Εκτός του ότι φαίνεται ξανά καθαρά πως μία νομισματική ένωση τόσο διαφορετικών χωρών μεταξύ τους δεν είναι βιώσιμη, η ΕΚΤ δηλώνει υπερήφανη για το γεγονός ότι, κατάφερε να μειώσει τη «ζήτηση» και να προκαλέσει ύφεση – με τις τεράστιες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της.
Υπερηφανεύεται για ένα έγκλημα και για την άγνοια της δηλαδή, αφού η υπερβολική ζήτηση δεν ήταν ποτέ μία από τις αιτίες των αυξήσεων των τιμών στην Ευρώπη – σημειώνοντας πως οι συνθήκες στις ΗΠΑ είναι εντελώς διαφορετικές και η πολιτική αύξησης των επιτοκίων της Fed σωστή.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές της ΕΚΤ επηρεάζουν πρωτίστως την επενδυτική δραστηριότητα – οπότε τις μελλοντικές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η μείωση των επενδύσεων δε, προφανώς δεν είναι τέχνη – αλλά μία βάναυση πράξη που οφείλεται μόνο στο ότι, η ΕΚΤ δεν ήταν δυστυχώς σε θέση να πραγματοποιήσει μία διαφοροποιημένη και ορθολογική ανάλυση. Η τέχνη, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, θα ήταν να κατανοήσει το πλαίσιο και τις πραγματικές αιτίες της αύξησης των τιμών, να το επικοινωνήσει έξυπνα και να κάνει ότι είναι δυνατόν, για να στηρίξει την επενδυτική δραστηριότητα – ακριβώς σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που βιώνει η Ευρώπη. Η ηγεσία της ΕΚΤ λοιπόν απέτυχε παταγωδώς – όπως απέτυχε άλλωστε η «θεωρία του χρέους» στο παρελθόν, με την οποία οι Γερμανοί στραγγάλισαν και λεηλάτησαν την Ελλάδα. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της αποτυχίας είναι και οι ζημίες των κεντρικών τραπεζών – όπως της ΤτΕ που δεν θα μοιράσει εφέτος μέρισμα, όπως τα προηγούμενα χρόνια..
Ανάλυση
Έχουμε αναφέρει πολλές φορές πως ο πληθωρισμός στην ΕΕ αφορά κυρίως την προσφορά και όχι τη ζήτηση – οπότε δεν καταπολεμάται με την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της ΕΚΤ που έχει ήδη προκαλέσει ύφεση σε κάποιες χώρες, με κίνδυνο να βυθιστεί η ΕΕ σε στασιμοπληθωρισμό (ανάλυση). Το πλέον ανησυχητικό δε είναι κατά τον Flasbeck το ότι, υπάρχουν τεράστιες διαφορές πληθωρισμού μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης – με την Ολλανδία να έχει ήδη αρνητικό πληθωρισμό (=αποπληθωρισμό) το Σεπτέμβρη -0,3%, όταν η Σλοβακία πληθωρισμό +8,9% (πίνακας).
Η Ισπανία είχε πληθωρισμό 3,2% τον ίδιο μήνα, η Γαλλία 5,6%, η Γερμανία 4,3%, η Πορτογαλία 4,8%, το Βέλγιο 0,7% και η Ελλάδα 2,4% – γεγονός που μεταξύ άλλων σημαίνει ότι, τα πραγματικά επιτόκια (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού) στα διάφορα κράτη έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή, τα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ φιλοσοφούν σχετικά με το εάν και σε ποιο βαθμό ή τι ρόλο διαδραματίζει η προσφορά χρήματος στην εξέλιξη του πληθωρισμού – όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ.
Για παράδειγμα, η I. Schnabel έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως η προσφορά χρήματος που έχει αυξηθεί ραγδαία μετά την πανδημία, δεν πρέπει να αγνοηθεί – ότι εξακολουθεί να είναι ένας σχετικός δείκτης των κινδύνων σταθερότητας των τιμών, οπότε οφείλει να έχει μία μόνιμη θέση στην ανάλυση της νομισματικής πολιτικής.
Εν προκειμένω, προκύπτει το εξής ερώτημα: εάν η προσφορά χρήματος (γράφημα), όποια και να είναι, εξακολουθεί να αποτελεί έναν σχετικό δείκτη των κινδύνων σταθερότητας των τιμών, πώς γίνεται να έχουν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης τόσο διαφορετικούς ρυθμούς πληθωρισμού; Είναι βέβαια προφανές πως η «προσφορά χρήματος» που εγκρίνεται (ή, όπως ορισμένοι εξακολουθούν να πιστεύουν, που «εκδίδεται» ελεγχόμενα) από την ΕΚΤ, έχει πάντοτε ένα γενικό αντίκτυπο σε όλες τις χώρες.
Εν τούτοις η θεωρία των μονεταριστών, σύμφωνα με την οποία ο πληθωρισμός οφείλεται στο ότι, «πολλά χρήματα κυνηγούν πολύ λίγα αγαθά», δεν μπορεί να τεκμηριωθεί σε περιφερειακό επίπεδο – αφού, εάν τα «πάρα πολλά χρήματα» ήταν η αιτία του πληθωρισμού, θα επηρέαζαν με τον ίδιο τρόπο όλα τα κράτη σε μία συγκεκριμένη νομισματική περιοχή. Ειδικότερα, η εξισορρόπηση των επιτοκίων μέσω των χρηματαγορών και των χρηματοπιστωτικών αγορών θα διασφάλιζε ότι, υπάρχει ακριβώς το ίδιο ποσόν «υπερβολικά μεγάλης» ποσότητας χρήματος σε όλες τις χώρες.
Από την άλλη πλευρά, εάν σε μία νομισματική ένωση, σε μία φάση γενικότερων μειώσεων των τιμών, εμφανίζονται τεράστιες διαφορές των ποσοστών του «πληθωρισμού», όπως φαίνεται από τον παραπάνω πίνακα, σημαίνει ξεκάθαρα πως ο «αρχικός πληθωρισμός» που η ΕΚΤ θέλησε να καταπολεμήσει με τα υψηλά επιτόκια, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την εξέλιξη της ποσότητας χρήματος – ούτε γενικότερα με τη ζήτηση και ούτε καν με τα κρατικά χρέη.
Το ίδιο συμπέρασμα θα μπορούσε να προκύψει με έναν άλλο τρόπο. Ειδικότερα, εάν ίσχυε πως ο «πληθωρισμός» (σε εισαγωγικά, επειδή δεν πρόκειται για πραγματικό πληθωρισμό του σπιράλ μισθών-τιμών, ανάλυση) σε όλες τις χώρες ήταν, έστω και εν μέρει, το αποτέλεσμα της υπερβολικής νομισματικής επέκτασης, θα σήμαινε πως η νομισματική πολιτική προσφοράς χρήματος σε μία νομισματική ένωση, μπορεί να οδηγήσει σε παράλογα αποτελέσματα.
Εάν ήταν τώρα αυτό που μετράται στις επί μέρους χώρες ως ποσοστό πληθωρισμού, έστω κατ’ ελάχιστο εκείνος ο πληθωρισμός, με τον οποίο οι επιχειρήσεις σε όλα τα κράτη θα έπρεπε να υπολογίζουν μακροπρόθεσμα, τότε η επιβάρυνση των επιτοκίων στην Ολλανδία θα ήταν απαράδεκτα υψηλή – επειδή το πραγματικό επιτόκιο, μετρούμενο απλοποιημένα ως η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού επιτοκίου και του πληθωρισμού, θα ήταν της τάξης του +5% στην Ολλανδία, όταν στη Σλοβακία αντίθετα, θα ήταν στο -4%!
Με απλά λόγια, η Ολλανδία θα «τιμωρούταν» με ένα εξαιρετικά υψηλό πραγματικό επιτόκιο (αυτό μετράει για τις επενδύσεις), παρά το ότι είναι η πλέον αποτελεσματική χώρα, όσον αφορά τη διατήρηση του πληθωρισμού υπό έλεγχο – ενώ η Σλοβακία θα ανταμειβόταν, παρά το ότι είναι η χειρότερη, σε σχέση με τον έλεγχο του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ με τη σειρά της θα έπρεπε να δηλώσει δημόσια ότι, αυτού του είδους η νομισματική πολιτική για τον έλεγχο του πληθωρισμού απέτυχε – αφού έχει ως αποτέλεσμα λανθασμένα κίνητρα.
Εκτός αυτού, η ΕΚΤ έχει θέσει ρητά ως στόχο της τη δημιουργία παρόμοιων νομισματικών συνθηκών σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – ενώ αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της για τις αμφιλεγόμενες αγορές ομολόγων εκ μέρους της, τα τελευταία δέκα χρόνια, αφού δυστυχώς είχε προηγουμένως «δολοφονήσει» την Ελλάδα (όχι τον αδύναμο κρίκο του ευρώ, αλλά τον ανόητο κρίκο).
Στην πραγματικότητα όμως, οι τεράστιες διαφορές στους ρυθμούς «πληθωρισμού» που διαπιστώνονται σήμερα, είναι το αποτέλεσμα των διαφορετικών διαρθρωτικών συνθηκών στα κράτη μέλη – επίσης των διαφορετικών πολιτικών αντιδράσεων/μέτρων, σε σχέση με την αύξηση των τιμών της ενέργειας το προηγούμενο έτος. Ειδικότερα, σε ορισμένες χώρες η μείωση των τιμών της εισαγόμενης ενέργειας επιτυγχάνεται πιο γρήγορα, από ότι σε άλλες – με αποτέλεσμα ο «πληθωρισμός» τους που δεν οφείλεται ούτε στη ζήτηση, ούτε στην ποσότητα χρήματος, να συρρικνώνεται γρηγορότερα.
Από αυτό ακριβώς το συμπέρασμα προκύπτει πως η γενικότερη «μάχη» της ΕΚΤ εναντίον του πληθωρισμού είναι λανθασμένη και άστοχη – αφού, όπου δεν μπορεί να εντοπισθεί μία κοινή αιτία για τις αυξήσεις των τιμών στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, δεν υπάρχει επίσης κανένας λόγος για μία κοινή και γενικευμένη πολιτική επιτοκιακού στραγγαλισμού της οικονομικής ανάπτυξης.
Για παράδειγμα, ο γενικός περιορισμός που επιβάλει η πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ στην επενδυτική δραστηριότητα της Ευρώπης, είναι εντελώς ακατάλληλος για την Ολλανδία ή το Βέλγιο – επειδή οι διαρθρωτικές συνθήκες του ενεργειακού τομέα σε αυτές τις χώρες, στις Ελλάδα επίσης εν μέρει, είναι προφανώς τέτοιες που οι αυξήσεις των τιμών θα μπορούσαν να εξαφανιστούν πιο γρήγορα, από ότι σε άλλες.
Ακόμη περισσότερο, ήταν ενδεχομένως οι εξυπνότερες κινήσεις και επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα στις συγκεκριμένες δύο χώρες – ενώ άλλες, όπως η Γερμανία, ήταν πιο εκτεθειμένες στο ρωσικό φυσικό αέριο και προέβησαν σε λάθος επενδύσεις ή αγορές ενέργειας, με αποτέλεσμα ο «πληθωρισμός» τους να είναι πολύ πιο υψηλός και επίμονος. Χωρίς κανένα λόγο λοιπόν και εντελώς άδικα, οι επενδύσεις και η οικονομική ανάπτυξη στις δύο αυτές χώρες, επηρεάζονται πλέον από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ – τουλάχιστον όσο οι χώρες με σημαντικά υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού.
Όσον αφορά το κόστος της λανθασμένης πολιτικής της για τους δανειολήπτες είναι τεράστιο – με κίνδυνο να δημιουργηθεί μία ακόμη γενιά κόκκινων δανείων, να χάσουν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι τα σπίτια τους, να χρεοκοπήσουν επιχειρήσεις οπότε να αυξηθεί η ανεργία κοκ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εκτός του ότι φαίνεται ξανά καθαρά πως μία νομισματική ένωση τόσο διαφορετικών χωρών μεταξύ τους δεν είναι βιώσιμη, η ΕΚΤ δηλώνει υπερήφανη για το γεγονός ότι, κατάφερε να μειώσει τη «ζήτηση» και να προκαλέσει ύφεση – με τις τεράστιες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της. Υπερηφανεύεται για ένα έγκλημα και για την άγνοια της δηλαδή, αφού η υπερβολική ζήτηση δεν ήταν ποτέ μία από τις αιτίες των αυξήσεων των τιμών στην Ευρώπη – σημειώνοντας πως οι συνθήκες στις ΗΠΑ είναι εντελώς διαφορετικές και η πολιτική αύξησης των επιτοκίων της Fed σωστή.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές της ΕΚΤ επηρεάζουν πρωτίστως την επενδυτική δραστηριότητα – οπότε τις μελλοντικές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η μείωση των επενδύσεων δε, προφανώς δεν είναι τέχνη – αλλά μία βάναυση πράξη που οφείλεται μόνο στο ότι, η ΕΚΤ δεν ήταν δυστυχώς σε θέση να πραγματοποιήσει μία διαφοροποιημένη και ορθολογική ανάλυση.
Η τέχνη, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, θα ήταν να κατανοήσει το πλαίσιο και τις πραγματικές αιτίες της αύξησης των τιμών, να το επικοινωνήσει έξυπνα και να κάνει ότι είναι δυνατόν, για να στηρίξει την επενδυτική δραστηριότητα – ακριβώς σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που βιώνει η Ευρώπη. Η ηγεσία της ΕΚΤ λοιπόν απέτυχε παταγωδώς – όπως απέτυχε άλλωστε η «θεωρία του χρέους» στο παρελθόν, με την οποία οι Γερμανοί στραγγάλισαν και λεηλάτησαν την Ελλάδα. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της αποτυχίας είναι και οι ζημίες των κεντρικών τραπεζών – όπως της ΤτΕ που δεν θα μοιράσει εφέτος μέρισμα, όπως τα προηγούμενα χρόνια.
Σημείωση
Το μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα της Ελλάδας που αναπτύσσεται μεν, λόγω του ότι ευνοείται αυτήν την εποχή ως οικονομία υπηρεσιών, ενώ δεν είχε μεγάλη εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια είναι το ότι, παρουσιάζει τα δύο τελευταία έτη σημαντική μείωση της παραγωγικότητας – αφού ο δείκτης της Eurostat για την παραγωγικότητα από το 105 που ήταν το 2020, μειώθηκε στο 102 το 2021 και στο 99 το 2022. Πρόκειται λοιπόν για μία ανάπτυξη που στηρίζεται σε ξύλινα πόδια – κάτι που θα φανεί σύντομα.
Ταυτόχρονα, η χώρα μας παρουσιάζει τις περισσότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα (41 ώρες), με τους μισθούς όμως να μειώνονται συνεχώς – όταν στην Ολλανδία που έχει τις λιγότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα (33 ώρες), ο δείκτης παραγωγικότητας το 2022 είχε τιμή 115, με τους μισθούς να αυξάνονται ανάλογα. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι, κατά τα δύο τελευταία έτη υπήρξε επιδείνωση του διαρθρωτικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή της παραγωγικότητας – με την μείωση του επιπέδου της κατά 3,2% και κατά 2,3% τα έτη 2021 και 2022 αντίστοιχα.
Με δεδομένο δε το ότι, αναμενόταν πως η παραγωγικότητα στην Ελλάδα θα αυξανόταν, με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,5%, καταλαβαίνει κανείς πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα – οφειλόμενο κυρίως στις μειωμένες επενδύσεις. Για μία πάμπλουτη χώρα, όπως η Ελλάδα, με ικανότατα άτομα, είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτικά αυτά τα μεγέθη – ενώ η κυβέρνηση, αντί να βλέπει το πρόβλημα και να προσπαθεί να το διορθώσει, ενδιαφέρεται μόνο για την επικοινωνιακή διαχείριση του, κρύβοντας το κάτω από το χαλί.
Όσον αφορά τις εξαγωγές της Ελλάδας που κατέρρευσαν απότομα τον Αύγουστο (-24,5%), όπου ενδεχομένως άρχισε να επιδρά το παραπάνω διαρθρωτικό μας πρόβλημα, αυξήθηκαν κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια – κάτι που είναι μεν θετικό, αλλά όχι σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Ειδικότερα, οι εξαγωγές εμπορευμάτων της Ελλάδας το 2020 ανήλθαν στα 35,2 δις $ – καταλαμβάνοντας την 56η θέση παγκοσμίως. Το 2021 αυξήθηκαν στα 47,2 δις $, οπότε καταταχθήκαμε στην 54η θέση – ενώ το 2022 υπήρξε ξανά μία μεγάλη αύξηση, στα 57,4 δις $, αλλά στην παγκόσμια κατάταξη υποχωρήσαμε πίσω στην 56η θέση.
Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, τα εξαγωνικά μας μεγέθη είναι ακόμη πιο απογοητευτικά – αφού είμαστε στην 22η θέση, μεταξύ των 27 χωρών, παρά την τεράστια εσωτερική υποτίμηση (=μείωση των ονομαστικών μισθών πάνω από 30%) και την πληθωριστική συρρίκνωση του κόστους εργασίας που την ακολούθησε (=μείωση των πραγματικών μισθών, έως και πάνω από το 8% μόνο το 2022!). Δηλαδή, η κατάρρευση των μισθών δεν ωφέλησε παρά ελάχιστα την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων – επειδή δεν διενεργήθηκαν παράλληλα παραγωγικές επενδύσεις σε μηχανήματα, διαδικασίες κλπ.
Εκτός από τις παραπάνω, τονίζοντας πως το Βέλγιο και η Ολλανδία δεν είναι μεγάλες χώρες, πολλά άλλα κράτη με ανάλογο ή/και πολύ μικρότερο πληθυσμό μας ξεπερνούν κατά πολύ – όπως η Νορβηγία με εξαγωγές 250 δις $, η Τσεχία με 242 δις $, η Ιρλανδία με 214 δις $, η Αυστρία με 211 δις $, η Σουηδία με 198 δις $, η Ουγγαρία με 152 δις $, η Δανία με 130 δις $, η Σλοβακία με 108 δις $, η Πορτογαλία με 82 δις $ και η Σλοβενία με 70 δις $. Συμπερασματικά λοιπόν, δεν υπάρχει κανένα λόγος για θριαμβολογίες, αλλά ακόμη μία αιτία προβληματισμού – σημειώνοντας πως ένα μεγάλο μέρος της ανόδου των εξαγωγών μας οφείλεται στα πετρελαιοειδή, οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν κατακόρυφα το 2022, μεταξύ άλλων λόγω του πολέμου της Ουκρανίας.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου