Ο Μητσοτάκης ανήκει στην κατηγορία των τυχερών πολιτικών. Διεκδίκησε την πρωθυπουργία όταν ο αντίπαλός του, όταν η πλειονότητα των πολιτών είχε λάβει αρνητική στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.
Όπως τυχερός ήταν και ο Τσίπρας όταν μερικά χρόνια πριν είχε κερδίσει τις εκλογές και την εξουσία απέναντι στην λόγω Μνημονίων φθαρμένη από την κυβερνητική θητεία της ΝΔ του Σαμαρά.
Υπενθυμίζουμε ότι το 2019 η ΝΔ κέρδισε με άνεση τις ευρωεκλογές, τις 12 από τις 13 περιφέρειες και όλους σχεδόν τους μεγάλους δήμους. Και το ρεύμα της επιβεβαιώθηκε με το υψηλό ποσοστό και την άνετη αυτοδυναμία που απέσπασε στις βουλευτικές εκλογές. Κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε 31,5% αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί αντιδεξιοί ψηφοφόροι τον ψήφισαν για να υπάρχει ένα αντίπαλο δέος στον Μητσοτάκη, παρότι ήταν δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Η κυβερνητική θητεία του Μητσοτάκη (2019-23) ήταν πολιτικά και δύσκολη και εύκολη. Ένα εξάμηνο στον πρωθυπουργικό θώκο ξέσπασε η πανδημία, η οποία έφερε ανατροπές στην κοινωνική-οικονομική ζωή. Ήταν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, συσπείρωσε τον κορμό της κοινωνίας γύρω από την κυβέρνηση. Το “καλό” μέσα σ’ αυτό το “κακό” ήταν ότι η Ευρωζώνη όχι μόνο χαλάρωσε, αλλά ουσιαστικά κατήργησε για την περίοδο της κρίσης τους δημοσιονομικούς περιορισμούς γενικά και ειδικά στην προβληματική από αυτή την άποψη Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να επιδοθεί σε μία γενναιόδωρη επιδοματική πολιτική με σκοπό να κρατήσει ζωντανές τις επιχειρήσεις, οι οποίες πλήττονταν περισσότερο ή λιγότερο από την πανδημία. Η δημοσιονομική χαλαρότητα συνεχίσθηκε σε επίπεδο Ευρωζώνης κι όταν η πανδημία υποχώρησε. Αυτή τη φορά αιτία ήταν η ενεργειακή κρίση που προέκυψε και η οποία παροξύνθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Μοίρασε χρήμα
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν τυχερή, αφού είχε το περιθώριο να μοιράσει χρήμα, χωρίς να παραβιάζει κοινοτικούς κανόνες. Υπολογίζεται πως στην τετραετία 2019-23 μοίρασε περίπου 50 δισ. ευρώ, ένα κολοσσιαίο ποσό για τα μέτρα της ελληνικής οικονομίας. Και η πολιτική ιστορία αποδεικνύει ότι όποια κυβέρνηση μοιράζει χρήμα, το βρίσκει στις κάλπες! Για την περίπτωσή μας, όμως, ισχύει το γνωστό ανέκδοτο “το διάλειμμα τελείωσε, τα κεφάλια μέσα…”.
Το επόμενο διάστημα, η υπερχρεωμένη Ελλάδα θα αντιμετωπίσει ασφυκτικές πιέσεις για να λάβει μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να έχει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως σε γενικές γραμμές ίσχυαν πριν την πανδημία. Αυτή η προοπτική, ωστόσο, αφορά το αύριο και ως εκ τούτου, με τη βοήθεια και των συστημικών ΜΜΕ, δεν απασχόλησε τους ψηφοφόρους ούτε στις 21 Μαΐου, ούτε τους θα τους απασχολήσει μέχρι τις 25 Ιουνίου.
Από αυτή την άποψη, ο Μητσοτάκης μπορεί να λέει ό,τι θέλει για την οικονομία. Και μέχρι να έλθουν τα δύσκολα έχει ο θεός!
Είναι κανόνας σχεδόν χωρίς εξαίρεση, άλλωστε, ότι οι πολιτικοί κοιτάζουν το σήμερα, άντε και το αύριο, όχι το μεθαύριο. Ως εκ τούτου, οι δημοσιονομικές δυσκολίες που αναπόφευκτα θα βρει μπροστά της η επόμενη κυβέρνηση (κατά πάσα πιθανότητα της ΝΔ) δεν είναι κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον χαλάει τον ύπνο του αρχηγού της. Προς το παρόν, η προσοχή του είναι εστιασμένη στην κατάκτηση της αυτοδυναμίας.
Ξεκάθαρο δίλημμα
Ο Μητσοτάκης θριάμβευσε στις 21 Μαΐου, επειδή έθεσε στους ψηφοφόρους ένα ξεκάθαρο δίλημμα: πολιτική σταθερότητα ή αστάθεια; Ο ίδιος, μάλιστα, ταύτισε την πολιτική σταθερότητα με την καθαρή νίκη της ΝΔ, ώστε στις δεύτερες εκλογές να μπορέσει να κερδίσει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Και βεβαίως, ταύτισε την πολιτική αστάθεια με την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από την πλευρά του έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει το επιχείρημα του αντιπάλου του.
Ως γνωστόν, η εναλλακτική λύση στην αυτοδυναμία που ζητούσε ο Μητσοτάκης ήταν η “προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας” που πρότεινε ο Τσίπρας. Αλλά κι αυτό το μήνυμά του ήταν αρκούντως θολό. Πρώτον, επειδή ο υποψήφιος εταίρος για μία τέτοια κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, απέφευγε επιμελώς να δεσμευτεί σε μία τέτοια προοπτική. Με άλλα λόγια, η πρόταση της Κουμουνδούρου για τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν στον αέρα.
Ο Τσίπρας, μάλιστα, έβαλε σειρά αυτογκόλ (κυβέρνηση ανοχής, κυβέρνηση ειδικού σκοπού κ.α.) πιεζόμενος από συγκεκριμένες ερωτήσεις, τα οποία αποδόμησαν και την περιορισμένη αξιοπιστία της πρότασής του. Τελευταίο από σειρά αυτογκόλ ήταν, βεβαίως, η δήλωση Κατρούγκαλου, η οποία έστειλε μαζικά στη ΝΔ εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες. Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν πλέον νόημα. Το βλέμμα όλων είναι στραμμένο στις 25 Ιουνίου, αλλά μόνο ο Μητσοτάκης έχει ξεκάθαρο στόχο: ζητάει αυτοδυναμία για να αποτραπούν τρίτες κατά σειρά εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αποτρέψει την περαιτέρω εκλογική του συρρίκνωση, επικαλούμενος στον κίνδυνο από την παντοδυναμία του Μητσοτάκη. Το πρόβλημά του είναι ότι πλέον η Κουμουνδούρου δεν πείθει ούτε για τον ρόλο της αποτελεσματικής αντιπολίτευσης. Έχει, δηλαδή, ακυρωθεί πλέον και ο παράγοντας που το 2019 εκτόξευσε το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 23-24% που ήταν πραγματικά στο 31,5% που έγινε για να υπάρχει αντίπαλο δέος στον παντοδύναμο Μητσοτάκη.
“Αυτοδυναμία ή τρίτες εκλογές”
Ο αέρας του μη αναμενόμενου 41%, σε συνδυασμό με το νέο δίλημμα του Μητσοτάκη “αυτοδυναμία ή τρίτες εκλογές” αναμένεται λογικά να σπρώξουν το εκλογικό ποσοστό της ΝΔ προς τα πάνω. Από την άλλη πλευρά, όμως, επειδή είναι και διάχυτη η εντύπωση ότι η “γαλάζια” αυτοδυναμία είναι δεδομένη, θα λειτουργήσουν ταυτοχρόνως και παράγοντες που θα σπρώξουν το ποσοστό της ΝΔ προς τα κάτω.
Ο παράγοντας που στις 21 Μαΐου έστειλε μαζικά στην αγκαλιά της ΝΔ κεντρώους ψηφοφόρους από το ΠΑΣΟΚ ήταν ο φόβος τους για επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί αυτό το σενάριο να ήταν και πριν τις εκλογές μειοψηφικό, αλλά ήταν στο τραπέζι. Τώρα πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως διεκδικητής της εξουσίας έχει ακυρωθεί από το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου. Και χωρίς “εχθρό” πολύ δύσκολα επιτυγχάνεται συσπείρωση μας διδάσκει η Ιστορία.
Τί σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι πιθανότατα πολλοί από τους κεντρώους ψηφοφόρους θα επιλέξουν να επιστρέψουν στο ΠΑΣΟΚ για να υπάρχει αντιπολίτευση. Επιπροσθέτως, παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι, που φοβούνται την πλήρη “μητσοτακοποίηση” της ΝΔ, ίσως επιλέξουν ή να μην πάνε στις κάλπες, αφού θεωρούν πως έτσι κι αλλιώς το κόμμα τους θα είναι αυτοδύναμο. Το πως θα διαμορφώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα οι αντιφατικοί αυτοί παράγοντες θα το δούμε το βράδυ της 25ης Ιουνίου.
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου