«Η πιο στρατηγική ψήφος στις εκλογές του Ιουνίου είναι αυτή για το “ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη”» επισημαίνει μιλώντας στο TVXS ο καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Κώστας Λαπαβίτσας.

Ο ίδιος εκφράζει την εκτίμηση πως σε περίπτωση νέας βαριάς ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες κάλπες «μάλλον τελειώνει η “κυβερνώσα Αριστερά”».

Επιπλέον, δηλώνει βαθιά ανήσυχος για τις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, και αναφερόμενος στις επιπτώσεις που έχουν στη χώρα μας, κάνει λόγο για  «τεράστιες πιέσεις στα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς μάλιστα το ιδιωτικό χρέος έχει εκτιναχθεί. Η παραγωγική αναδιάρθρωση που χρειάζεται η χώρα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη» αναφέρει.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τα μέτρα ανάσχεσης της ακρίβειας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στη χώρα μας αναφέρει πως αυτά της έφεραν μεν θετικά εκλογικά αποτελέσματα, όμως έδειξε ότι τα όριά της είναι συγκεκριμένα και ξεκάθαρα ταξικά.

Αναλυτικά η συνέντευξη του Κώστα Λαπαβίτσα στο TVXS

Στις επερχόμενες κάλπες διαγράφεται ο κίνδυνος μιας νέας στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύετε ότι, αν αυτό συμβεί, συνεπάγεται και το τέλος της «κυβερνώσας Αριστεράς»;

Ναι, μάλλον τελειώνει η «κυβερνώσα Αριστερά». Είναι δύσκολο να δει κανείς ποια στρατηγική από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση. Η ηγετική του ομάδα είναι τελείως ενταγμένη στο σύστημα που κατευθύνει τις τύχες της χώρας, χωρίς όμως να μπορεί να προτείνει κάποιο διαφορετικό δρόμο, ή ακόμη και να έχει την εμπιστοσύνη του κυρίαρχου κοινωνικού στρώματος. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι μια βαριά τραυματισμένη πολιτική προσωπικότητα και η πολιτική, όπως ξέρετε, είναι ένας αδυσώπητος χώρος. Η παρουσία του είναι πλέον αρνητική για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τι είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα;

Πρέπει να σας πω ότι δεν επιχαίρω καθόλου για την κατάσταση, έστω κι αν έφυγα μαζί με άλλους από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Έχω βαθιά αγωνία για το που θα προσανατολιστεί πολιτικά ο κόσμος που τον στήριξε, κυρίως ο λαϊκός κόσμος της Αριστεράς που ελπίζει ακόμη και τώρα σε κάτι καλύτερο. 

Έχετε δηλώσει την στήριξή σας στο ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη. Ποια θεωρείτε είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν χρήσιμη την παρουσία του στην επόμενη Βουλή;

Η πιο στρατηγική ψήφος στις εκλογές του Ιουνίου είναι αυτή για το «ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη» και οι λόγοι είναι ξεκάθαροι.   

Πρώτο, αν μπει στη Βουλή, θα πάρει τουλάχιστον εννέα βουλευτές κάνοντας στην πράξη αδύνατη την παντοδυναμία της ΝΔ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ετοιμάζεται  να εδραιώσει μια συντηρητική στροφή που θα κρατήσει πολλά χρόνια. Δεν είναι μόνο ότι θα φέρει βαθύ ταξικό διαχωρισμό, ιδεολογική οπισθοδρόμηση και κοινωνικό αυταρχισμό. Είναι ακόμη ότι ο συντηρητισμός της ΝΔ είναι τελείως αδιέξοδος για τη χώρα. Δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να πει για το πως Ελλάδα θα λύσει τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει και στο εσωτερικό και διεθνώς. 
Δεύτερο, το «ΜέΡΑ25 - Συμμαχία για τη Ρήξη» έχει αποδείξει ότι μπορεί να ασκήσει σκληρή αντιπολίτευση στη Βουλή, αλλά και στους χώρους εργασίας και στα κινήματα. Μπορεί να συμβάλει δημιουργικά στη σύνδεση αυτών των χώρων, ώστε να έχουμε και νίκες, όταν μπορούμε.

Τρίτο, δεν πιστεύει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια και είναι ανοιχτό προς άλλα ρεύματα, πολιτικές οργανώσεις και κόμματα. Η ίδια η ύπαρξη του συμμαχικού εκλογικού σχήματος  είναι απόδειξη ότι δε μιλάει απλώς για ενότητα, αλλά την κάνει πράξη. Αν μπει στη Βουλή, θα έχει τη δυνατότητα να δράσει πολύ πιο αποτελεσματικά, ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο ευρύτερο πολιτικό πεδίο συνεργασιών που έχει ανάγκη η χώρα.

Τέταρτο, έχει προγραμματικές προτάσεις και ιδέες για το πως η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει τα οικονομικά και κοινωνικά της προβλήματα. Θα συμβάλει σε μια πραγματική δημόσια συζήτηση, ώστε να ξεπεραστεί αυτό που γίνεται μέχρι σήμερα, όπου όλοι μιλάνε, χωρίς όμως να αγγίζουν τα αληθινά προβλήματα και να αναζητούν απαντήσεις.  

Εκτιμάτε πως, όποια πολιτική δύναμη κι αν επικρατήσει στις κάλπες, θα έχουμε νέα μέτρα λιτότητας, όταν θα καταργηθεί η ρήτρα διαφυγής στην ΕΕ το 2024; 

Είμαι πολύ δύσπιστος σε αναλύσεις που επαναλαμβάνουν μηχανικά την εμπειρία προηγούμενων δεκαετιών όσον αφορά τη λιτότητα. Στην περίοδο της πανδημίας είδαμε ότι ο ρόλος του κράτους είναι καταλυτικός στην παγκόσμια οικονομία, ιδίως στις χώρες του κέντρου. Η δύναμη του πηγάζει κυρίως από τον έλεγχο που ασκεί πάνω στο χρήμα μέσω της κεντρικής τράπεζας. 
Στα δεκαπέντε χρόνια που ακολούθησαν την κρίση του 2007-9, τα κράτη του κέντρου δημιούργησαν γιγαντιαίες ποσότητες χρήματος. Όταν συρρικνώθηκε απότομα η συνολική ζήτηση, το 2020, έκαναν ταχύτατη άρση της δημοσιονομικής λιτότητας, που πάλι στηρίχτηκε στη δημιουργία χρήματος. Τώρα βλέπουμε ότι τα μεγάλα κράτη, κυρίως οι ΗΠΑ, μιλούν ανοιχτά για βιομηχανική πολιτική και παίρνουν δραστικά μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής. Αλλά βέβαια υπάρχει η συνεχής πίεση του πληθωρισμού και η εκτόξευση του δημόσιου χρέους.

Το πραγματικό πρόβλημα της ΕΕ δεν είναι η πιθανή άρση της ρήτρας διαφυγής και η λιτότητα που ίσως φέρει. Είναι η ταχεία αποδιάρθρωση και οπισθοχώρηση της πλευράς της παραγωγής. Η Ευρώπη σταδιακά αναδεικνύεται στο πιο προβληματικό κομμάτι του κέντρου της παγκόσμιας οικονομίας. Ήδη η Γερμανία περνάει σε ύφεση και η βιομηχανία της αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες λόγω της αύξησης του κόστους ενέργειας και της πιθανής εμπορικής διαμάχης με την Κίνα.

Η χώρα μας ανήκει στη νότια περιφέρεια της ΕΕ και έχει πολύ εύθραυστη οικονομία που βασίζεται στον τουρισμό. Η ΝΔ εκμεταλλεύτηκε την άρση της λιτότητας στην ΕΕ για να δανειστεί τεράστια ποσά – 40-50 δις – που τόνωσαν την οικονομική δραστηριότητα το 2020-22 και ουσιαστικά της έδωσαν τη νίκη στις εκλογές. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά ώστε να αλλάξει η δομή της οικονομίας και να γίνουμε πιο παραγωγικοί. Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει όποια κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης ευρωπαϊκής καθίζησης. 

Η στρατηγική των συνεχών αυξήσεων επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμάτε πως εγκυμονεί κινδύνους για τους λαούς της ΕΕ; 

Η αύξηση των επιτοκίων είναι ο γνωστός τρόπος για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, μεταφέροντας το κόστος στους εργαζόμενους και τις μικρές επιχειρήσεις και προστατεύοντας το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Παρουσιάζεται ως «τεχνοκρατική» πολιτική, αλλά στην πράξη είναι βαθύτατα ταξική.

Ο πληθωρισμός στις χώρες του κέντρου προήλθε από την τόνωση της συνολικής ζήτησης μέσα στην πανδημία, με τη δημιουργία ποταμών χρήματος, καθώς η πλευρά της προσφοράς συνέχισε να αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, κυρίως λόγω της έλλειψης επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό οι μεγάλες εταιρείες βρήκαν ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν, αυξάνοντας τα περιθώρια κέρδους. Στην ουσία είχαμε μια γιγαντιαία μεταβίβαση από τους μισθούς, που έπεσαν με πραγματικούς όρους λόγω του πληθωρισμού, στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.

Η αύξηση των επιτοκίων είναι ένας βάρβαρος τρόπος για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, μεταφέροντας ακόμη μεγαλύτερο βάρος στους εργαζόμενους. Η πίεση στα στεγαστικά δάνεια είναι τεράστια και επιτείνει ακόμη περισσότερο τη στεγαστική κρίση που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες της ΕΕ. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, αλλά και της Βρετανίας, γίνεται όλο και πιο δύσκολο και ακριβό να εξυπηρετηθεί.

Για τη χώρα μας, η άνοδος των επιτοκίων είναι πολύ επικίνδυνη εξέλιξη, όσο και αν διατείνεται η ΝΔ ότι το δημόσιο χρέος μας είναι σε μεγάλο ποσοστό εκτός αγορών. Τα υψηλά επιτόκια δημιουργούν επίσης τεράστιες πιέσεις στα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς μάλιστα το ιδιωτικό χρέος έχει εκτιναχθεί. Η παραγωγική αναδιάρθρωση που χρειάζεται η χώρα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

 

Πώς αποτιμάτε τα μέτρα ανάσχεσης της ακρίβειας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στη χώρα μας;

Καταρχάς πρέπει να πω ότι τα μέτρα αυτά, μαζί με τις δημοσιονομικές δαπάνες που προηγήθηκαν, δείχνουν ότι η λιτότητα και η υποχώρηση του κράτους δεν είναι καθόλου αναπόσπαστα κομμάτια του νεοφιλελευθερισμού. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και άλλες στην Ευρώπη, πήρε μέτρα ευθείας παρέμβασης στην οικονομία, όταν η σταθερότητα του συστήματος το απαίτησε. Έδειξε ότι μπορεί να υπάρξει έλεγχος των τιμών, ακόμη και αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων, όταν αυτό κριθεί απαραίτητο. Νεοφιλελευθερισμός σημαίνει επιλεκτική χρήση του κράτους για την προάσπιση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων, όχι περιθωριοποίηση του κράτους.
Η κυβέρνηση πήρε μέτρα στήριξης που της έφεραν θετικά εκλογικά αποτελέσματα, αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά έδειξε ότι τα όριά της είναι συγκεκριμένα και ξεκάθαρα ταξικά. Θα αναφέρω δύο μόνο παραδείγματα. 

Πρώτο, δεν προχώρησε σε μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και σε μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα γιατί ξέρει ότι αυτοί οι έμμεσοι φόροι είναι απολύτως απαραίτητοι για τη δημοσιονομική ισορροπία, όσο κι αν είναι βαθύτατα άνισοι. Δεν θέλησε, δηλαδή, να φορολογήσει τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα, ούτε καν ανεβάζοντας τον χαμηλότατο φόρο στα μερίσματα, μια κατάσταση που είναι ντροπιαστική για τη χώρα μας. Δεύτερο, δεν προχώρησε σε δομικές αλλαγές στον χώρο της ενέργειας, με επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ και καταργώντας το απαράδεκτο χρηματιστήριο ενέργειας, που ανοιχτά χρηματοδοτεί τα κέρδη των ολίγων από το εισόδημα των πολλών καθορίζοντας τις τιμές με το λεγόμενο οριακό κόστος.

Οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας είναι πλέον πραγματικότητα, «ξυπνώντας εφιάλτες» για εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά. Υπάρχουν περιθώρια να αποτραπεί η λαίλαπα;

Βεβαίως υπάρχουν, και εδώ φαίνεται η ανάγκη να μπει το «ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη» στη Βουλή. Έχει ήδη παίξει σημαντικό ρόλο για την προστασία της πρώτης κατοικίας τα προηγούμενα χρόνια μέσα στη Βουλή, αλλά και έξω, σε συνεργασία με τα κινήματα και την κοινωνία των πολιτών. 

Το πρόβλημα είναι φυσικά πολύ βαθύ και έχει να κάνει με την εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους και τον καταστροφικό ρόλο που παίζει το ελληνικό κράτος. Τα επιχειρηματικά δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συχνά στηρίζονται στην προσημείωση της κατοικίας του δανειζόμενου. Όταν υπάρξει δυσκολία αποπληρωμής χρεών, το κράτος είναι πρώτο στη σειρά για να πληρωθεί το ίδιο, αλλά ουσιαστικά αδιαφορεί για το πως θα πληρωθούν τα χρέη ανάμεσα στις επιχειρήσεις, οδηγώντας τους δανειζόμενους στη χρεοκοπία. Καλλιεργεί έτσι την πρακτική στοχευμένων κακών πληρωμών, και μετά βγάζει λόγους για τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές».

Παράλληλα, η στεγαστική πίεση έχει φτάσει στα ύψη, καθώς η κατοικία έχει πλέον χρηματιστικοποιηθεί, γίνεται δηλαδή ένα στοιχείο κερδοσκοπίας για τα μεγάλα φαντ. Σε αυτό συμβάλει και ο τουρισμός που έχει γιγαντωθεί, εκτινάσσοντας τις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Οι κατοικίες είναι πλέον απλησίαστες για τα νέα ζευγάρια και τη νεολαία γενικότερα. 

Η «λύση» που έχει βρει η κυβέρνηση, δηλαδή να μεταβιβαστούν το προβληματικά δάνεια των τραπεζών στα κερδοσκοπικά φαντ, είναι ό,τι χειρότερο. Θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους, δεν θα φέρει καμία βελτίωση στο στεγαστικό πρόβλημα και φυσικά θα επιφέρει μια τεράστια μεταφορά περιουσίας, καθώς χιλιάδες οικογενειών κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους. Οι κερδισμένοι θα είναι οι τράπεζες και οι κερδοσκόποι των φαντ, που περιλαμβάνουν και Έλληνες.

Η πραγματική λύση δεν είναι καθόλου εύκολη και απαιτεί ανοιχτή δημόσια συζήτηση. Οπωσδήποτε θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία «κακής τράπεζας» που θα αναλάβει τα προβληματικά δάνεια και θα τα διαχειριστεί με κοινωνικούς και δημόσιους όρους. Απαιτείται αλλαγή της επαίσχυντης νομοθεσίας, η οποία σήμερα δίνει δικαιώματα στα κερδοσκοπικά κοράκια, ώστε να προστατευτεί η κατοικία.

Αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή. Θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική ελάφρυνση, με διαγραφή του ιδιωτικού χρέους. Να έχουμε υπόψη μας όμως ότι αυτό απαιτεί και βαθιά αλλαγή στη στάση του κράτους. Χρειάζεται ευρύτατη συζήτηση όλων των κοινωνικών φορέων, ώστε να υπάρξει συνολικά διαφορετική αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους.

Τέλος, είναι απαραίτητη μια νέα πολιτική δημόσιας κατοικίας με ευνοϊκούς όρους για τους νέους και τα χαμηλότερα εισοδήματα. Χρειάζεται ένα κύμα δημόσιων επενδύσεων στη στέγαση, με οργανισμούς που πραγματικά μπορούν να λύσουν το στεγαστικό πρόβλημα.

Καταλήγοντας, τι μπορούμε να πούμε συνοπτικά για τα νέα δεδομένα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, μέσα στο σημερινό ρευστό γεωπολιτικό τοπίο; Βλέπω ότι ο τίτλος του νέου σας βιβλίου είναι «Η Κατάσταση του Καπιταλισμού» («The State of Capitalism»), που θα εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Verso τον Αύγουστο του 2023 και έχει γραφεί συλλογικά από μέλη του ερευνητικού δικτύου EReNSEP. 

Η άποψή μας είναι ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται σε μια περίοδο «μεσοβασιλείας» που ξεκίνησε με τη μεγάλη κρίση του 2007-09. Στα δεκαπέντε χρόνια που ακολούθησαν το σύστημα βρίσκεται σε συνεχή κλυδωνισμό, χωρίς να βρίσκει μια νέα πορεία. 
Τα βασικά χαρακτηριστικά της «μεσοβασιλείας» είναι δύο.

Το πρώτο είναι η κυριαρχία του διεθνοποιημένου παραγωγικού κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, μέσω παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής τις οποίες ελέγχουν οι τεράστιες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ο έλεγχος ασκείται χωρίς οι εταιρείες αυτές απαραίτητα να έχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας επί του συνόλου της παραγωγής. Είναι ένα νέο φαινόμενο στην ιστορία του καπιταλισμού. Μπορεί, για παράδειγμα, μια ελληνική επιχείρηση να είναι ένας τυπικά ανεξάρτητος παραγωγός, αλλά ταυτόχρονα να ανήκει σε μια παγκόσμια αλυσίδα που ελέγχεται από μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία.  

Το δεύτερο είναι ο διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ουσιαστικά οι παγκόσμιες εμπορικές τράπεζες και οι σκιώδεις τράπεζες. Πρόκειται για τεράστιες καπιταλιστικές μονάδες που δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, κερδοσκοπούν συστηματικά και επηρεάζουν τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις. 

Ο συνδυασμός των δύο αυτών χαρακτηριστικών έχει δημιουργήσει την πιο επιθετική μορφή κεφαλαίου που έχουμε γνωρίσει ιστορικά. Είναι η κινητήρια δύναμη του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Έχει οδηγήσει σε βαθιά μεταβολή της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας προς όφελος κυρίως της Ασίας, αλλάζοντας έτσι τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία. Στο ιστορικό κέντρο, η πλευρά της παραγωγής έχει χάσει το δυναμισμό της και η ανάπτυξη είναι πολύ αργή. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που πλέον απειλείται η ηγεμονία των ΗΠΑ. 

Η χώρα μας είναι από τις χειρότερες περιπτώσεις εξασθένισης του παραγωγικού δυναμικού και πλέον ανήκει για τα καλά στην περιφέρεια της ΕΕ. Έχει απωλέσει βασικά εργαλεία κυριαρχίας και δε μπορεί να ασκήσει την οικονομική πολιτική που χρειάζεται. Επείγει να υπάρξει μια πραγματική δημόσια συζήτηση για το τι πρέπει να κάνουμε ώστε να αλλάξει η δομή της ελληνικής οικονομίας. Είναι το ελάχιστο που θα χρειαστεί μετά τις εκλογές που έρχονται.