Παρακολουθώντας κανείς τη συνεχή έκπτωση του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας και την δραματική πλέον απονομιμοποίηση του από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, κάτι που ενισχύεται από τον επικίνδυνο και ιδιότυπο μονοπολισμό της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ, οδηγείται αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους για το παρόν και το μέλλον της.
Την ώρα που θα έπρεπε να υπάρχει πλήρης ενεργοποίηση, εν σχέσει με την παγκόσμια γεωπολιτική ρευστότητα και παράλληλα σοβαρές προσπάθειες για την αλλαγή του παραγωγικού οικονομικού μοντέλου της χώρας ενάντια στον παρασιτισμό, που οδήγησε στη χρεωκοπία και την μνημονιακή κηδεμονία που συνεχίζεται ως σήμερα, καθώς και την απάλυνση των δραματικών κοινωνικών ανισοτήτων, το υπάρχον πολιτικό σύστημα περί άλλων τυρβάζει. Κι όλα αυτά 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση.
Εάν κανείς εξετάσει ιδεολογικά και πολιτικά τη σχέση των πολιτικών παρατάξεων στην Ελλάδα με το κράτος, εύκολα θα μπορούσε να προσδώσει σ’ αυτές τον χαρακτηρισμό «κρατιστικές», ανεξαρτήτως του πώς το αντιμετωπίζουν σε επίπεδο ιδεολογικών και προγραμματικών αρχών, αφού η κυρίαρχη στόχευσή τους είναι η κατάληψη και η εκποίησή του μέσω της πελατειακής πατρωνίας. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στρέβλωσης είναι η μετατροπή του πολιτικού προσωπικού μέσω των προνομίων και της ατιμωρησίας, σε ιδιότυπο αυτοτελές «παρασιτικό σώμα», που μαζί με την οικονομική ολιγαρχία λυμαίνονται το εθνικό πλεόνασμα, το οποίο όμως δεν προέρχεται μόνο από τον παραγόμενο εθνικό πλούτο, αλλά κυρίως από εξωτερικό δανεισμό.
Το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής έστω (και προφανώς όχι αντιπρόσωπος) της κοινωνίας και λειτουργός της πολιτείας, μεταλλάχθηκε σε κατοχικό ιδιοκτήτη του πολιτικού συστήματος, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τον δημόσιο χώρο σε ιδιωτικό. Κομματοκρατία, δυναστικό έναντι του πολίτη κράτος, λεηλατική διαχείριση του δημοσίου αγαθού, συγκροτούν το σώμα της Μεταπολίτευσης, η οποία μπορεί αβιάστως να ορισθεί ως ολοκληρωτική επιστροφή στο καθεστώς της πλέον απεχθούς φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Η αυτονομία του πολιτικού-κομματικού παιχνιδιού εν σχέσει με την κατάληψη του κράτους και τον ισχυρό χαρακτήρα του «πελατειακού φαινομένου», οδήγησε σε πλήρη υποχώρηση των πολιτικών αντιθέσεων και των θέσεων αρχών στα κόμματα εξουσίας, αφού αποδείχθηκε ότι τις περισσότερες φορές είναι προσχηματικές και όχι ουσιαστικές. Αυτό απεικονίζεται απόλυτα από την περιοδολόγηση της Μεταπολίτευσης, όπου κυριάρχησαν κομματικά και πολιτικά η ανανεωμένη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή συντηρητική παράταξη της Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μέσω της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Πολιτική θεραπαινίδα της ολιγαρχίας
Οι διακηρυγμένες, παντελώς αποκλίνουσες ιδεολογικές και πολιτικές αρχές αυτών των παρατάξεων, που αποτέλεσαν και το πλαίσιο της πολιτικής τους κυριαρχίας για 36 περίπου χρόνια, κατέληξαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης σε ουσιαστική ενοποίηση κάτω από τα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας σε συνδυασμό με την έντονα πελατειακή πρακτική, τη σήψη και την διαφθορά που διαχύθηκαν σε όλους τους αρμούς της ελληνικής κοινωνίας. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, το κράτος έχει μετατραπεί σε αποκλειστικό «λάφυρο» των κομμάτων εξουσίας, τα οποία το χρησιμοποιούν κατά το δοκούν προς εξυπηρέτηση της κομματικής πελατείας. Κυρίαρχο στοιχείο στη λειτουργία του είναι η έλλειψη αξιοκρατίας, που επιδρά διαβρωτικά τόσο ως προς την αποτελεσματική λειτουργία του σε όλους τους τομείς και ως εν δυνάμει αναπτυξιακού πόλου, όσο και ως προς το παράδειγμα προς την κοινωνία, που εθίζεται σε αυτές τις λογικές.
Θα περίμενε κανείς, σε μια χώρα που βρίσκεται στον πυρήνα της Ευρώπης να αποτελούν μακρινό παρελθόν ή έστω ξεθωριασμένες αναμνήσεις οι οθωμανικές αντιλήψεις και πρακτικές στην πολιτική λειτουργία και στις κοινωνικές σχέσεις και όχι να αποκτήσουν νέα «στιλπνότητα» μέσω της πελατειακής λογικής και αντίληψης, που ευνοεί ο νοσηρός κομματισμός. Η πολιτική τάξη όχι μόνο αποτέλεσε τη «θεραπαινίδα» της οικονομικής ολιγαρχίας που λειτουργεί διαχρονικά με καθαρά κερδοσκοπικό και αρπακτικό τρόπο σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, αλλά παράλληλα, για τη δική της αυτοσυντήρηση και αναπαραγωγή καλλιέργησε και επέβαλε στα ακραία του όρια το μοντέλο του πελατειακού κράτους και της διαμεσολάβησης, μεριμνώντας να αποκτήσει για τον εαυτό του σημαντικά προνόμια. Η συμπεριφορά της αποτελεί υπόδειγμα της εξαιρετικής κοινωνιολογικής ανάλυσης του Μαξ Βέμπερ και δη των στοιχείων που προσδίδουν στο πολιτικό προσωπικό τον χαρακτήρα ενός συμπαγούς μηχανισμού με αυτοτελείς και πολλές φορές συντεχνιακού τύπου μεθόδους και πρακτικές αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής του.
Το πολιτικό προσωπικό εξουσίας συνολικά «ζυγίσθηκε και βρέθηκε ελλιπές» τόσο ως προς την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας και των ευκαιριών κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, για την παραγωγική ανασυγκρότησή της, την επέκταση της κοινωνικής ισονομίας και αλληλεγγύης και την ενίσχυση της εθνικής κυριαρχίας. Αντίθετα, αφού οδήγησε την Ελλάδα στη χρεωκοπία, μετατράπηκε στη συνέχεια σε θλιβερό κομπάρσο των ξένων δανειστών με μόνο μέλημά του την αναπαραγωγή και τη διατήρηση των τοξικών προνομίων του.
Αυτό το πολιτικό σύστημα της άφρονης και ανάξιας κομματοκρατίας, με κόμματα σχεδόν πανομοιότυπα ως προς τη λειτουργία τους (αρχηγικά και χωρίς εσωτερική δημοκρατία), όχι μόνο δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση, αλλά αντίθετα αποτελεί πλέον ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την έξοδο από αυτήν. Και αυτό γιατί ενώ στα άλλα δυτικά κράτη το πολιτικό σύστημα αποτελεί έναν από τους λειτουργικούς παράγοντες του εποικοδομήματος και της ουσιαστικής επίδρασης αυτού στην οικονομική βάση, στην Ελλάδα έχει αυτονομηθεί, έχοντας εξελιχθεί σε αρνητικό πόλο τόσο σε βάρος της οικονομικής βάσης όσο και του εποικοδομήματος, παρεμβαίνοντας αρνητικά στην οικονομία και τους θεσμούς. Λειτουργεί δηλαδή ως «νονός» ενός «νόθου πελατειακού συστήματος» σε μια καθημαγμένη οικονομία και κοινωνία, συνιστώντας έτσι ισχυρό αντίπαλο δέος σε οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ανανέωσης σε κεντρικό και ενδιάμεσο θεσμικό επίπεδο.
Από τον δικομματισμό στον κύριο τίποτα
Η αυτονόμηση αυτής της νοσηρής κομματοκρατίας έχει καταλήξει να λειτουργεί ως δυνάστης στη χώρα. Από τον κλασικό δικομματισμό της μεταπολιτευτικής περιόδου (ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Ν.Δ.) οδηγηθήκαμε στη συνεχή εναλλαγή κομμάτων κατά την περίοδο της μνημονιακής κηδεμονίας. Αρχικά η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., το 2009, χωρίς καμία αντίσταση στους διεθνείς δανειστές και χωρίς αναπτυξιακό σχέδιο έβαλε τη χώρα στον μνημονιακό ζυγό. Αλλά και από την πλευρά της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ., που αρχικά επιδόθηκε σε αντιμνημονιακούς «θεατρινισμούς» υπό την ηγεσία Σαμαρά, συνέπραξε στη συνέχεια με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη ΔΗΜ.ΑΡ. τον Ιούνιο του 2012, υλοποιώντας τις σκληρές μνημονιακές πολιτικές. Συνέπεια αυτών ήταν η άνοδος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην εξουσία το 2015 ως έκφραση του αντιμνημονιακού κινήματος, που συνέπραξε με τους ΑΝ.ΕΛ. της άκρας λαϊκής Δεξιάς.
Η ολοκληρωτική μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. το 2016, η πρόδηλη διαχειριστική του υστέρηση και η πλήρης αφομοίωσή του στο κράτος και την αλώβητη διαπλοκή, φόρτωσε στους Έλληνες πολίτες ένα τρίτο μνημόνιο. Μέσω δε της υπερφορολόγησης ολοκληρώθηκε η συντριβή των μεσαίων στρωμάτων και των αντίστοιχων παραγωγικών αρμών διαλύοντας τις ελπίδες, που είχαν δημιουργηθεί στον λαό από τον αντιπολιτευτικό βερμπαλιστικό λόγο του. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής διαχείρισης ήταν η επανάκαμψη της Ν.Δ. στην εξουσία τον Ιούλιο του 2019 και η νεκρανάσταση αρχικά ενός ιδιότυπου τοξικού «μεταμνημονιακού» δικομματισμού στο θολό κάδρο της επανόδου της «κανονικότητας» και εν συνεχεία του σαθρού και επικίνδυνου μονοπολισμού της ΝΔ που οδηγεί τη χώρα σε αχαρτογράφητα παρακμιακά νερά.
Από την πλευρά τέλος της υπόλοιπης Αριστεράς, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να της προσάψει ότι συμμετείχε στη διακυβέρνηση του τόπου κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, πλην της βραχείας περιόδου της συγκυβέρνησης το 1989, η ατταβιστική της πολιτική συμπεριφορά, με απουσία συγκεκριμένων προτάσεων ανάπτυξης της χώρας και κυρίως η εμμονή στην απόλυτη διαίρεση των δυνάμεών της και στην άρνηση των πολιτικών της ηγεσιών για την έγκαιρη δημιουργία ένος προοδευτικού τρίτου πολιτικού πόλου λειτουργεί έστω και εκούσια ενάντια στην πρόοδο της Ελλάδας. Τέλος, οι δυνάμεις στα δεξιά της ΝΔ δεν μπορούν καν να χαρακτηριστούν απλώς λαϊκίστικες, αφού κυριαρχεί η πλήρης αφερεγγυότητα τους.
Έτσι, ο μόνος δρόμος, που είναι αντικειμενικά δύσκολος, είναι η συντριβή και η υπέρβασή του σημερινού υπονομευμένου πολιτικού συστήματος μέσω της δημιουργίας ενός νέου δημοκρατικού και πατριωτικού πολιτικού υποκειμένου ανατροπής, που θα καλύψει το τεράστιο σημερινό πολιτικό κενό και θα θέσει στο προσκήνιο τα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα της χώρας. Όπως είναι για παράδειγμα η ενδογενής ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η ουσιαστική εμβάθυνση και ανάταξη της παιδείας, η προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, η ανακοπή της δημογραφικής κατάρρευσης, η εμβάθυνση και προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των ατομικών και συλλογικών εγγυήσεων κάθε Έλληνα πολίτη και η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού μέσω μιας νέας εθνικής στρατηγικής αποτροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου