Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου σχολίασα κριτικά διάφορες θέσεις που εξέφρασαν οι τέσσερις αρθρογράφοι (Αλ. Διακόπουλος, Π. Λιάκουρας, Κ. Υφαντής και Κ. Φίλης). Είναι καιρός, όμως, να έλθουμε στον πυρήνα της πρότασής τους. Τί μας λένε οι “τέσσερις” της “Κ”;
«Για πολλούς λόγους, από πλευράς χρονισμού, αυτή είναι μάλλον η καλύτερη περίοδος των τελευταίων 20 χρόνων για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική συζήτηση με την Τουρκία».
Και μας εξηγούν αλλάζει η περιφερειακή και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας, ότι ο Ερντογάν τελεί υπό την πίεση ανάταξης της τουρκικής οικονομίας κι ότι υποχρεώνεται να προσαρμοστεί όχι μόνο στην οικονομική αλλά και στη γεωπολιτική πραγματικότητα.
Το συμπέρασμά τους είναι «σε αυτή την ιστορική καμπή, η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίσει τη διπλωματία του καταναγκασμού εις βάρος της χώρας μας χωρίς υψηλό κόστος. Ετσι, η επιλογή η διαπραγμάτευση να λάβει χώρα αυστηρά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου θεωρείται πλέον πολιτικά αυτονόητη από τους περισσότερους εταίρους μας… Συμπερασματικά, λοιπόν, δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον».
Ας δεχθούμε ότι ο Ερντογάν έχει πράγματι λόγους να θέλει να βρει ένα modus vivendi με τη Δύση. Από πού προκύπτει, όμως, ότι οι Δυτικοί θεωρούν αυτονόητο ότι η ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου; Από πουθενά. Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα είναι ότι η Δύση πιέζει για μία ρύθμιση στα ελληνοτουρκικά, αδιαφορώντας για το αν θα είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο.
Το ομολογούν εμμέσως πλην σαφώς και οι ίδιοι. «Όσο λοιπόν η Τουρκία δεν παραβιάζει την κόκκινη γραμμή “του πρώτου πλήγματος”, μπορεί αενάως να προάγει τον αναθεωρητισμό της, χωρίς σημαντικές γι’ αυτήν επιπτώσεις. Ακόμη και όταν παραβίασε την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν ήταν χωρίς ουσιαστικό κόστος και άνευ αντικρίσματος».
Ευχή όχι πολιτική από τους τέσσερις
Ένα άλλο επιχείρημα των “τεσσάρων” είναι ότι «τα τελευταία 50 χρόνια όλοι οι συγκριτικοί δείκτες, ποιοτικοί και ποσοτικοί (με την Τουρκία), έχουν μεταβληθεί εις βάρος μας. Παραπέμποντας στον χρόνο την απόπειρα διευθέτησης, ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο… πολύ πιο επικίνδυνο… Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους».
Το επιχείρημα είναι βάσιμο, αλλά είναι βάσιμο και επειδή το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν φρόντισε να οικοδομήσει ένα κράτος και μία οικονομία, ικανά να καταστήσουν απολύτως αξιόπιστη την ελληνική αποτροπή. Το «πρέπει να βρούμε τον τρόπο (όχι βέβαια οποιονδήποτε τρόπο) να συνυπάρξουμε με την Τουρκία» είναι ευχή, όχι πολιτική. Για να συνυπάρξουμε ειρηνικά δεν αρκεί η βούληση της Ελλάδας, απαιτείται και η βούληση της Τουρκίας. Να μην το ξεχνάμε αυτό, εκτός κι αν πίσω από αυτή τη ρητορική υπάρχει βούληση να προσφέρουμε ανταλλάγματα στην Τουρκία για να εξαγοράσουμε την ύφεση στις διμερείς σχέσεις.
Μακάρι να μπορούσε να υπάρξει λύση «στη βάση του διεθνούς δικαίου, που να διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα». Ποιος δεν θα την ήθελε! Προσωπικά θα συμφωνήσω απολύτως ότι αξίζει να διερευνηθεί η δυνατότητα προσφυγής στη Χάγη, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι το συνυποσχετικό θα ζητάει από το Διεθνές Δικαστήριο να οριοθετήσει ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα με βάση το διεθνές δίκαιο, χωρίς να υποδεικνύει τρόπους, παρακάμψεις και πολύ περισσότερο χωρίς το συνυποσχετικό να συνιστά ουσιαστικά οριοθέτηση, όπως είχε επιχειρηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000 – σύμφωνα με τα πρακτικά των άτυπων διερευνητικών επαφών εκείνης της περιόδου.
Μαζεμένοι οι “τέσσερις” της “Κ”
Οφείλω να σημειώσω ότι το δεύτερο άρθρο των “τεσσάρων” είναι ορατά διαφοροποιημένο από το πρώτο. Προφανώς, λόγω των αντιδράσεων είναι “μαζεμένοι” και με πιο προσεκτικές διατυπώσεις, χωρίς ωστόσο να αλλάζει η στόχευσή τους. Επίσης, περιέχει ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις που δεν συνηθίζονται από τη συγκεκριμένη σχολή σκέψης. Συμφωνώ με την διαπίστωσή τους ότι «τα τελευταία είκοσι χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, οι στρατηγικές επιλογές της Άγκυρας είναι σαφώς πιο αντιδυτικές, πιο εθνικιστικές, και με σαφείς νεοοθωμανικές και ισλαμικές αναφορές», με μόνη διαφωνία το “εθνικιστικές”. Ο ακραίος εθνικισμός είναι κοινός παρονομαστής και του μετακεμαλικού και του νεοοθωμανικού καθεστώτος.
Σωστά, επίσης, οι τέσσερις αρθρογράφοι επισημαίνουν ότι «η Τουρκία δεν υπήρξε ποτέ αληθινό κομμάτι της Δύσης, ούτε καν γεωπολιτικά, με εξαίρεση τον Ψυχρό Πόλεμο. Η ένταξή της στο ΝΑΤΟ είχε περισσότερο να κάνει με την απειλή της ΕΣΣΔ παρά με οποιεσδήποτε ιδεολογικές και γεωπολιτισμικές ταυτίσεις. Η συρρίκνωση της απειλής που προερχόταν από την πρώην ΕΣΣΔ και το κενό ισχύος που δημιούργησε η σχετική αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, επέτρεψαν στην Άγκυρα να χαλαρώσει τους δεσμούς της με τη Δύση, και να επιδιώξει στρατηγική αυτονόμηση. Η εδραιωμένη πεποίθηση, στους κύκλους εθνικής ασφάλειας της Άγκυρας, ότι το διεθνές σύστημα έχει πάψει να είναι δυτικο-κεντρικό και τείνει να μετεξελιχθεί σε μετα-δυτικό, έχει επίσης επαναφέρει την παραδοσιακή πολιτική των ισορροπιών».
Σωστά, επίσης, επισημαίνουν οι τέσσερις ότι «η Τουρκία παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη Δύση, ενώ τα όρια στη στρατηγική αυτονομία της τα θέτει η συμμετοχή της στην Ατλαντική Συμμαχία… Η στρατηγική αυτή αντίφαση θέτει και τα όρια στην επιθετικότητα της Άγκυρας προς τη χώρα μας». Και ενώ στην ανάλυση οι “τέσσερις” το πάνε καλά, λες και κάτι τους έλκει και φαλτσάρουν: «Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετριοπαθείς Τούρκοι αποδίδουν την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου και την ανάπτυξη του ιδεολογήματος της “Γαλάζιας Πατρίδας” σε αντίδραση στην προσπάθεια αποκλεισμού της χώρας τους από Ελλάδα και Κύπρο, με τα τριμερή σχήματα με Ισραήλ και Αίγυπτο».
Είναι αστείο και να λέμε ότι Ελλάδα και Κύπρος απέκλεισαν την Τουρκία. Ο αποκλεισμός της δεν θα μπορούσε να προκύψει εάν δεν το επιθυμούσαν και το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Επιπροσθέτως, τα τριμερή σχήματα συνεργασίας είναι απολύτως συμβατά με το διεθνές δίκαιο, ενώ το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι απολύτως παράνομο, επειδή αρνείται το κατοχυρωμένο δικαίωμα της Κρήτης και άλλων ελληνικών νησιών σε ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα.
Οι τέσσερις περί ακινησίας
Οι αρθρογράφοι υπογραμμίζουν ότι «η ακινησία διευκολύνει την άλλη πλευρά (Τουρκία) να συντηρεί μια κατάσταση αμφισβητούμενης κυριαρχίας στις περιοχές ζωτικών συμφερόντων μας». Κατηγορούν, μάλιστα, αντιπάλους τους ότι «δημιουργούν ψευδαισθήσεις και καλλιεργούν την πεποίθηση ότι η λύση είναι απλή και αυτό που απουσιάζει είναι η αποφασιστικότητα και η τόλμη». Και πάλι υποπίπτουν στο αμάρτημα να πλήττουν την αντίθετη άποψη, πυροβολώντας γελοιογραφική εκδοχή της.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και η συνέχεια στο δεύτερο άρθρο των “τεσσάρων”: «…έπειτα από σοβαρή κρίση ή και σύγκρουση, η πιθανότερη κατάληξη είναι να οδηγηθούμε εκόντες άκοντες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όσοι προκρίνουν ενέργειες αμφίβολης διεθνούς νομιμότητας ή χωρίς ευρεία διεθνή υποστήριξη προδιαγράφουν –χωρίς να το συνειδητοποιούν– μια γραμμή δράσεων και αντιδράσεων που στο τέλος της βρίσκεται το τραπέζι των διαπραγματεύσεων (το οποίο αναθεματίζουν) αλλά με πολύ χειρότερους όρους».
Εδώ και δεκαετίες είχε μετατραπεί σε δόγμα ότι η Τουρκία μας ασκεί καταναγκαστική διπλωματία για να μας σύρει στο τραπέζι των διμερών διαπραγματεύσεων σε πολιτικό επίπεδο. Από αυτή τη γραμμή υποχώρησε η κυβέρνηση Σημίτη στις άτυπες διερευνητικές επαφές, όπου διαπραγματεύθηκε και το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, που είναι θέμα κυριαρχίας. Αλλά κι αυτή φρόντισε –όπως φαίνεται και από το όνομα που είχαν δώσει σ’ εκείνες τις διαπραγματεύσεις– οι διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν ατύπως και σε υπηρεσιακό επίπεδο, από πρέσβεις.
Πολιτική διαπραγμάτευση
Σήμερα, ξεκινάει μία διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο (πρωθυπουργός, υπουργός και υφυπουργός Εξωτερικών) με την Τουρκία. Με άλλα λόγια, αποδεχθήκαμε μία διαδικασία, την οποία απορρίπταμε κατηγορηματικά μέχρι τώρα. Και επειδή μπορεί να σκεφθεί κάποιος ότι πρόκειται για διαδικαστικό ζήτημα και άρα δεν είναι σημαντικό, υπογραμμίζω ότι στη διπλωματία η διαδικασία είναι και ουσία.
Οι αρθρογράφοι ξορκίζουν οτιδήποτε παραπέμπει σε ελληνική δυναμική αντίδραση. Προφανώς, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να στρατιωτικοποιήσει η ίδια μία κρίση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να δέχεται παθητικά τουρκικές προκλήσεις που θίγουν ευθέως την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία, και τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Και κάκιστα αναφέρονται απαξιωτικά στην κρίση του 1987, δεδομένου ότι σ’ εκείνη την περίπτωση η κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και η διπλωματική διαχείριση (αποστολή Παπούλια στη Σόφια) υποχρέωσαν την Άγκυρα να υποχωρήσει.
Το Νταβός ήταν μία προσπάθεια για να κατοχυρωθεί το “μη πόλεμος”, δηλαδή να αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη σύγκρουση. Δεν ήταν διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης. Είχα και προσωπικά ασκήσει κριτική στον τότε διπλωματικό χειρισμό, αλλά εκείνος ήταν πταίσμα μπροστά σ’ αυτά που ακολούθησαν με κορύφωση αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Φαίνεται, όμως, πως οι “τέσσερις” νοιώθουν την ανάγκη να βρουν κάτι αρνητικό και έτσι αναφέρουν ότι “επαναβεβαιώθηκε” τότε το Πρακτικό της Βέρνης (το είχε υπογράψει η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1976). Είναι μάλλον υποκρισία, όμως, να μην ασκείς κριτική σ’ αυτόν που το υπέγραψε και εμμέσως πλην σαφώς να θεωρείς υπεύθυνος αυτόν που δεν το κατήργησε μονομερώς και μάλιστα σε μία στιγμή που προσπαθούσε να κατοχυρώσει το “μη πόλεμος”.
Οι τρεις τουρκικοί όροι
Το συμπέρασμα των αρθρογράφων είναι ότι «η παρούσα κατάσταση (στα ελληνοτουρκικά) είναι αδιέξοδη, δεν μας συμφέρει, δεν διασφαλίζει τα δικαιώματά μας και το μέλλον δεν προδιαγράφεται καλύτερο από το παρόν». Προσθέτουν, μάλιστα, ότι με την πάροδο του χρόνου αυξάνει τις διεκδικήσεις της και προσπαθεί να διαβρώσει την ελληνική κυριαρχία και να σφετεριστεί κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα συμφωνήσω απολύτως μαζί τους. Αλλά τί σημαίνει αυτό στην πράξη;
Αν εννοούν ότι πρέπει να διερευνήσουμε τη δυνατότητα για παραπομπή στη Χάγη αποκλειστικά και μόνο της οριοθέτησης ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνώ απολύτως μαζί τους, έστω κι αν η εκτίμησή μου είναι ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Αν, όμως, εννοούν ότι η Ελλάδα πρέπει να προβεί σε υποχωρήσεις και να προσφέρει ανταλλάγματα στην Άγκυρα με σκοπό να την δελεάσει για να υπογράψει το συνυποσχετικό για τη Χάγη, διαφωνώ απολύτως.
Και για να εξηγήσω την απαισιόδοξη εκτίμησή μου, επικαλούμαι τα πρακτικά των διερευνητικών επαφών του 2002-03. Από αυτά προκύπτει ότι οι Τούρκοι είχαν ξεκαθαρίσει πως θέτουν τρεις όρους:
- Πρώτον, το συνυποσχετικό να υπαγορεύει στο Διεθνές Δικαστήριο τη μορφή οριοθέτησης, έτσι ώστε να παρακάμπτεται το διεθνές δίκαιο.
- Δεύτερον, να παραπεμφθούν στη Χάγη και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και οι “γκρίζες ζώνες”.
- Τρίτον, εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν φθάσουν στο Δικαστήριο τα δύο αυτά ζητήματα, η Τουρκία θα διατηρήσει ακέραιες τις αξιώσεις της. Είχαν, μάλιστα, αφήσει να εννοηθεί πως εάν γινόταν δεκτή η πρότασή τους για τον τρόπο οριοθέτησης στο Αιγαίο (“συνεκτική εκμετάλλευση” ήταν ο όρος που είχαν χρησιμοποιήσει) θα μπορούσαν προς το παρόν να βάλουν στο ράφι, αλλά επουδενί να εγκαταλείψουν τις άλλες διεκδικήσεις τους (αποστρατιωτικοποίηση, “γκρίζες ζώνες”).
Με άλλα λόγια, η προσδοκία των “τεσσάρων” ότι μπορεί με ενδεχόμενη παραπομπή στη Χάγη να κλείσει οριστικά το ελληνοτουρκικό μέτωπο μοιάζει όνειρο θερινής νυκτός…
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου