Kάντε μία βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και παρατηρείστε τα καφέ, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Οι Έλληνες έχουν εξαντλήσει όλη τη φαντασία τους στην ανακάλυψη μίας επιχειρηματικής πρότασης, λίγο διαφορετικής από το διπλανό καφέ ή το κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Μπουγάτσα Σερρών ή Πίτα Γιαννιώτικη; Γιαπωνέζικο, Κορεατικό ή και τα δύο μαζί; Ιδού η απορία που βασανίζει τη.. βαριά βιομηχανία της χώρας.
Και όμως υπήρχε άλλος δρόμος. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) ήταν η σημαντικότερη ευκαιρία της Ελλάδας μετά την κρίση. Για πρώτη φορά, παρουσιάστηκε διαθέσιμος ένας τεράστιος όγκος ευρωπαϊκών πόρων, όχι μόνο για να καλύψει δημοσιονομικά κενά ή να «τρέξει» έργα βιτρίνας, αλλά για να επανασχεδιάσει ριζικά το παραγωγικό της μοντέλο.
Μια ευκαιρία για απάντηση στα ερωτήματα που στοιχειώνουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες: πώς παράγουμε, τι παράγουμε, και για ποιον παράγουμε.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά την ενεργοποίηση του Ταμείου, η Ελλάδα μοιάζει να έχει χάσει αυτή τη μεγάλη ευκαιρία. Η οργανωτική πλευρά λειτούργησε: δημιουργήθηκαν δομές, έγιναν προκηρύξεις, υποβλήθηκαν προτάσεις. Όμως η αλλαγή νοοτροπίας, η μετάβαση σε ένα πιο εξωστρεφές, βιώσιμο και τεχνολογικά ώριμο μοντέλο δεν ήρθαν ποτέ.
Αντί να λειτουργήσει ως μοχλός μετασχηματισμού, το Ταμείο εξελίχθηκε σε εργαλείο στα χέρια του κ. Μητσοτάκη για συμμαχίες με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, πριμοδότηση των κολλητών και πηγή πλουτισμού. Η Πορτογαλία επένδυσε στην εξαγωγική βιομηχανία. Στην Ελλάδα ενισχύθηκαν εταιρίες ενοικίασης αυτοκινήτων.
Οι πόροι, αντί να πυροδοτήσουν την παραγωγή γνώσης και καινοτομίας, κατευθύνθηκαν κυρίως σε ώριμα έργα χαμηλού ρίσκου και περιορισμένου αποτυπώματος. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αποκλείστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το σκέλος των δανείων λόγω τραπεζικών κριτηρίων, κομμένων στα μέτρα των μεγάλων ομίλων. Το αποτέλεσμα: περιορισμένη διάχυση των ωφελειών και μια οικονομία που δεν αλλάζει τροχιά.
Το μοντέλο της υδροκέφαλης Αθήνας- Αττικής ενισχύθηκε. Αντί να ενισχυθεί η περιφέρεια, οι πόροι και η διανομή τους στους κολλητούς επικεντρώθηκε στην πρωτεύουσα. Αν θέλεις να κάνεις καρριέρα, πρέπει να επιλέξεις την εσωτερική μετανάστευση. Η ζωή στην Αττική γίνεται αφόρητη και η επαρχία ερημώνει.
Η έλλειψη στρατηγικού οράματος γίνεται ακόμη πιο εμφανής αν τη συνδέσουμε με τα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης του Hellenic Observatory του London School of Economics. Η μελέτη, υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο “The café economy”, αναδεικνύει τον φαύλο κύκλο της ελληνικής «ανάπτυξης»: μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό, την εστίαση και το real estate —τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας που αναπαράγουν τη φτηνή εργασία και την περιορισμένη παραγωγικότητα.
Αυτό που καταγράφεται είναι μια ανάπτυξη που δεν δημιουργεί σταθερές βάσεις. Ο τουρισμός μπορεί να φέρνει συνάλλαγμα και θέσεις εργασίας, Αλλά όχι ποιοτικές, ούτε με δυνατότητα εξέλιξης. Το χαμηλό εργατικό κόστος αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν σε τεχνολογία και καινοτομία. Έτσι, εγκλωβιζόμαστε σε ένα μοντέλο που ευνοεί τη γρήγορη απόσβεση επενδύσεων, αλλά υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη δυναμική.
Η Ελλάδα, με λίγα λόγια, «αναπτύσσεται» χωρίς να προοδεύει. Και αυτό είναι το πραγματικό παράδοξο. Ενώ η κυβέρνηση διαφημίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι πολίτες βιώνουν στασιμότητα: χαμηλοί μισθοί, ακριβή στέγη, απουσία προοπτικής. Ο φαύλος κύκλος της φτηνής εργασίας τρέφει την παγίδα των χαμηλών προσδοκιών.
Μια κοινωνία που συμβιβάζεται με τα λίγα, επειδή δεν πιστεύει πια ότι μπορεί να κατακτήσει τα πολλά. Και όσοι δεν συμβιβάζονται και είναι πολλοί, φεύγουν για το εξωτερικό με πλάγια πηδηματάκια. Θα γυρίσουν, αλλά ως μελαγχολικοί τουρίστες στη χώρα που τους εξόρισε.
Το ΤΑΑ θα μπορούσε να αποτελέσει την απάντηση σε αυτόν τον φαύλο κύκλο. Ένα σχέδιο για να στηριχθεί η μεταποίηση, η πράσινη ενέργεια, η έρευνα, η τεχνολογία. Αντί αυτού, αντιμετωπίστηκε με λογιστικούς όρους: απορρόφηση κονδυλίων, όχι αξιοποίηση ευκαιριών. Το ερώτημα δεν ήταν ποτέ «πόσα χρήματα ξοδεύουμε», αλλά «τι κοινωνία φτιάχνουμε».
Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι μια αναιμική ανάπτυξη θα σωρεύσει κάποτε αρκετό πλούτο για να μετασχηματίσει την οικονομία. Χρειάζεται πολιτική βούληση, θεσμική συνέχεια, και πάνω απ’ όλα θάρρος να σπάσει η λογική της «φτηνής Ελλάδας».
Η αύξηση των πραγματικών μισθών, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και η στήριξη των μικρομεσαίων είναι όροι όχι μόνο κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και οικονομικής βιωσιμότητας.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μια νέα αφήγηση ανάπτυξης — μια που να μην μετριέται μόνο σε ποσοστά ΑΕΠ, αλλά σε ποιότητα ζωής, γνώση, κοινωνική συνοχή και να κοιτάει μπροστά.. Το αληθινό κόστος της χαμένης ευκαιρίας δεν είναι οικονομικό. Είναι υπαρξιακό.
Είναι η συνειδητοποίηση ότι, για ακόμη μια φορά, όταν μας δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξουμε μοίρα, επιλέξαμε να μείνουμε ίδιοι. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ιστορικές ευθύνες για αυτό. Στην αντιπολίτευση, τη μάχη θα κερδίσει το κόμμα που θα εμπνεύσει και θα κάνει τους πολίτες να ονειρευθούν το νέο μοντέλο για τη χώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου