηκα, και το έχω ακόμα. Ιδού. Και τώρα θέλω να το ξεφορτωθώ». «Εντάξει», του είπα, «θα το κάνω». Πήρα το όπλο και τις σφαίρες, τα έβαλα σ’ ένα κουτί και μέσα στην ντουλάπα μου. Δεν τα πέταξα στη θάλασσα. Και αργότερα, όταν ο αδελφός μου έκανε μια έκθεση για τον Σεφέρη, τις επιστολές, τη σχέση τους και τις μεταφράσεις, έγιναν έκθεμα στο Πρίνστον, μαζί με το αμυντικό σύστημα του Σεφέρη! Δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα, μάλλον το έχει ο αδελφός μου. Ήταν ένα μικρό εξάσφαιρο, σαν αυτό των καουμπόηδων.
Θυμάμαι και τη δήλωση του Σεφέρη κατά της χούντας [28 Μαρτίου 1969] γιατί τη δούλεψα μαζί του. Όχι ότι συνεισέφερα στο κείμενο, αλλά ήθελε να το κάνει στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά, νομίζω και στα γερμανικά. Και ήθελε να μεταδοθεί απ’ την Deutche Welle, το BBC και τη Φωνή της Αμερικής. Μου διάβασε την αγγλική βερσιόν. Τα αγγλικά του ήταν σαν τα δικά μου, μην πω και καλύτερα. Τα γαλλικά του σίγουρα καλύτερα απ’ τα δικά μου. Μου το διάβασε, μάλλον γιατί ήθελε κάποιο σχόλιο. Του είπα ότι αυτή η φράση «σας το λέω χωρίς φόβο και χωρίς πάθος» δεν ακούγεται καλά στα αγγλικά. Μου είπε ότι είναι μετάφραση μιας ιδιαίτερης ελληνικής έκφρασης. Είπα, «Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη “pathos”, στ’ αγγλικά, όμως, δε σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το “fear” είναι εντάξει, αλλά το pathos όχι. Το λέτε με πάθος ή χωρίς πάθος. Και μου λέει στο τέλος, «θες να γίνεις ο μεταφραστής μου;». «Όχι, απλώς προσπαθώ να βοηθήσω. Δεν ακούγεται και πολύ καλό, αλλά αφήστε το, ως έχει. Aν ρωτήσει κανείς, θα πούμε ότι είναι μεταφρασμένο απ’ τα ελληνικά». Ήταν διάσημη δήλωση και βασανίστηκε πολύ για να τη βγάλει. Μου έδωσε ένα αντίγραφο και το έστειλα στην Ουάσιγκτον, αμέσως, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έστειλα κι ένα συνοδευτικό σημείωμα, όπου εξηγούσα την πορεία του, ότι είχε έρθει στις ΗΠΑ, είχε κάνει διαλέξεις για την ποίησή του με τον αδελφό μου (ο αδελφός μου τον είχε μεταφράσει στα αγγλικά), είχε μιλήσει στην YMSA στη Νέα Υόρκη, στην Εβραϊκή Ένωση και πολλές άλλες οργανώσεις, ήταν εταίρος στο Institute of Advanced Studies του Πρίνστον, εκείνο το καλοκαίρι. Και σε αυτή την επίσκεψη, κάποιοι Έλληνες φοιτητές τον κυνηγούσαν και του έλεγαν, «γιατί δε μιλήσατε [εναντίον της δικτατορίας». Η απάντησή του ήταν: «εδώ είμαι σε μια ελεύθερη χώρα. Οι συμπολίτες μου δεν μπορούν να μιλήσουν στην Ελλάδα. Δε θεωρώ δίκαιο να εκμεταλλευτώ την απόδρασή μου στην ελευθερία, εδώ, ενώ εκεί δεν μπορούν να μιλήσουν». Το εξηγούσε με πλάγιο τρόπο. Η σιωπή του τον βασάνιζε. Αργότερα, η γυναίκα του μού είπε ότι είχε πέσει σε κατάθλιψη γι’ αυτό. Και αποφάσισε πως, όταν θα γύριζε στην Ελλάδα, τότε θα μιλούσε. Κι έτσι θα λυθεί το πρόβλημα. «Δεν θα εκμεταλλευτώ το ότι βρίσκομαι στις ΗΠΑ για να το κάνω. Θα το κάνω στην Ελλάδα».
Ετοίμασε τη δήλωση και τη μοίρασε, μεταδόθηκε και την άκουσε πολύς κόσμος. Μού είπε, γιατί είχε το τηλέφωνό μου στην πρεσβεία: «θα σου τηλεφωνήσω, αργότερα, για να μάθω αντιδράσεις». Περίμενε ότι θα τον συνελάμβαναν και θα τον έστελναν σε νησί. Του είχα πει: «δε θα σας αγγίξουν. Είστε πολύ γνωστός». Και μου είχε πει: «δεν ξέρεις εσύ, εγώ τον ξέρω το λαό μου». Και διαφωνήσαμε, μάλιστα. Λίγες ώρες αργότερα, μου τηλεφωνούν και ήταν στου Φλόκα ή στο Zonar’s, προσπαθώ να θυμηθώ, κι έκαναν πάρτυy, εκεί. Όλοι του οι φίλοι ήταν εκεί, η γυναίκα του και το γιόρταζαν. Και γελούσαν και γλεντούσαν. Του είπα: «ώστε δε σας συνέλαβαν». «Όχι, όχι, αλλά όταν γυρίσω σπίτι, μάλλον θα με συλλάβουν. Το γλεντώ όσο μπορώ ακόμα». Και πήγε σπίτι του. Την επόμενη φορά που τον είδα, ήταν λίγες μέρες αργότερα. Ήταν πολύ αστείος. «Με επεσκέφθη η αστυνομία, από το τμήμα της περιοχής μου. Μου χτύπησαν την πόρτα και μου είπαν, «είστε ο κύριος Σεφεριάδης;». «Ναι, είμαι ο κύριος Σεφεριάδης. Περάστε, καθίστε». Του έδωσαν ένα έντυπο και συμπλήρωσε το όνομά του (Γεώργιος), τον τόπο γέννησης, (Σμύρνη), ημερομηνία γέννησης, επάγγελμα (πρώην διπλωμάτης, πρώην πρέσβης). Και ο αστυνομικός του είπε: «μαθαίνουμε ότι κάματε μια δήλωση». «Πράγματι», του απάντησε και του έδωσε ένα αντίγραφο. Το πήρε και τον ρώτησε γιατί έκανε τη δήλωση. «Την έκανα», του απάντησε, «γιατί αυτό πιστεύω. Εσείς δε θα λέγατε αυτό, που πιστεύετε;» Και σηκώθηκε εκείνος και ξαναγύρισε στο τμήμα. Αυτή ήταν όλη κι όλη η αντίδραση της κυβέρνησης. Τελεία και παύλα.
Η Μάργκαρετ [Παπανδρέου] με προσέγγισε για πρώτη φορά, μέσω ενός ουδέτερου, ενός φίλου επειδή ήθελε να ξαναλειτουργήσει το τηλέφωνό της και πίστευε ότι, ίσως, η πρεσβεία να μπορεί να μεσολαβήσει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν στις φυλακές Αβέρωφ. Η Μάρκγκαρετ ήλπιζε να λάβει επιστολές διαμαρτυρίας, μέσω της διπλωματικής αλληλογραφίας, από οικονομολόγους σαν τον Γκαλμπρέιθ, ή τον Γουώλτερ Χέλερ άνθρωποι, που ήταν φίλοι του συζύγου της, ακαδημαϊκοί. Αλλά δεν γινόταν γιατί δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η διπλωματική αλληλογραφία από πολίτες. Η πρεσβεία δεν της φερόταν και πολύ καλά. Και μίλησα με κάποιους ανθρώπους και, νομίζω ότι καταφέραμε να ξαναλειτουργήσει το τηλέφωνό της. Δεχόταν τα τηλεφωνήματα όλων αυτών των ανθρώπων απ’ τις ΗΠΑ, που ρωτούσαν τι μπορούσαν να κάνουν αν ήθελε να πιέσουν την κυβέρνηση. Υπήρχαν φήμες που ήθελαν τον Ανδρέα να δικάζεται και να εκτελείται ή να δολοφονείται, υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του. Εκείνη την εποχή, ο Πρόεδρος Τζόνσον έκανε ένα σχόλιο, ότι είχε λάβει περισσότερα τηλεφωνήματα από τους οικονομολόγους για μη οικονομικά ζητήματα από ποτέ άλλοτε και ότι όλα αφορούσαν έναν τύπο στην Ελλάδα. Δεν ήταν παράξενο καθώς ήξεραν τον Τζόνσον, ήταν για πολλά χρόνια γερουσιαστής και φίλος τους. Ρωτήσαμε για την κατάστασή του και εκφράσαμε τις ανησυχίες μας. Η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του ήταν ακόμα Αμερικανοί πολίτες. Εκείνος είχε χάσει την υπηκοότητα, όταν μπήκε στην ελληνική βουλή και την κυβέρνηση, πράγμα λογικό. Δεν ασχολούμασταν πλέον μαζί του σα να επρόκειτο για Αμερικανό πολίτη. Ωστόσο, προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε την Μάργκαρετ με διάφορους τρόπους, ειδικά η γυναίκα μου. Και είχαμε και κάποια μπλεξίματα, λόγω αυτού. Γιατί πήγαινε και πάρκαρε το αυτοκίνητό της με τις διπλωματικές πινακίδες, έξω απ’ το σπίτι της, νομίζω στο Ψυχικό ήταν. Και καταγραφόταν αυτό στην αστυνομική αναφορά και ο υπεύθυνος της CIA έβλεπε την αναφορά και τη ρωτούσε, «Τι ήθελες παρκαρισμένη έξω απ’ το σπίτι του Παπανδρέου;» Κι η γυναίκα μου έλεγε: «Γιατί; Απαγορεύεται; Μάλλον, θα πήγαινα κάτι στην κυρία Παπανδρέου».
Ένα απ’ αυτά που την απασχολούσαν ήταν η διανοητική κατάσταση του άντρα της. Δεν μπορούσε να διαβάσει τίποτα για πολιτική, οικονομικά, κομμουνισμό, εφημερίδες. Και έψαχνε απεγνωσμένα για βιβλία τα οποία θα ενέκριναν οι Αρχές της φυλακής. Έψαχνε συνέχεια τη βιβλιοθήκη. Στο δικό μας σπίτι, έψαξε τη δική μου βιβλιοθήκη, για βιβλία, που δεν είχε ο Ανδρέας. Το πολύ αστείο ήταν που της είχαν απαγορέψει το The Theory of the Leisure Class του Θορστάιν Βέμπλεν, τη διάσημη κοινωνιολογική κριτική του οικονομολόγου. Ένα κλασικό, πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Το θεώρησαν πολύ ακραίο. Την εξυπηρετούσαμε σε διάφορα και την ενημέρωνα όσο ήξερα για την κατάσταση του Ανδρέα. Και μίλησα με τον προϊστάμενό μου. Τους ενδιέφερε πάρα πολύ το τι μαθαίναμε για την κατάσταση της οικογένειας και την κατάσταση του Ανδρέα και του ηθικού του, αλλά δεν ήθελαν να ερχόμαστε σ’ επαφή μαζί τους. Μας έλεγαν, «μην έρχεστε εσείς σ’ επαφή μαζί τους, μόνο όταν έρχονται αυτοί σ’ επαφή μαζί σας». Ήταν λίγο δύσκολο. Ωστόσο, εμείς το κάναμε. Και τι έγινε, λοιπόν; Είχαμε πάει ταξίδι στην Αυστρία για σκι. Προσωπικά, δεν κάνω σκι, αλλά παρακολουθούσα την υπόλοιπη παρέα που έκανε. Βλέπαμε τηλεόραση και είδαμε -ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων- τον Ανδρέα να γυρίζει σπίτι του και να τον υποδέχεται η οικογένειά του. Και χαρήκαμε πάρα πολύ γιατί, πριν απ’ αυτό, η γυναίκα μου είχε πάει στο αμερικανικό κατάστημα και τους πήρε μια μεγάλη, αμερικανική γαλοπούλα και τους την έστειλε σπίτι. Στη Μάργκαρετ. Για να κάνουν κλασικά, αμερικανικά Χριστούγεννα με γαλοπούλα. Και τους φανταζόμασταν να έχουν μαζευτεί, να τρώνε τη γαλοπούλα και να νιώθουν Αμερικανοί.
Όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, μας ζήτησε να πάμε για δείπνο, σπίτι τους. Καθίσαμε ώρες, τέσσερις-πέντε ώρες και ακούγαμε την ιστορία της ζωής του, για τη φυλακή κλπ. Ήταν πολύ συναρπαστικός. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Μέχρι που επέστρεψα ως πρέσβης και του τηλεφώνησα ως πρωθυπουργό. Καταλαβαίνω ότι αυτό δε συνηθίζεται σήμερα, οι πρέσβεις δε βλέπουν τους πρωθυπουργούς. Μιλούν με τους υπουργούς Εξωτερικών και άλλους. Μου φέρθηκε πολύ καλά γιατί είχα φροντίσει την οικογένειά του και η οικογένειά του ήταν πολύ σημαντική για εκείνον. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό άλλαξε τη στάση ή την πολιτική του, αλλά έκανε σαφώς ευκολότερη την προσέγγισή του.
Όσοι και όσες είναι συνδρομητές(τριες) και όσοι εγγραφούν θα μπορούν να παρακολουθήσουν κατ‘ αποκλειστικότητα το ντοκιμαντέρ. Επίσης, όσοι επιλέξουν την ετήσια συνδρομή θα έχουν 50% έκπτωση.
Μόνο με 2,9 ευρώ οι συνδρομητές έχουν πρόσβαση σε όλα τα κλειδωμένα ρεπορτάζ του tvxs, αποκλειστική συμμετοχή σε κληρώσεις για εισιτήρια παραστάσεων, ταινιών, συναυλιών και άλλων δώρων και αποκλειστική πρόσβαση σε όλα τα ντοκιμαντέρ που προσφέρει το tvxs.
https://tvxs.gr/istoria/martyria-gia-to-praxikopima-parakoloythoysame-toys-lathos-anthropoys/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου