MEARSHEIMER JOHN
Ίσως η καλύτερη απόδειξη ότι ο Πούτιν κατά τα πρώτα 14 χρόνια της θητείας του δεν θεωρήθηκε σοβαρή απειλή είναι το γεγονός ότι συμμετείχε ως προσκεκλημένος στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.
Σε αυτή τη σύνοδο κορυφής, η συμμαχία ανακοίνωσε ότι η Ουκρανία και η Γεωργία θα γίνουν τελικά μέλη του ΝΑΤΟ. Ο Πούτιν ήταν φυσικά θυμωμένος με αυτή την απόφαση και δεν έκρυψε τον θυμό του.
Η αντίθεσή του όμως σε αυτή την ανακοίνωση δεν είχε κανένα νόημα για την Ουάσιγκτον, επειδή ο ρωσικός στρατός θεωρήθηκε τότε πολύ αδύναμος για να σταματήσει την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ, όπως ήταν πολύ αδύναμος για να σταματήσει τα κύματα επέκτασης το 1999 και το 2004. Η Δύση σκέφτηκε ότι θα μπορούσε για άλλη μια φορά να αναγκάσει τη Ρωσία να αποδεχθεί αυτήν την επέκταση του ΝΑΤΟ.
Υπό αυτήν την έννοια, η επέκταση του ΝΑΤΟ πριν από τις 22 Φεβρουαρίου 2014 δεν είχε στόχο τον περιορισμό της Ρωσίας. Δεδομένης της τραγικής κατάστασης της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος εκείνη την εποχή, η Μόσχα δεν ήταν σε θέση να κατακτήσει την Ουκρανία, πόσο μάλλον να ακολουθήσει ρεβανσιστική πολιτική στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα Μάικλ Μακφόλ, ο οποίος ήταν ένθερμος υπερασπιστής της Ουκρανίας και αυστηρός επικριτής του Πούτιν, διαπιστώνει ότι η ρωσική κατοχή της Κριμαίας το 2014 δεν είχε προσχεδιαστεί από τον Πούτιν πριν ξεσπάσει η κρίση. Ήταν μια παρορμητική κίνηση, ως απάντηση στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον φιλορώσο ηγέτη της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς.
Εν ολίγοις, η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν είχε σκοπό να περιορίσει μια ρωσική απειλή επειδή εκείνη την εποχή η Δύση δεν πίστευε ότι υπήρχε (απειλή). Μόνο όταν ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους άρχισαν ξαφνικά να περιγράφουν τον Πούτιν ως επικίνδυνο ηγέτη με ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες και τη Ρωσία ως μια σοβαρή στρατιωτική απειλή, την οποία το ΝΑΤΟ πρέπει να περιορίσει. Αυτή η απότομη στροφή στη ρητορική είχε σκοπό να εξυπηρετήσει μόνο έναν ουσιαστικό σκοπό: Να επιτρέψει στη Δύση να κατηγορήσει τον Πούτιν για την κρίση και να απαλλάξει τη Δύση από την ευθύνη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η απεικόνιση του Πούτιν έχει γίνει ολοένα και πιο εμφανής μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022.
Υπάρχει μια επιπλέον γραμμή επιχειρηματολογίας στη συμβατική άποψη στη Δύση που αξίζει να αναφερθεί. Κάποιοι λένε ότι η απόφαση της Μόσχας να εισβάλει στην Ουκρανία έχει ελάχιστη σχέση με τον ίδιο τον Πούτιν, αλλά είναι μέρος μιας επεκτατικής παράδοσης που προϋπήρχε πολύ πριν από τον Πούτιν και είναι βαθιά ριζωμένη στη ρωσική κοινωνία. Αυτή η τάση για επιθετικότητα, που λέγεται ότι προκαλείται από εσωτερικές δυνάμεις και όχι από εξωτερικές απειλές της Ρωσίας, οδήγησε, με την πάροδο του χρόνου, ουσιαστικά όλους τους Ρώσους ηγέτες να συμπεριφέρονται βίαια προς τους γείτονές τους.
Ο κύριος λόγος στον Πούτιν
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτήν την ιστορία τον λόγο τον έχει ο Πούτιν ή ότι αυτός είναι που οδήγησε τη Ρωσία στον πόλεμο, αλλά λέγεται ότι έχει λίγα περιθώρια ελιγμών. Σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος Ρώσος ηγέτης θα έκανε το ίδιο. Υπάρχουν δύο προβλήματα με αυτό το επιχείρημα. Καταρχάς, δεν είναι παραποιήσιμο, διότι το υποτιθέμενο χαρακτηριστικό που υπήρχε εδώ και πολύ καιρό στη ρωσική κοινωνία και που γεννά αυτή την επιθετική παρόρμηση δεν έχει ποτέ εντοπιστεί.
Οι Ρώσοι λέγεται ότι ήταν πάντα επιθετικοί – ανεξάρτητα από το ποιος είναι επικεφαλής – και θα παραμείνουν πάντα έτσι. Είναι σχεδόν σαν να είναι γραμμένο στο DNA τους. Ο ίδιος ισχυρισμός είχε γίνει κάποτε για τους Γερμανούς, οι οποίοι συχνά τον 20ό αιώνα παρουσιάζονταν ως εκ γενετής επιθετικοί. Όμως επιχειρήματα αυτού του είδους δικαιολογημένα δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Επιπλέον, σχεδόν κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Δυτική Ευρώπη δεν χαρακτήρισε τη Ρωσία ως εγγενώς επιθετική μεταξύ 1991 και 2014, όταν ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία. Εκτός από την Πολωνία και τα βαλτικά κράτη, ο φόβος της ρωσικής επιθετικότητας ήταν επίσης ανύπαρκτος αυτά τα 24 χρόνια. Ωστόσο, αυτή η ανησυχία θα ήταν αναμενόμενη, εάν οι Ρώσοι είχαν την τάση να είναι επιθετικοί. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ξαφνική εμφάνιση αυτού του επιχειρήματος ήταν μια βολική δικαιολογία για να κατηγορήθεί η Ρωσία για τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Τώρα, επιτρέψτε μου να βάλλουμε μια ακόμα ταχύτητα παραπάνω και να εξηγήσω τους τρεις κύριους λόγους για τους οποίους πιστεύουμε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι η βασική αιτία του πολέμου στην Ουκρανία. Πρώτον: Πριν από την έναρξη του πολέμου η ρωσική ηγεσία δήλωσε επανειλημμένα ότι θεωρούσε την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία ως υπαρξιακή απειλή που θα πρέπει να εξαλειφθεί. Ο Πούτιν έκανε πολλές δημόσιες δηλώσεις πριν από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 εκθέτοντας αυτό το σκεπτικό. Σε ομιλία του στο Διοικητικό Συμβούλιο του Υπουργείου Άμυνας στις 21 Δεκεμβρίου 2021, δήλωσε:
«Αυτό που κάνουν ή προσπαθούν ή σχεδιάζουν στην Ουκρανία δεν
συμβαίνει χιλιάδες χιλιόμετρα από τα εθνικά μας σύνορα. Είναι στο
κατώφλι του σπιτιού μας. Πρέπει να καταλάβουν ότι απλώς δεν έχουμε πού
αλλού να πάμε. Πιστεύουν πραγματικά ότι δεν βλέπουμε αυτές τις απειλές; Ή
μήπως πιστεύουν ότι θα βλέπουμε άπραγοι πως δημιουργείτε αυτή η απειλής
για τη Ρωσία;». Δύο μήνες αργότερα, σε συνέντευξη Τύπου στις 22 Φεβρουαρίου 2022, λίγες μόνο μέρες πριν την έναρξη του πολέμου, ο Πούτιν είπε:
«Είμαστε κατηγορηματικά ενάντια στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ
γιατί αποτελεί απειλή για εμάς και έχουμε επιχειρήματα που το κάνουν
κατανοητό. Έχω μιλήσει για αυτό επανειλημμένα…».
Στη συνέχεια κατέστησε σαφές ότι παίρνει υπόψη του ότι η Ουκρανία θα
γίνει de facto μέλος του ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί
τους, είπε, «συνεχίζουν να δανείζουν τις σημερινές αρχές στο Κίεβο με σύγχρονους τύπους όπλων». Συνέχισε λέγοντας ότι αν αυτό δεν σταματούσε, η Μόσχα θα αντιμετωπίσει «μια Αντι-Ρωσία οπλισμένη μέχρι τα δόντια. Αυτό είναι εντελώς απαράδεκτο».
Και άλλοι Ρώσοι ηγέτες – συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Άμυνας, του
Υπουργού Εξωτερικών, του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών και του Ρώσου
πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον – τόνισαν επίσης την κεντρική σημασία της
επέκτασης του ΝΑΤΟ ως αιτία της κρίσης στην Ουκρανία. Σε συνέντευξη
Τύπου στις 14 Ιανουαρίου 2022 ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ
επικεντρώθηκε σε αυτό το σημείο: «Το κλειδί για όλα είναι η εγγύηση ότι το ΝΑΤΟ δεν επεκτείνεται προς τ΄ ανατολικά».
Ουκρανία: Είναι “αβάσιμοι” οι φόβοι της Ρωσίας;
Συχνά ακούγεται το επιχείρημα ότι οι φόβοι της Ρωσίας είναι αβάσιμοι, επειδή δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Ουκρανία να ενταχθεί στη συμμαχία σύντομα – και αν ενταχτεί ποτέ. Πραγματικά, λέγεται, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έδειχναν ελάχιστη σημασία στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ πριν από τον πόλεμο. Αλλά ακόμα και αν η Ουκρανία προσχωρούσε στη συμμαχία, δεν θα αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για τη Ρωσία, επειδή το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία. Επομένως, η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να προκαλέσει ούτε την αρχική κρίση που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 2014, ούτε τον πόλεμο που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022.
Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, η δυτική απάντηση στα γεγονότα του 2014 ήταν να διπλασιασει τις προσπάθειες για την εφαρμογή της υπάρχουσας στρατηγικής και να φέρει την Ουκρανία ακόμη πιο κοντά στο ΝΑΤΟ. Το 2014 η συμμαχία ξεκίνησε την εκπαίδευση του ουκρανικού στρατού και τα επόμενα οκτώ χρόνια έχει εκπαιδεύσει κατά μέσο όρο 10.000 στρατιώτες ετησίως.
Τον Δεκέμβριο του 2017, η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να προμηθεύσει το Κίεβο με “αμυντικά όπλα”. Άλλες χώρες του ΝΑΤΟ σύντομα παρενέβησαν και έστειλαν ακόμη περισσότερα όπλα στην Ουκρανία. Επιπλέον, ο ουκρανικός στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία άρχισαν να συμμετέχουν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Οι προσπάθειες της Δύσης να εξοπλίσει και να εκπαιδεύσει τον ουκρανικό στρατό εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί τα πήγε τόσο καλά εναντίον του ρωσικού στρατού τον πρώτο χρόνο του πολέμου. Ένας τίτλος της Wall Street Journal τον Απρίλιο του 2022 έλεγε: «Το μυστικό για τη στρατιωτική επιτυχία της Ουκρανίας: Χρόνια εκπαίδευσης στο ΝΑΤΟ».
Εκτός από τις συνεχείς προσπάθειες της συμμαχίας να φτιάξει τον ουκρανικό στρατό σε μια τρομερή μαχητική δύναμη που θα μπορούσε να επιχειρεί δίπλα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, το 2021 υπήρξε στη Δύση ξανά ενθουσιώδης υποστήριξη για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος Ζελένσκι, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε εκδηλώσει ποτέ μεγάλο ενθουσιασμό για την ένταξη της Ουκρανίας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ και τον Μάρτιο του 2019 εξελέγη με ένα πρόγραμμα που απαιτούσε συνεργασία με τη Ρωσία για την επίλυση της συνεχιζόμενης κρίσης, άλλαξε στις αρχές του 2021 την γραμμή του και όχι μόνο υποστήριξε την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αλλά και ακολούθησε σκληρή στάση απέναντι στη Μόσχα.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο οποίος τον Ιανουάριο του 2021 εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, είχε υποστηρίξει από πολύ καιρό την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, και ήταν ένα σούπερ γεράκι κατά της τη Ρωσίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στις 14 Ιουνίου 2021, το ΝΑΤΟ δημοσίευσε ένα ανακοινωθέν στην ετήσια σύνοδό του στις Βρυξέλλες που έλεγε: «Επαναλαμβάνουμε την απόφαση που ελήφθη στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008 για την Ουκρανία να γίνει μέλος της Συμμαχίας».
Την 1η Σεπτεμβρίου 2021, ο Ζελένσκι επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο, όπου ο Μπάιντεν κατέστησε σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν «σταθερά δεσμευμένες» να υποστηρίξουν τις «ευρωατλαντικές προσπάθειες της Ουκρανίας». Στις 10 Νοεμβρίου 2021, ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν και ο Ουκρανός ομόλογός του Ντμύτρο Κολέμπα υπέγραψαν ένα σημαντικό έγγραφο – τον “Χάρτη ΗΠΑ-Ουκρανίας για τη Στρατηγική Συνεργασία”. Ο στόχος και των δύο μερών, αναφέρει το έγγραφο, είναι «να υπογραμμίσουν τη δέσμευση για την εφαρμογή των βαθιών και περιεκτικών μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες για την πλήρη ενσωμάτωση στους ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς». Επαναλαμβάνει επίσης ρητά τη δέσμευση των ΗΠΑ στη «Δήλωση της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008».
Ουκρανία και ΝΑΤΟ
Δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία ότι η Ουκρανία βρισκόταν σε καλό δρόμο να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ μέχρι τα τέλη του 2021. Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής υποστηρίζουν ότι η Μόσχα δεν θα έπρεπε να ανησυχεί για αυτό το αποτέλεσμα επειδή «το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία και δεν αποτελεί απειλή για τη Ρωσία». Όμως αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Πούτιν και οι άλλοι Ρώσοι ηγέτες σκέφτονται για το ΝΑΤΟ, και εξαρτάται από το τι (αυτοί) σκέφτονται. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μόσχα θεώρησε την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως υπαρξιακή απειλή που δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή.
Δεύτερον: Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων με επιρροή και με μεγάλη εκτίμηση στη Δύση αναγνώρισαν πριν από τον πόλεμο ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ – ιδιαίτερα στην Ουκρανία – θα θεωρούνταν από τη ρωσική ηγεσία ως θανάσιμη απειλή και θα οδηγούσε τελικά σε καταστροφή.
Ο Γουίλιαμ Μπερνς, ο οποίος τώρα ηγείται της CIA, αλλά τότε ήταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα, έγραψε την εποχή της συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του 2008, ένα σημείωμα στην τότε υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις περιγράφοντας ορθά κοφτά πώς ένιωθε η Ρωσία αν η συμμαχία συμπεριλάβει την Ουκρανία. «Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ», έγραψε, «είναι η πιο φωτεινή από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο για τον Πούτιν). Σε συζητήσεις για περισσότερα από δυόμισι χρόνια με βασικούς Ρώσους παίκτες, από τους λεγόμενους “νικητές” στις σκοτεινές γωνιές του Κρεμλίνου μέχρι τους πιο σκληρούς φιλελεύθερους επικριτές του Πούτιν, δεν έχω συναντήσει ακόμη κανέναν που βλέπει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως οτιδήποτε άλλο. παρά σαν μια άμεση πρόκληση για τα ρωσικά συμφέροντα».
Η αποδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, είπε, «θα θεωρηθεί (…) σαν να τους ρίχνει κάποιος το στρατηγικό γάντι. Η σημερινή Ρωσία θα αντιδράσει σε αυτό. Οι σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας θα παγώσουν […] Θα δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για ρωσική παρέμβαση στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία».
Ο Μπερνς δεν ήταν ο μόνος δυτικός πολιτικός που αναγνώρισε το 2008 ότι η αποδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν συνδεδεμένη με κινδύνους. Στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου, τόσο η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, όσο και ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί μίλησαν κατά της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, γιατί είχαν κατανοήσει ότι αυτό θα ανησυχούσε και θα εξόργιζε τη Ρωσία. Η Μέρκελ εξήγησε πρόσφατα την απόρριψή της: «Ήμουν σίγουρη ότι ο Πούτιν απλώς δεν θα επέτρεπε να συμβεί αυτό. Κατά την άποψή του, αυτό θα είναι μια κήρυξη πολέμου».
Για να το πάμε ένα βήμα παραπέρα: Πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί και στρατηγοί στη δεκαετία του 1990 αντιτάχθηκαν στην απόφαση του προέδρου Κλίντον να επεκτείνει το ΝΑΤΟ, όταν συζητούνταν αυτή η απόφαση. Αυτοί οι αντίπαλοι γνώριζαν από την αρχή ότι η ρωσική ηγεσία θα το θεωρούσε απειλή για τα ζωτικά τους συμφέροντα και ότι αυτή η πολιτική θα οδηγούσε τελικά σε καταστροφή. Ο κατάλογος των αντιπάλων περιλαμβάνει εξέχουσες προσωπικότητες του κατεστημένου, όπως ο Τζορτζ Κένναν, ο υπουργός Άμυνας του προέδρου Κλίντον, Γουίλιαμ Πέρι και ο πρόεδρος του στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, ο στρατηγός Τζον Σαλικάσβιλι, ο Πολ Νίτσε, ο Ρόμπερτ Γκέιτς, ο Ρόμπερτ Μακναμάρα, ο Ρίτσαρντ Πάιπς και ο Τζακ Μάτλοκ, για να κατονομάσω μερικές από αυτές.
Η λογική της θέσης του Πούτιν θα έπρεπε να είναι απολύτως κατανοητή στους Αμερικανούς, οι οποίοι έχουν εδώ και καιρό προσυπογράψει το Δόγμα Μονρόε, το οποίο δηλώνει ότι καμία μακρινή μεγάλη δύναμη δεν επιτρέπεται να σχηματίσει συμμαχία με μια χώρα στο δυτικό ημισφαίριο και να σταθμεύσει εκεί τις ένοπλες δυνάμεις της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ερμήνευαν μια τέτοια κίνηση ως υπαρξιακή απειλή και θα έκαναν μεγάλες προσπάθειες για την εξάλειψη αυτής της απειλής.
Αυτό, φυσικά, συνέβη κατά τη διάρκεια της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας το 1962, όταν ο πρόεδρος Κένεντι κατέστησε σαφές στους Σοβιετικούς ότι οι πύραυλοι τους με πυρηνική κεφαλή έπρεπε να αποσυρθούν από την Κούβα. Από την ίδια λογική επηρεάζεται βαθιά και ο Πούτιν. Άλλωστε, οι μεγάλες δυνάμεις δεν θέλουν μακρινές μεγάλες δυνάμεις να μετακομίσουν στην αυλή τους.
Οι δύο ρωσικές απαιτήσεις
Τρίτον: Η κεντρική σημασία για τον βαθύ φόβο της Ρωσίας για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποσαφινίζεται από δύο εξελίξεις που έχουν συμβεί από την αρχή του πολέμου.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Κωνσταντινούπολης, που διεξήχθησαν αμέσως μετά την έναρξη της εισβολής, οι Ρώσοι κατέστησαν ξεκάθαρα ότι η Ουκρανία θα έπρεπε να αποδεχτεί τη «μόνιμη ουδετερότητα» και δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Οι Ουκρανοί αποδέχτηκαν το αίτημα της Ρωσίας χωρίς σοβαρή αντίσταση – σίγουρα γιατί ήξεραν ότι διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να τερματιστεί ο πόλεμος.
Πιο πρόσφατα, στις 14 Ιουνίου 2024, ο Πούτιν περιέγραψε δύο απαιτήσεις που θα πρέπει να ικανοποιήσει η Ουκρανία πριν συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός και ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Ένα από αυτά τα αιτήματα ήταν να δηλώσει «επίσημα» το Κίεβο «ότι εγκαταλείπει τα σχέδιά του να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ».
Όλα αυτά δεν προκαλούν έκπληξη, καθώς η Ρωσία πάντα θεωρούσε την Ουκρανία ως μέλος του ΝΑΤΟ σαν υπαρξιακή απειλή που πρέπει να αποτραπεί με κάθε κόστος. Αυτή η λογική είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τον πόλεμο της Ουκρανίας. Τέλος, είναι σαφές από τη διαπραγματευτική θέση της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και από τις δηλώσεις του Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου στην ομιλία του στις 14 Ιουνίου 2024, ότι δεν ενδιαφέρεται να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία και να την κάνει μέρος της Μεγάλης Ρωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου