Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

ΜΑΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ Ώρα μηδέν για την Ελλάδα...!!!

από Βασίλης Βιλιάρδος

Είναι φανερό πως η Οικονομία μας δεν πηγαίνει καθόλου καλά – αφού όλοι οι βασικοί δείκτες της είναι στο βαθύ κόκκινο. 

Μόνο ο ρυθμός ανάπτυξης είναι θετικός, αν και βασίζεται στην τεράστια απόκλιση του ΑΕΠ μας από το μέσο της ΕΕ, καθώς επίσης στα 51,5 δις € με δανεικά – με τα οποία στηρίχθηκε η οικονομία μας με την επίκληση της πανδημίας, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες που έχουν πολύ πιο βιώσιμο δημόσιο χρέος. 

Όσον αφορά δε το μέλλον, με τα κρυφά χρέη των παγωμένων τόκων των 25 δις € του EFSF, των χρεολυσίων των 96 δις €, της «τρύπας» των 78 δις € του ασφαλιστικού και τις όποιες κρατικές εγγυήσεις εκπέσουν, συν τα συνεχή ελλείμματα του προϋπολογισμού μας που αυξάνουν το χρέος, θα είναι ακόμη πιο σκοτεινό – εάν δεν αλλάξουμε άμεσα το οικονομικό μας μοντέλο.

Ανάλυση

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα προβλήματα εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα το 2026,27 και 28, όπου θα υπερδιπλασιαστούν οι πληρωμές, φαίνονται ξεκάθαρα – ενώ θα πρέπει να συμπληρωθούν οι ετήσιοι τόκοι στα ποσά του γραφήματος (περί τα 8 δις).

Όσον αφορά το 2033, όπου ξεπαγώνουν επί πλέον οι τόκοι ύψους 25 δις € του EFSF που δεν φαίνονται στο γράφημα, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, οι δυσκολίες θα είναι ανυπέρβλητες, ενώ έως τότε θα έχουμε ξεπουλήσει τα πάντα – σημειώνοντας πως το ιδιωτικό μας χρέος σήμερα έχει υπερβεί τα 370 δις € (περί τα 240 δις κόκκινο), το δημόσιο τα 406,5 δις € και το εξωτερικό τα 550 δις €.

Ένα ακόμη κρυφό χρέος, ελπίζοντας πως δεν θα εκπέσουν οι κρατικές εγγυήσεις της τάξης των 30 δις €, εκ των οποίων περί τα 20 δις € αφορούν τα προγράμματα Ηρακλής των τραπεζών (συμπεριλαμβανομένου του 3ου που υπολογίζεται μεταξύ 2 δις € και 4 δις €), αφορά το ασφαλιστικό σύστημα – όπου υπάρχει ένα κρυφό χρέος της τάξης των 78 δις €.

Ειδικότερα, το 2024 προβλέπονται 230.000 νέες συνταξιοδοτήσεις από 190.000 που ήταν το 2023, αυξάνοντας τις πληρωμές στις κύριες συντάξεις στο επίπεδο των 2,1 δις € – ενώ τις επικουρικές συντάξεις στο επίπεδο των 550 εκ. €, εκ των οποίων τα 150 εκ. € θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Γιατί; Λόγω του κόστους μετάβασης που προκαλείται από τις απώλειες στον ΕΦΚΑ, εξαιτίας της σύστασης και λειτουργίας του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) – ως συνήθως, από τον κ. Χατζηδάκη τότε.

Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το κόστος μετάβασης θα επιβαρύνει σημαντικά την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, αφού θα προσεγγίζει κατά μέσον όρο τα 1,6 έως 1,7 δις ευρώ ετησίως μέχρι το 2070 (γράφημα) – ενώ το σύνολο του που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως κρυφό χρέος, υπολογίζεται στα 78 δις €.

Στα πλαίσια αυτά, εάν δεν αντιμετωπισθούν άμεσα τα βασικά προβλήματα της οικονομίας μας, η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μία ακόμη, πολύ πιο επώδυνη χρεοκοπία – ενώ ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο, θεωρούμε πως έχει φτάσει η ώρα μηδέν. Σε σχέση τώρα με το πώς εξελίσσονται ορισμένοι τομείς, τα εξής:

Θέσεις εργασίας   

Η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, δημιουργούνται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα – καθώς επίσης περιορισμένες δεξιότητες. Με απλά λόγια, στην Ελλάδα δημιουργούνται θέσεις εργασίας, κατάλληλες για φθηνούς μετανάστες και ακατάλληλες για τους δικούς μας πτυχιούχους – όσον αφορά την ποιότητα της δουλειάς και τις αμοιβές της.

Επομένως, παραμένουν οι συνθήκες που ανάγκασαν 748.000 νέους Έλληνες 25 έως 44 ετών να εγκαταλείψουν τη χώρα μας για να επιβιώσουν (γράφημα) – προκαλώντας το γνωστό ως «brain drain», αλλά και τη δημογραφική μας κατάρρευση. Παραμένουν δηλαδή αμετάβλητες αυτές οι συνθήκες που είχαν ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση τους από ξένους μετανάστες – οπότε την αλλοίωση της κοινωνίας μας.

Πρόκειται ασφαλώς για τις συνέπειες μιας λανθασμένης οικονομικής πολιτικής – ενός ΑΕΠ που στηρίζεται κατά 88,5% στην κατανάλωση, καθώς επίσης στον τουρισμό και στις κατασκευές. Ενός οικονομικού μοντέλου που μας χρεοκόπησε και θα μας χρεοκοπήσει ξανά.

Ενέργεια

Περαιτέρω, «οι γερμανικές ενεργοβόρες επιχειρήσεις λειτουργούν με 46 €/MWh – οι γαλλικές με 32 €/MWh και οι ελληνικές με 95 €/MWh. Είναι δυνατόν να τις ανταγωνισθεί ποτέ η Ελλάδα; Στη Γερμανία, ενώ η τιμή ρεύματος για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες το 2023 ξεκινάει από μια βάση αντίστοιχη με αυτήν της Ελλάδας, στα 117 €/MWh, μετά από φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις (αντιστάθμιση), μειώνεται στα 46 €/MWh.

Στην Ελλάδα, στην αντίστοιχη τιμή των 117 €/MWh, προστίθεται ένα κόστος της τάξης των 13 €/MWh από την αγορά εξισορρόπησης και μετά τη μείωση που προκύπτει (από την μειωμένη σε σχέση με τη Γερμανία αποζημίωση για αντιστάθμιση), καταλήγει στα 95 €/MWh» (Κ).

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, είναι αυτονόητη η αποχώρηση της μίας μετά την άλλη βιομηχανίας από την Ελλάδα – γεγονός που σημαίνει ότι, αντί για την επείγουσα αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου, χειροτερεύει ακόμη περισσότερο το υφιστάμενο. Στηρίζεται δε όλο και πιο πολύ στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και στις κατασκευές, αντί στον τεχνολογικό πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση και στη βιομηχανία – παρά το ότι πρόκειται για το μοντέλο που μας χρεοκόπησε και θα μας χρεοκοπήσει ξανά.

Έτσι δεν πρόκειται ποτέ να αυξηθούν οι πραγματικοί μέσοι μισθοί που έχουν καταρρεύσει (από 1.450 € το 2009 στα 988 € το 2023 σε όρους αγοραστικής αξίας, 1.251 € ονομαστικά), αφού η άνοδος της παραγωγικότητας που απαιτείται, επιτυγχάνεται κυρίως στην παραγωγή και όχι στις υπηρεσίες – οπότε σύντομα θα μας περάσει και η τελευταία χώρα της ΕΕ, η Βουλγαρία, στο κατά κεφαλήν εισόδημα.

Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος της Κίνας επισκέφθηκε μόνο τη Σερβία και την Ουγγαρία, υπογράφοντας συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου, συν επενδυτικές αξίας 20 δις € – αφήνοντας εκτός την Ελλάδα της «σωστής πλευράς της ιστορίας». Σημαίνει στην ουσία πως η Ελλάδα δεν θα συμμετέχει στο δρόμο του μεταξιού – καθώς επίσης πως η Σερβία και η Ουγγαρία, θα αποτελέσουν βασικό κόμβο της Κίνας στην Ευρώπη, εις βάρος μας.

Αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου

Συνεχίζοντας, ο βασικός στόχος της αλλαγής του οικονομικού μας μοντέλου, με κέντρο βάρους τον τεχνολογικό πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση και τη βιομηχανία, επίσης την αμυντική, είναι η μείωση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση – αντίστοιχα, η αύξηση της συμμετοχής των εξαγωγών και των επενδύσεων.

Εν τούτοις, η συνολική καταναλωτική δαπάνη (δημόσια και ιδιωτική) την τελευταία τετραετία κυμαίνεται μεσοσταθμικά στο 88,5%  – ενώ είναι μεν χαμηλότερη από το 2009, όπου ανερχόταν στο 90,5%, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στο δημόσιο τομέα, αφού η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη διατηρείται σταθερή από το 2010 έως σήμερα, (στο 70% περίπου, όση ήταν το 2008 και το 2009).

Εξαγωγές

Όσον αφορά τις εξαγωγές, περίπου το 33% αφορά προϊόντα πετρελαίου – η προστιθέμενη αξία των οποίων είναι ελάχιστη. Μόλις το 20% αποτελείται από τρόφιμα, ποτά και καπνό – παρά το ότι η χώρα μας έχει τεράστιες δυνατότητες.

Το χειρότερο είναι όμως η συνεχιζόμενη πτώση των εξαγωγών αγαθών – τόσο το 2023, όσο και το πρώτο τρίμηνο του 2024. Αν και ο στόχος της κυβέρνησης δε, ήταν στα 70 δις € το 2023, από τα 55,76 δις € το 2022, η συνολική αξία των εξαγωγών το 2023 ανήλθε στα 50,92 δις € – παρουσιάζοντας μείωση 8,7% ή κατά 5,29 δις €.

Όσον αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2024, η πτώση των εξαγωγών μας ανήλθε στο 11% – στα 12,3 δις €,  έναντι 13,85 δις € το ίδιο διάστημα του 2023. Ήταν εύλογη λοιπόν ν άνοδος του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου στα 7,97 δις €, από  7,33 δις € το αντίστοιχο διάστημα του 2023 (γράφημα) – παρουσιάζοντας αύξηση 8,7%.

Δυστυχώς, το βασικό μας εξαγωγικό προϊόν όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων, δεν είναι άλλο από τα παιδιά μας που φεύγουν στο εξωτερικό για να επιβιώσουν. Από τα παιδιά μας που μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε, δαπανώντας τεράστια ποσά, για να προσφέρουν εργασία, ΑΕΠ, έσοδα και απογόνους σε άλλες χώρες, στηρίζοντας το δικό τους δημογραφικό – με την κυβέρνηση να τα αντικαθιστά με φθηνούς και πολύ χαμηλοτέρων δεξιοτήτων ξένους μετανάστες, ακόμη και με παράνομους που νομιμοποίησε με θράσος.

Ξένες Επενδύσεις

Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισροές κεφαλαίων στην οικονομία που χαρακτηρίζονται ως άμεσες ξένες επενδύσεις, μειώθηκαν σημαντικά το 2023 κατά 38,7%, σε σχέση με το 2022 – στα 4,6 δις € ή στο 2,1% του ΑΕΠ μας, έναντι 7,5 δις € το 2022 ή 3,6% του ΑΕΠ.

Το χειρότερο είναι όμως πως, παρά το ότι ο κλάδος των ακινήτων υπολογίζεται πάνω από το 40% των συνολικών εισροών κεφαλαίων, αν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις μειώθηκαν, αυξήθηκαν οι επενδύσεις σε ακίνητα – γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη ληστεία των σπιτιών των Ελλήνων, από τα funds και τους servicers.

Ειδικότερα, οι εισροές για αγορές ακινήτων ανήλθαν στα 2,13 δις € το 2023 – ή στο 42,5% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το ποσόν αυτό ήταν αυξημένο κατά 8% σε σχέση με το 2022 – όπου για τις αγορές ακινήτων υπήρξαν εισροές ύψους 1,98 δις €.

Σε κάθε περίπτωση, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος η μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων οφείλεται κυρίως στο εσωτερικό περιβάλλον της χώρας και δευτερευόντως στο εξωτερικό – οπότε η αιτία δεν είναι εισαγόμενη, αλλά εγχώρια.

Ως αιτία του δυσμενέστερου εσωτερικού περιβάλλοντος αναφέρεται ενδεικτικά η στασιμότητα που αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οι περιορισμένες επενδύσεις σε μετοχές από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων στη χώρα, καθώς επίσης η διατήρηση πολλών έργων σε φάση διαγωνισμών, κατά το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων.

Παραγωγικότητα της εργασίας, μισθοί και επενδύσεις

Όπως είναι γνωστό, οι μισθοί των εργαζομένων πρέπει να αυξάνονται ανάλογα με την παραγωγικότητα τους και τον πληθωρισμό που δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης – έτσι ώστε να μη χάνει την ανταγωνιστικότητα της μία οικονομία, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν τα ελλείμματα στα ισοζύγια της (εμπορικό, τρεχουσών συναλλαγών), οπότε να αυξάνεται το εξωτερικό της χρέος κλπ.

Από την άλλη πλευρά, οι μισθοί διαμορφώνονται ανάλογα με την παραγωγικότητα – όπου η παραγωγικότητα των Ελλήνων το 2022 ήταν χαμηλότερη κατά 35,9% από το μέσον όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, κατά 38,1% της ΕΕ και κατά 43,3% της Ευρωζώνης (πίνακας). Αυτός είναι ο λόγος λοιπόν που οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι – με αποτέλεσμα να είμαστε προτελευταίοι στην ΕΕ, στο κατά κεφαλήν εισόδημα.

Όσον αφορά το 2022 σε σχέση με το 2015, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 0,3% – όταν στον ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 7,2%, στην ΕΕ κατά 6,1% και στην Ευρωζώνη κατά 4,6%. Θα ήταν λοιπόν λογικό να παραμένουν παγωμένοι οι μισθοί στην Ελλάδα (με εξαίρεση την άνοδο τους λόγω πληθωρισμού) ή να μειώνονταν κατά 0,3%, όταν στις άλλες περιοχές θα αυξάνονταν – με αποτέλεσμα να διευρύνεται η απόκλιση της Ελλάδας από την ΕΕ (γράφημα), όπως συμβαίνει, αντί να επιτυγχάνεται σύγκλιση.

Γιατί είναι χαμηλή ή ακόμη και μειώνεται η παραγωγικότητα στην Ελλάδα; Προφανώς επειδή δεν διενεργούνται επενδύσεις. Γιατί δεν διενεργούνται επενδύσεις (=ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου), παρά το επενδυτικό κενό των 100 δις €; Κυρίως λόγω των μνημονίων στο παρελθόν και πλέον λόγω της εξέλιξης των αποταμιεύσεων – οι οποίες είναι συνεχώς αρνητικές από το 4ο τρίμηνο του 2021 (γράφημα).

Γιατί είναι αρνητικές; Εξαιτίας (α) της ανόδου του κόστους διαβίωσης (ενοίκια, τιμές αγαθών, καύσιμα κλπ.), ειδικά σε σχέση με τους μισθούς και (β) της υπερφορολόγησης. Πώς μπορούν να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις, για να διενεργηθούν εγχώριες (παραγωγικές βέβαια) επενδύσεις και να αυξηθεί βιώσιμα το ΑΕΠ μας, αφού οι επενδύσεις με ξένα χρήματα οδηγούν σε χρεοκοπία;

Μέσω της ανόδου των πραγματικών (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού) μισθών. Πώς μπορούν να αυξηθούν οι πραγματικοί μισθοί, χωρίς να χάσει η οικονομία μας την ανταγωνιστικότητα της; (α) Μέσω της καταπολέμησης του εγχωρίου πληθωρισμού της αισχροκέρδειας, της διάλυσης των τραπεζικών και λοιπών καρτέλ, καθώς επίσης της εξασφάλισης της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά που έχει πια δυστυχώς ολιγοπωλιακή δομή – μεταξύ άλλων, με τη σωστή δραστηριοποίηση της Αρχής Ανταγωνισμού. (β) Με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών, καθώς επίσης των φόρων – οι οποίοι είναι κατά πολύ υψηλότεροι, από τους μέσους του ΟΟΣΑ.

Από πού μπορούν να χρηματοδοτηθούν αυτές οι μειώσεις; Από την πλήρη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που επιτυγχάνεται μόνο όταν είναι ασύμφορη για όλους. Πώς μπορεί να γίνει ασύμφορη; Μέσω της δρομολόγησης ενός συστήματος εσόδων/εξόδων, το οποίο θα συνοδεύεται από έναν επίπεδο φόρο της τάξης του 15%. Επίσης από τον περιορισμό της κρατικής σπατάλης – η οποία ζει και βασιλεύει, ενώ είναι η μοναδική σχεδόν που κατάφερε να επιβιώσει από τα μνημόνια.

Τέλος, από την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου που επίσης επέζησε από τα μνημόνια, με μεθόδους που είναι γνωστοί και εύκολο να δρομολογηθούν – αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει πολιτική βούληση, λόγω της διαφθοράς και της διαπλοκής της πολιτικής με την Ολιγαρχία. Όλα αυτά, απλουστευμένα και περιεκτικά βέβαια, αυξάνουν επί πλέον το ΑΕΠ, οπότε τα έσοδα του δημοσίου και καθιστούν ευκολότερη τη χρηματοδότηση των μειώσεων φόρων/ασφαλιστικών εισφορών, καθώς επίσης τις επενδύσεις – δημόσιες και ιδιωτικές.

Επενδύσεις σχηματισμού παγίου κεφαλαίου

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι επενδύσεις σε πάγια μειώθηκαν κατά -5,7% σε ετήσια βάση και -2,6% σε τριμηνιαία βάση, κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2023 – για πρώτη φορά από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.

Σύμφωνα δε με ανάλυση της Eurobank, οι επενδύσεις υποχωρούν συνεχώς τα τελευταία τέσσερα τρίμηνα (-0,5% το Q1, -0.6% το Q2, -2,1% το Q3 και -2,6% το Q4) – ενώ ο συνολικός σχηματισμός κεφαλαίου μειώθηκε κατά -0,5% λόγω μείωσης των αποθεμάτων. Οι επενδύσεις σε πάγια, οι οποίες είναι σημαντικές για την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, αυξήθηκαν μόλις κατά 4% – όταν ο αναθεωρημένος στόχος της κυβέρνησης ήταν 7%.

Ο στόχος τώρα για επενδυτικές δαπάνες είναι 12,17 δις € το 2024 – φτάνει δηλαδή σε επίπεδα πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία ακόμη και πριν από τα μνημόνια. Κατά τον προϋπολογισμό δε, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν περισσότερο από 15,1% το 2024 – σημειώνοντας  όμως ότι, ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε αύξηση των επενδύσεων της τάξης του 15,5%, ενώ τελικά διαμορφώθηκε στο 4%.

Εν προκειμένω, η κυβέρνηση έχει θέσει όλες τις ελπίδες της στα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης – όπου όμως έχει μεν εισπράξει περί τα 15 δις €, αλλά έχει διαθέσει μόλις 5 δις € στην οικονομία. Ευχόμαστε και ελπίζουμε να πραγματοποιηθεί ο στόχος του 2024 – αν και θεωρούμε πως οι πιθανότητες δεν είναι μεγάλες.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, είναι φανερό πως η Οικονομία μας δεν πηγαίνει καθόλου καλά – αν και δεν αναφέραμε όλους τους δείκτες της που είναι στο βαθύ κόκκινο. Μόνο ο ρυθμός ανάπτυξης είναι θετικός, αν και βασίζεται στην τεράστια απόκλιση του ΑΕΠ μας από το μέσο της ΕΕ, καθώς επίσης στα 51,5 δις € με δανεικά – με τα οποία στηρίχθηκε η οικονομία μας με την επίκληση της πανδημίας, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες που έχουν πολύ πιο βιώσιμο δημόσιο χρέος.

Στα πλαίσια αυτά, οι σπασμωδικές κινήσεις της κυβέρνησης όσον αφορά την ακρίβεια, όπου «απειλεί» ανόητα τις πολυεθνικές για τη διαφορετική τιμολόγηση τους ανά χώρα, με την αποστολή επιστολής στις Βρυξέλες, είναι κωμικοτραγικές – αφού το μόνο που θα πετύχει είναι να τις εξοργίσει.

Εν προκειμένω αναφέρεται ήδη πως αρκετά τους στελέχη θεωρούν άδικη τη στοχοποίηση και την επίθεση που δέχονται – υποστηρίζοντας πως η διαφορετική τιμολόγηση οφείλεται στις ελληνικές ιδιαιτερότητες, όπως ο υψηλός ΦΠΑ, το μεγάλο κόστος τροφοδοσίας, η πανάκριβη ενέργεια, κλπ. Απειλούν δε με τη σειρά τους την κυβέρνηση πως θα προσφύγουν στη Δικαιοσύνη – στην περίπτωση παρεμβάσεων που θα πλήξουν την κερδοφορία τους.

Εύλογα, αφού σε μία ελεύθερη αγορά δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους παρεμβάσεις – αλλά η εξασφάλιση της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ο οποίος στη χώρα μας είναι ανύπαρκτος, λόγω της ολιγοπωλιακής της δομής της αγοράς και της απουσίας της Αρχής Ανταγωνισμού.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
 https://analyst.gr/2024/05/19/ora-miden-gia-tin-ellada-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου