Η προπαγάνδα, τα αναληθή ή τα διαστρεβλωμένα στοιχεία και οι φτηνές δικαιολογίες κυριάρχησαν στις παρεμβάσεις του πρωθυπουργού στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για την ακρίβεια.

Ο πρωθυπουργός επέλεξε να ακολουθήσει και στη Βουλή την οδό της προπαγάνδας που ακολουθείται στα κυβερνητικά ΜΜΕ, υποστηρίζοντας ότι η ακρίβεια είναι διεθνές και άρα εισαγόμενο φαινόμενο στη χώρα.

Επέλεξε ακόμη να ακολουθήσει την οδό της διαστρέβλωσης των επίσημων διεθνών στοιχείων, είτε παρουσιάζοντάς τα κατά το δοκούν, ώστε να ωραιοποιηθεί η ζοφερή εικόνα, είτε εμφανίζοντας επιλεκτικά κομμάτια της αλήθειας και κρύβοντας εκείνα που αποκαλύπτουν την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα.

Τέλος, οι παρεμβάσεις του πρωθυπουργού έβριθαν από φτηνές δικαιολογίες, όπως για παράδειγμα το αναληθές επιχείρημα ότι η κυβέρνησή του δίνει τη μάχη για την ακρίβεια, αλλά τι να κάνουμε; Είναι διεθνές φαινόμενο και συνεπώς η αντιμετώπισή του δεν εξαρτάται από εμάς.

Κατ’ αρχήν πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η βασική αρχή του ορθολογισμού επιβάλλει κάθε συζήτηση που αποδίδει τα εσωτερικά φαινόμενα σε εξωτερικές αιτίες, οφείλει να υποστηρίζεται από επίσημα διεθνή στοιχεία και δεδομένα που προέρχονται από επιστημονικές έρευνες.

Έτσι λοιπόν, η πρώτη και μεγαλύτερη αναλήθεια στα όσα ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός στη Βουλή, επειδή συνιστά παντελώς ατεκμηρίωτο ισχυρισμό, ήταν ότι η ακρίβεια είναι διεθνές φαινόμενο.

Γιατί ακόμη και αν είναι, πράγματι, διεθνές φαινόμενο, ο πρωθυπουργός όφειλε να εξηγήσει γιατί στην Ευρώπη των 27 οι Έλληνες κατατάσσονται, σύμφωνα με τις έρευνες και τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, στην τελευταία θέση ως προς την υποκειμενική φτώχεια, με δυο στους τρεις Έλληνες, δηλαδή το 66,8% του πληθυσμού, να απαντούν ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.

Κι αυτά, όταν το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας στην Ευρώπη μειώθηκε κατά μέσον όρο το 2024 στο 17,4%, έναντι του 19,1% που ήταν το 2023.

Σχ. 1: Η Ελλάδα πρώτη στην Ευρώπη ως προς την υποκειμενική φτώχεια

Αν η ακρίβεια ήταν πράγματι διεθνές φαινόμενο, η Ελλάδα δεν θα πλήττονταν από τη φτώχεια στον ίδιο βαθμό με την υπόλοιπη Ευρώπη;

Το γεγονός ότι στην Ευρώπη η φτώχεια μειώνεται διαρκώς ενώ στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, 3,5 φορές πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι δείκτης ότι η ακρίβεια δεν είναι διεθνές, αλλά εγχώριο και δομικό φαινόμενο της ελληνικής οικονομίας.

Η απάντηση σε αυτή τη δυσαρμονία μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης ως προς τη φτώχεια, είναι ότι η ψαλίδα ανάμεσα στο εισόδημα και το κόστος της ζωής, δηλαδή ανάμεσα στους μισθούς και την ακρίβεια, στη χώρα μας αυξάνει, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη συνεχώς μειώνεται.

Ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα, συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρώπης με 18.000 ευρώ μέσο ετήσιο εισόδημα, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος βρίσκεται στα 40.000 ευρώ.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα βρίσκεται, δηλαδή, στο 45% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ευρώπη. Με τη σημείωση ότι αυτή η απόκλιση αυξάνει και δεν μειώνεται.

Σχ 2: Οι μισθοί στην Ελλάδα βρίσκονται στο 45% (προτελευταία θέση) του μέσου ευρωπαϊκού όρου

Άρα, είναι απολύτως αβάσιμα και εντελώς αναληθή τα όσα υποστήριξε ο πρωθυπουργός στη Βουλή περί αύξησης των μισθών και του εισοδήματος στην Ελλάδα. Καθώς αν αυτό συνέβαινε, η ψαλίδα μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης θα έκλεινε και δεν θα διευρύνονταν.

Είναι προφανές ότι οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρότερες σε σχέση με το κόστος της ζωής, σε σχέση δηλαδή με την εγχώρια ακρίβεια.

Ένας επιπρόσθετος δείκτης με μεγάλη σημασία για τα ζητήματα της ακρίβειας και της φτώχειας είναι η αγοραστική δύναμη.

Η Ελλάδα, ως προς αυτόν τον δείκτη, βρίσκεται στην προτελευταία θέση της Ευρώπης σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Με την αγοραστική δύναμη στη χώρα μας να βρίσκεται στο 70% της μέσης αγοραστικής δύναμης στην Ευρώπη.

Σχ 3: Η Ελλάδα προτελευταία ως προς την αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη

Σύμφωνα με τα διεθνή στοιχεία, ακόμη και αν δεχτούμε ότι η ακρίβεια είναι διεθνές φαινόμενο και ο πληθωρισμός στην Ελλάδα κινείται στα ίδια, περίπου, επίπεδα με την Ευρώπη, (2,2% ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα 3,7% τον Ιούλιο και 1,8% τον Σεπτέμβριο), με το μέσο κόστος ζωής στην Ελλάδα να βρίσκεται στο 83% του μέσου ευρωπαϊκού, η μεγάλη δυσαρμονία μεταξύ αγοραστικής δύναμης των αποδοχών εδώ και αλλού, κάνει την ελληνική ακρίβεια να εκτινάσσεται στα ύψη. Και τους Έλληνες να αποδεικνύονται οι φτωχότεροι της Ευρώπης.

Δεν είναι η ακρίβεια, συνεπώς, ένα απόλυτο και αντικειμενικό μέγεθος για να συγκριθεί με άλλες χώρες. Πρέπει να συγκριθεί από κοινού με άλλους παράγοντες, με κυριότερο την αγοραστική δύναμη των αποδοχών.

Ποια είναι, λοιπόν, η αλήθεια για την ελληνική ακρίβεια;

Η πρώτη μεγάλη αλήθεια, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς και τις δικαιολογίες του πρωθυπουργού, είναι ότι η ακρίβεια στη χώρα μας χτυπάει κόκκινο για δομικούς και όχι για διεθνείς και άρα εισαγόμενους λόγους.

Η περίφημη θεωρία των ακραίων νεοφιλελεύθερων, η θεωρία της αυτορρύθμισης των αγορών, σύμφωνα με την οποία ο ελεύθερος ανταγωνισμός, σε μια αγορά χωρίς ρύθμιση, θα μειώσει κάποια στιγμή τις τιμές, στην Ελλάδα επί Μητσοτάκη έπαψε να λειτουργεί.

Γιατί όταν δεν υπάρχει δημόσιος έλεγχος και ρύθμιση των τιμών, τις τιμές τις καθορίζουν τα καρτέλ σύμφωνα με το δικό τους συμφέρον.

Τα ολιγοπώλια στην ενέργεια, στα σούπερ μάρκετς, στην αγροτική οικονομία και σε πολλούς άλλους κλάδους της οικονομικής ζωής, εμποδίζουν τον υγιή ανταγωνισμό. Γιατί τα καρτέλ συνεννοούνται μεταξύ τους και διατηρούν αυξημένες τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους. Κι αυτή είναι μια δομική αιτία για την ελληνική ακρίβεια.

Κουβέντα δεν ακούστηκε, όμως, στη Βουλή γι’ αυτή την παθογένεια της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια.

Όπως κουβέντα δεν ακούστηκε από τον πρωθυπουργό για την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, προκειμένου να τεθεί πλαφόν στις τιμές του ρεύματος, όπως έγινε στη Γαλλία, στη Γερμανία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης και την πέρασαν ανώδυνα.

Αντίθετα, η ΔΕΗ στη χώρας μας, ως ιδιωτική εταιρεία πλέον επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει εισέλθει στο ενεργειακό καρτέλ και αποκομίζει υπερκέρδη από τη διατήρηση των τιμών της ενέργειας σε πολύ υψηλά επίπεδα, σε βάρος των Ελλήνων.

Γι’ αυτό η Ελλάδα έχει μια από τις ακριβότερες τιμές ρεύματος στην Ευρώπη. Μια αλήθεια που οι Έλληνες τη βιώσαμε πολύ περισσότερο στα χρόνια της ενεργειακής κρίσης. Μια αλήθεια για την οποία δεν ακούστηκε κουβέντα από τον πρωθυπουργό.

Κουβέντα δεν ακούστηκε, όμως, από τον πρωθυπουργό και για την επαναφορά μιας, τουλάχιστον, από τις συστημικές τράπεζες σε δημόσιο χαρακτήρα, προκειμένου να ισορροπήσει υπέρ του πολίτη ο χρηματοπιστωτικός τομέας.

Κι ακόμη, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να εξηγήσει με αβάσιμα και ανιστόρητα στοιχεία γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να μειώσει τις τιμές των έμμεσων φόρων.

Δεν το αντέχει η ελληνική οικονομία, είπε.

Ενώ τον μηδενισμό του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, που είναι η πιο αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, τον άντεξαν οι αγορές της γειτονικής Κύπρου και της Ιρλανδίας. Όπως άντεξαν και οι περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές τη δραστική μείωση του ΦΠΑ στο ψωμί, στο γάλα, στο κρέας κλπ.
Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι είμαστε η χώρα στην Ευρώπη με τους υψηλότερους δείκτες ΦΠΑ.

Γιατί εκεί έγινε με επιτυχία και δεν μπορεί να γίνει και εδώ;

Εκείνη την αλήθεια, όμως, που έκρυψε πολύ προσεκτικά ο πρωθυπουργός, είναι ότι αυτό που δεν αντέχει η ελληνική οικονομία είναι τα έσοδα του κράτους να προέρχονται κατά κύριο λόγο από τους έμμεσους φόρους.
Αντί να προέρχονται από την παραγωγή, από τις επενδύσεις και από τις εξαγωγές, όπως συμβαίνει στις υγιείς οικονομίες.

Η Ελλάδα έχει γίνει επί κυβέρνησης Μητσοτάκη ένας παράδεισος για τους ημέτερους κομματικούς, για μια ολιγαρχία μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και για τα ολιγοπώλια. Και αντίστοιχα, η Ελλάδα έχει γίνει μια κόλαση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους μικροεμπόρους, τους επιστήμονες και τους επαγγελματίες, καθώς και για τον απλό μισθωτό και τον απλό πολίτη. Έχει γίνει κόλαση, δηλαδή, για τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού.

Γίναμε μια οικονομία που πλήττεται από τη διαφθορά, τα καρτέλ και τη χαμηλή παραγωγικότητα. Όπως το παρακολουθούμε στον πρωτογενή τομέα με την αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω ολιγοπωλίων, με τη διαχείριση της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και με εκείνη της ευλογιάς των αιγοπροβάτων.

Γίναμε μια οικονομία που υποστηρίζει τη διαφθορά, την κλεπτοκρατία και τα υπερκέρδη των καρτέλ, αντί να δίνει έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων.

Μια οικονομία που στηρίζεται στους έμμεσους φόρους, γιατί δεν έχει άλλες πηγές εσόδων, όπως θα ήταν οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών και οι επενδύσεις σε νέα καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες.

 

Όμως γι’ αυτά, που αποτελούν τη βασική αιτία της ακρίβειας στην Ελλάδα και της φτώχειας των Ελλήνων, δεν είπε κουβέντα ο πρωθυπουργός στη Βουλή. Μόνο προπαγάνδα, αναλήθειες και φτηνές δικαιολογίες…

*Γιάννης Μυλόπουλος, Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ, Επικεφαλής της παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr