από Analyst Team
Η πραγματική διέξοδος για την Ελλάδα δεν είναι η περαιτέρω ενίσχυση του τουρισμού με επιδοτήσεις, με φορολογικές ελαφρύνσεις, με χαμηλόμισθη μετανάστευση ή με νέες υποδομές
– αλλά η στήριξη της εγχώριας παραγωγής, η σύνδεση του τουρισμού με την εθνική παραγωγή μέσω της υιοθέτησης κινήτρων, η στροφή στη βιομηχανία, η ενθάρρυνση νέων επιχειρηματιών, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης με έναν επίπεδο συντελεστή 15% συν έσοδα/έξοδα για όλους και η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο επαναπατρισμός των μορφωμένων Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα μας για να επιβιώσουν.
Μία χώρα που είναι απλά ένας προορισμός διακοπών και που προσφέρει υπηρεσίες στους τουρίστες, δυστυχώς κάτω του κόστους με κριτήριο τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη όπως η Ελλάδα, είναι καταδικασμένη – ενώ η επιστροφή στην παραγωγή και στην καινοτομία, είναι ο μοναδικός δρόμος για να αποφύγει την οικονομική ένδεια, εάν όχι την καταστροφή.
Ο τουρισμός είναι πηγή πλούτου για μία χώρα, αλλά όχι στην περίπτωση που έχει εξελιχθεί σε μία φθηνή μονοκαλλιέργεια, η οποία εξαντλεί τις υποδομές και «δολοφονεί» το περιβάλλον – αφού τότε λειτουργεί ως γάγγραινα για την υπόλοιπη οικονομία, καταστρέφοντας σταδιακά όλους τους άλλους κλάδους, καθώς επίσης γενικότερα την κοινωνία.
.
Ανάλυση
Οι τουριστικές εισπράξεις μας το 2024 έφτασαν τα 21,7 δις €, από 20,6 δις € το 2023 – όταν το 2010, πριν από τα μνημόνια, ήταν μόλις 9,5 δις €, με το πραγματικό μας ΑΕΠ τότε περί τα 26 δις € υψηλότερο (πηγή). Επομένως ήταν στο 4,18% του ΑΕΠ του 2010, ενώ το 2024 εκτοξεύθηκαν στο 10,77% του πραγματικού ΑΕΠ (201,5 δις €) – υπερδιπλασιάζοντας προφανώς την εξάρτηση της οικονομίας μας. Στο πληθωριστικό ΑΕΠ των 237,5 δις €, ήταν 9,14% – άρα επίσης πολύ υψηλές ποσοστιαία.
Σε σταθερές τιμές τώρα, αφαιρουμένου δηλαδή του πληθωρισμού, τα τουριστικά έσοδα του 2024 ήταν μειωμένα κατά 1,6% έναντι του 2019 – παρά την άνοδο των αφίξεων (31,3 εκ. το 2019).
Ειδικότερα, οι τουριστικές αφίξεις το 2024 εκτοξεύθηκαν στα 35,9 εκ. και μαζί με την κρουαζιέρα στα 40,7 εκ. – ενώ το 2024 οι τουριστικές εισπράξεις αντιπροσώπευσαν το 44,4% του συνόλου των εξαγωγών αγαθών που έφτασαν στα 49,9 δις €.
Το 2010, οι τουρίστες ανέρχονταν σε 15 εκ., με τη μέση δαπάνη τους να φτάνει τα 640,5 € – ενώ το 2024 οι τουρίστες ανέρχονταν σε 40,7 εκ. με τη μέση δαπάνη τους να καταρρέει στα 530,6 € παρά τον πληθωρισμό έκτοτε, σύμφωνα με μελέτη της Eurobank (πηγή).
Η τράπεζα κατακρίνει το τουριστικό μοντέλο της χώρας μας, όπως εμείς πολλές φορές – λέγοντας πολύ σωστά ότι, αντί να αυξάνονται τα έσοδα με μικρότερο αριθμό τουριστών, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Το γεγονός αυτό θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του τουρισμού – αφού οι τετραπλάσιες από τον ελληνικό πληθυσμό αφίξεις που δεν διαπιστώνονται πουθενά στην Ευρώπη, εξαντλούν τις υποδομές και καταστρέφουν το φυσικό μας περιβάλλον. Δυστυχώς, χωρίς να επιτρέπουν τα πενιχρά τουριστικά κατά κεφαλήν έσοδα τη συντήρηση – πόσο μάλλον τη βελτίωση τους.
Με ένα παράδειγμα, μόνο για την ύδρευση απαιτούνται επενδύσεις άνω των 25 δις € που δεν υπάρχουν – πολύ περισσότερες για όλα τα υπόλοιπα. Είναι δε ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση προωθεί την ιδιωτικοποίηση του νερού (ανάλυση), αναζητώντας τρόπους να παρακάμψει το ΣΤΕ που την έχει απαγορεύσει – όπου έχουμε ήδη γράψει τα εξής:
«Πώς θα ιδιωτικοποιηθεί το νερό, αφού το ΣΤΕ το έκρινε αντισυνταγματικό ως δημόσιο αγαθό; Εύκολα, όπως γνωρίζει πολύ καλά ο Κ. Χατζηδάκης, ο εκκαθαριστής και εκτελεστής της Ελλάδας (ανάλυση), από τη ΔΕΗ – αφού και το ηλεκτρικό είναι δημόσιο αγαθό, αλλά φυσικά όχι απαραίτητο για την επιβίωση των ανθρώπων, όπως το νερό.
Δηλαδή, μέσω της διαχείρισης του από ιδιώτες – όπου ναι μεν τα πάγια θα παραμείνουν στο δημόσιο, οι πηγές, αλλά για να φτάσει στις βρύσες μας το νερό θα μεσολαβούν ιδιώτες. Το αποτέλεσμα θα είναι να αυξήσουν τις τιμές οι ιδιώτες, αισχροκερδώντας ως συνήθως – ενώ στο δημόσιο, άρα στους φορολογούμενους, θα παραμείνουν οι επενδύσεις στα πάγια, το κόστος!».
Συνεχίζοντας είναι γνωστό ότι, το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο είναι τριπλάσιο από το μέσον όρο της ΕΕ – ενώ υπερδιπλάσιο από άλλες τουριστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία και η Πορτογαλία (πηγή). Γιατί; Επειδή οι αφίξεις είναι επικεντρωμένες στο εκάστοτε τρίτο τρίμηνο – ενώ στα άλλα κράτη είναι καλύτερα μοιρασμένες στο έτος. Θεωρεί λοιπόν κανείς πως κάτι τέτοιο είναι υγιές και ανταγωνιστικό, ως προς τις άλλες χώρες;
Δεν θα πρέπει το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο να μειωθεί, αφενός μεν για να μην υπάρχουν ελλείψεις και να μην αναζητούνται εισαγόμενοι εργαζόμενοι, μετανάστες δηλαδή, αφετέρου προς όφελος άλλων κλάδων της οικονομίας; Ενώ παράλληλα το τουριστικό προϊόν να αναβαθμιστεί ποιοτικά, οπότε να γίνει φιλικότερο προς το περιβάλλον και στις δυνατότητες/υποδομές των τουριστικών μας περιοχών, όπως προτείνουν πολλές μελέτες;
Από την άλλη πλευρά, η παραγωγικότητα στον τουριστικό κλάδο (από την οποία εξαρτώνται οι μισθοί), είναι χαμηλή τόσο στην ΕΕ, όσο και στη χώρα μας – υποδιπλάσια από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία. Εύλογα, λόγω της χαμηλής μέσης εξειδίκευσης στον κλάδο, της εποχικότητας του προϊόντος και της αδράνειας του εργατικού δυναμικού εκτός της τουριστικής περιόδου – ενώ δεν αυξάνεται με τη διενέργεια επενδύσεων, όπως συμβαίνει με τον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση, τη βιομηχανία, την υψηλή τεχνολογία κλπ.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που Ελλάδα είχε το 2024 τη δεύτερη χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ (26η), ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία – όταν το 2007 ήταν 13η και το 2014 έπεσε στη 19η θέση. Σε αυτό ακριβώς μας καταδίκασαν τα μνημόνια – στο να γίνουμε το φθηνό εξοχικό των Ευρωπαίων για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, με εξαθλιωμένα γκαρσόνια στις υπηρεσίες τους.
Όσον αφορά τώρα την παραγωγικότητα του μεταποιητικού κλάδου στην Ελλάδα, είναι σχεδόν 30% υψηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία – όταν απασχολεί εκεί ποσοστό εργαζομένων ίσο με το 60% του μέσου όρου της ΕΕ και στον τουρισμό σχεδόν τριπλάσιο (300%)!
Δεν υπάρχει λοιπόν και από αυτήν την οπτική γωνία πλήρης διαστρέβλωση; Δεν είναι ξεκάθαρο ότι, η Ελλάδα έχει ισχνή παρουσία σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας και καινοτομίας, όπως η μεταποίηση και η τεχνολογία, ενώ υπερβολικά μεγάλη παρουσία σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός; Πώς θα αυξηθούν έτσι οι αμοιβές των εργαζομένων σε αξιοπρεπή επίπεδα;
Η κυβέρνηση πάντως δεν έχει καμία πρόθεση να αλλάξει το χρεοκοπημένο τουριστικό μας μοντέλο – κρίνοντας μεταξύ άλλων από το ότι ο εκλεκτός της Τρόικα, ο διοικητής της ΑΑΔΕ των ξένων (ανάλυση), έχει απαλλάξει τις τουριστικές επενδύσεις από τον ΦΠΑ του 24%, από το 2020 έως το 2027. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο επιβαρύνει τα δημόσια έσοδα και δεν παρέχει ανάλογα κίνητρα για τις παραγωγικές επενδύσεις που έχει ανάγκη η χώρα μας, αλλά στηρίζει ακόμη περισσότερο τη διαστρέβλωση και τη μετατροπή μας στα φθηνά γκαρσόνια της Ευρώπης – χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον μας.
Ο τουρισμός παράγει φτώχεια, ποτέ πλούτο
Συνεχίζοντας, με βάση μία πρόσφατη δημοσίευση (πηγή), το 2019 τα έσοδα από το διεθνή τουρισμό αντιστοιχούσαν στο 53% των εξαγωγών του Μαυροβουνίου, στο 51% της Αλβανίας, στο 38% της Κροατίας, στο 28% της Ελλάδας, στο 23% της Πορτογαλίας και στο 19% της Ισπανίας.
Το 2024 δε, όπου η Ελλάδα είχε συνολικές εξαγωγές αγαθών ύψους 49,9 δις € (πηγή) και 21,7 δις € τουριστικές εισπράξεις, οπότε συνολικά 71,6 δις €, το 28% του 2019 αυξήθηκε στο 30,3% – εντείνοντας ανάλογα την εξάρτηση μας από ένα χρεοκοπημένο μοντέλο, το οποίο αυξάνει επί πλέον το εμπορικό μας έλλειμμα (-34,6 δις € το 2024), αφού για να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες και μη έχοντας επαρκή εγχώρια παραγωγή, εισάγουμε ξένα προϊόντα.
Όπως αναφέρει τώρα το δημοσίευμα, χώρες που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τον τουρισμό, όπως η Τζαμάικα, οι Μαλδίβες ή το Μπαλί, παραμένουν φτωχές – ενώ χρησιμοποιεί την Κροατία ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, λέγοντας πως για να φτάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελβετίας (106.000 $), θα έπρεπε να πετύχει 1,93 δις διανυκτερεύσεις τουριστών ετήσια, όταν το 2024 κατέγραψε 85 εκ. ή μόλις το 4% του απαραίτητου στόχου.
Για να φτάσει τη Γερμανία, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα 54.000$, η Κροατία θα έπρεπε να πενταπλασιάσει τη σημερινή της τουριστική κίνηση, με τους τουρίστες να ξοδεύουν τα διπλάσια ανά ημέρα – κάτι που δεν είναι απλά απίθανο, αλλά και τεχνικά αδύνατον.
Όπως έχουμε αναλύσει δε και εμείς πολλές φορές, ο τουρισμός έχει τα εξής έξι βασικά μειονεκτήματα – εκτός από το πρόβλημα των υποδομών:
(α) Είναι ένας κλάδος εντάσεως εργασίας και χαμηλής εξειδίκευσης – ειδικά στην Ελλάδα, όπου απασχολούνται υπερδιπλάσιοι εργαζόμενοι σε σχέση με την Πορτογαλία, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον τουρισμό και να στερούνται ταυτόχρονα οι άλλοι κλάδοι από εργατικά χέρια.
(β) Είναι κλάδος εντάσεως κεφαλαίου, λόγω των εγκαταστάσεων που απαιτεί και που δεν εκμεταλλεύονται για όλο το χρόνο – σε αντίθεση με τη βιομηχανία κλπ.
(γ) Είναι προκυκλικός κλάδος – δηλαδή ευημερεί σε εποχές ανάπτυξης και υποφέρει σε περιόδους ύφεσης, όπως διαπιστώθηκε πολύ καθαρά με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς επίσης με την πανδημία του 2020. Με απλά λόγια, ο τουρισμός είναι εξαιρετικά ευάλωτος στις διεθνείς κρίσεις, από πολέμους και πανδημίες έως τις οικονομικές υφέσεις – ενώ, αντίθετα, η βιομηχανία και η τεχνολογία είναι σε θέση να απορροφήσουν, καθώς επίσης να ξεπεράσουν τέτοιες διαταραχές, δημιουργώντας παράλληλα καινοτομία και αυξάνοντας την αξία της εργασίας.
(δ) Έχει πολύ χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας, στο ίδιο επίπεδο για πολλούς αιώνες και επομένως μισθούς – ενώ ακριβώς για αυτό η Ελλάδα κατάντησε τελευταία στην ΕΕ, σε όρους πραγματικών ωρομισθίων, πίσω ακόμη και από τη Βουλγαρία. Γιατί; Επειδή το να σερβίρεις ποτά, να καθαρίζεις δωμάτια ή να οδηγείς τουρίστες σε αξιοθέατα, δεν μπορεί να αυτοματοποιηθεί – ούτε φυσικά να αναβαθμιστεί τεχνολογικά, με ουσιαστικό όφελος.
(ε) Ο τουρισμός απαιτεί φυσικούς πόρους που δεν επεκτείνονται διεθνώς, όπως παραλίες, πόλεις και προσωπικό – σε αντίθεση με τη μεταποίηση ή με τα χρηματοοικονομικά, όπου μια εταιρεία ή μια χώρα μπορεί να διαχειριστεί κεφάλαια ή να εξάγει προϊόντα σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσο αυξάνεται δε η τουριστική κίνηση, τόσο φθείρονται αυτοί οι πόροι – από το Real Estate έως την κοινωνική συνοχή.
(στ) Η τουριστική οικονομία, οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα μοντέλο, όπου μια μικρή ελίτ εκμεταλλεύεται την ακίνητη περιουσία – απέναντι σε μια μεγάλη τάξη εργαζομένων χαμηλής εξειδίκευσης που φυτοζωούν. Σε ένα μοντέλο που δεν δημιουργεί παραγωγικό κεφάλαιο – ούτε εκπαιδεύει ένα ανθρώπινο δυναμικό ικανό να προσαρμοστεί σε νέες τεχνολογίες ή να φέρει καινοτομία.
Επίλογος
Κλείνοντας, όπως πολύ σωστά αναφέρεται, η πραγματική διέξοδος για την Ελλάδα δεν είναι η ενίσχυση του τουρισμού με επιδοτήσεις, με φορολογικές ελαφρύνσεις, με χαμηλόμισθη μετανάστευση ή με νέες υποδομές – αλλά η στήριξη της εγχώριας παραγωγής, η σύνδεση του τουρισμού με την εθνική παραγωγή μέσω της υιοθέτησης κινήτρων, η στροφή στη βιομηχανία, η ενθάρρυνση νέων επιχειρηματιών, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης με έναν επίπεδο συντελεστή 15% συν έσοδα/έξοδα για όλους και η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο επαναπατρισμός των μορφωμένων Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα μας για να επιβιώσουν.
Μία χώρα που είναι απλά ένας προορισμός διακοπών και που προσφέρει υπηρεσίες στους τουρίστες, δυστυχώς κάτω του κόστους με κριτήριο τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη όπως η Ελλάδα, είναι καταδικασμένη – ενώ η επιστροφή στην παραγωγή και στην καινοτομία, είναι ο μοναδικός δρόμος για να αποφύγει την οικονομική ένδεια, εάν όχι την καταστροφή.
Ο τουρισμός είναι πηγή πλούτου για μία χώρα, αλλά όχι στην περίπτωση που έχει εξελιχθεί σε μία φθηνή μονοκαλλιέργεια, η οποία εξαντλεί τις υποδομές και «δολοφονεί» το περιβάλλον – αφού τότε λειτουργεί ως γάγγραινα για την υπόλοιπη οικονομία, καταστρέφοντας σταδιακά όλους τους άλλους κλάδους, καθώς επίσης γενικότερα την κοινωνία.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου