Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων έχει βρεθεί το τελευταίο διάστημα η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, με καταγγελίες για παρέμβαση του τουρκικού Προξενείου υπέρ συγκεκριμένων υποψηφίων.

Ωστόσο, όπως πολλά ζητήματα όταν γίνονται αντικείμενα «σύγκρουσης», έτσι κι αυτό, δεν τίθεται στη σωστή του βάση, αλλά παρουσιάζεται μέσα από μια «παραμορφωτική» εικόνα.

Μιλώντας στο Tvxs.gr, ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής διεθνούς δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου και κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Περιφερειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, επισημαίνει αρχικά πως «τα προξενεία των “μητέρων – πατρίδων”, στους χώρους στους οποίους υπάρχουν μειονότητες, πάντα ασκούν επιρροή. Αυτό ισχύει και για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, και για την μουσουλμανική-τουρκική στη Θράκη. Γενικότερα, σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ένας ισχυρός δεσμός πολιτικός, συναισθηματικός, εθνικός», για να προσθέσει:

«Αυτό είναι σχετικά λογικό. Το θέμα είναι πότε μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι μια τέτοια παρέμβαση ξεπερνά τα όρια, άρα αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους και ανοίγει ένα ζήτημα διπλωματικό, πολιτικό μεταξύ των δύο χωρών».

Η στήριξη από το Προξενείο και η σημασία της

Όπως τονίζει, «στη συγκεκριμένη περίπτωση στη Θράκη, ασκείται από το Προξενείο ήδη από το δεκαετία του '30. Πάντα υπήρχε ένα τέτοιο “παιχνίδι”, ποιοι δηλαδή βουλευτές είναι “από τη μια πλευρά ή την άλλη”. Ωστόσο, ακόμα και αυτό, οι "δύο πλευρές" δηλαδή, είναι ένα σχήμα το οποίο δεν έχει σαφή όρια».

«Ξέρουμε ιστορικά ότι πολλοί υποψήφιοι και πολλοί βουλευτές, ήταν κάποτε υπό την επιρροή του Προξενείου, ενώ σε άλλες περιόδους δεν ήταν, ή άλλαζαν πολιτικά κόμματα, γιατί οι μειονοτικοί βουλευτές αλλάζουν συχνά. Υπάρχει μια τάση των μειονοτικών να στηρίζουν κυβερνητικά κόμματα. Θέλουν δηλαδή να βρίσκονται στην εξουσία, έτσι ώστε να νιώθουν κάποια “ασφάλεια” πως θα βοηθηθούν όταν έχουν έναν βουλευτή στην κυβέρνηση», αναφέρει ακόμη ο κ. Τσιτσελίκης.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου πολλοί υποψήφιοι που είχαν τη στήριξη του τουρκικού Προξενείου δεν πέτυχαν, ή το αντίθετο. «Επίσης, παλαιότερα το Προξενείο δεν προτιμούσε αριστερούς υποψηφίους. Τώρα φαίνεται πως βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν καλές σχέσεις».

Όπως υπενθυμίζει ο καθηγητής, γενικότερα η μειονότητα, όπως αντίστοιχα η ελληνική στην Αλβανία, ψηφίζει μειονοτικούς βουλευτές. Άρα το ζήτημα εδώ, εφόσον υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, είναι μέχρι ποιο σημείο η επιρροή του προξενείου θεωρείται θεμιτή.

Ο διάλογος που πρέπει να γίνει και οι μειονοτικές πολιτικές

«Το Τουρκικό Προξενείο στη Θράκη πράγματι έχει μια μεγάλη σφαίρα επιρροής, καθώς μοιράζει χρήματα, ενώ πολλές φορές μπορεί να βάλει σε “μαύρη λίστα” ανθρώπους που δεν συμπαθεί η κυβέρνηση της Τουρκίας. Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο περίπλοκα», λέει στο Tvxs ο καθηγητής, για να υπογραμμίσει πως υπάρχει δικαιολογημένη άγνοια στον ευρύ κόσμο για το ζήτημα, ενώ την ίδια ώρα δεν υπάρχουν εγγυήσεις για διάλογο με επιστημονικά δεδομένα. «Να δούμε δηλαδή τι έχει κάνει το Προξενείο ακριβώς, πώς έχει επηρεάσει, ποια είναι τα αποτελέσματα πρακτικά στην ψήφο ανά περιοχή και νομό κλπ. Είναι εύκολο να πούμε πως φταίει το Τουρκικό Προξενείο, αλλά η συζήτηση έχει μεγαλύτερο βάθος».

 

Αναφορικά με τις μειονοτικές πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων ανά τα χρόνια, ο κ. Τσιτσελίκης αναφέρει ενδεικτικά: Ειδικά μέχρι το 1991, που ασκούνταν και διοικητικά μέτρα διακρίσεων σε βάρος των μειονοτικών πολιτών, υπήρχαν πολλά προβλήματα. Από εκείνη τη χρονιά και μετά έχουμε μια σταδιακή άρση, ωστόσο παραμένουν ορισμένα ζητήματα. Για παράδειγμα, τα μειονοτικά σχολεία δεν έχουν ίση ποιότητα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, από το 1964 δεν γίνονται εκλογές στα μειονοτικά βακούφια, δηλαδή στα κοινοτικά ιδρύματα, ενώ υπάρχει και το ζήτημα με τους μουφτήδες και τη σαρία, κατά πόσο δηλαδή πρέπει να υπάρχει το ισλαμικό δίκαιο».

«Αυτό δημιουργεί μια δυσανεξία αλλά και μια ψυχολογική διάθεση στους Έλληνες πολίτες της μειονότητας, να στρέφονται σε αυτούς που θα τους προσφέρουν κάποια βοήθεια. Ναι μεν σταμάτησαν οι διοικητικές παρενοχλήσεις και οι διακρίσεις, αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται πιο βαθιές τομές για να νιώσουν οι άνθρωποι πραγματικά ότι ζουν σε ένα καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας», προσθέτει.

Ο στιγματισμός και οι καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ

Όπως άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος, το γεγονός ότι ο μειονοτικός της Θράκης νιώθει στιγματισμένος, στρώνει το έδαφος για προσεταιρισμούς: εθνικού χαρακτήρα (βλ. τουρκική εξωτερική πολιτική και εθνικιστές), κομματικού (βλ. πολιτικές μαστίγιου και καρότου), θρησκευτικού (βλ. επιρροή των κορανικών σχολείων) ή απλώς πελατειακού χαρακτήρα (βλ. προνόμια, αποκλεισμοί και «φακελάκια» που μοιράζει το τουρκικό προξενείο, αλλά και το Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων της Ξάνθης)».

Μάλιστα, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για θέματα που αφορούν τη μειονότητα, όπως για παράδειγμα για τους μειονοτικούς συλλόγους και την δυνατότητα προσδιορισμού τους ως «τουρκικός» όσον αφορά στο όνομα, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως σύμφωνα με τον κ. Τσιτσελίκη, οι αποφάσεις αυτές δεν εκτελούνται από την Ελλάδα, πράγματα που αποτελεί «μεγάλο έλλειμμα δημοκρατίας».

Τέλος, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς πως υπάρχει μια «αναντιστοιχία», όπως αναφέρει κι ο κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Περιφερειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, αναφορικά με την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία και την ελληνική παρέμβαση, με αφορμή την υπόθεση του Φρέντι Μπελέρη, συγκριτικά με τα όσα καταγγέλλονται σήμερα για τη Θράκη.

Από τη μια, η ελληνική πλευρά μπορεί να κατηγορεί την Τουρκία για παρέμβαση στα εσωτερικά μέσω του Προξενείου, ωστόσο από την άλλη η Ελλάδα πήρε ξεκάθαρη θέση και στήριξε έναν υποψήφιο στον οποίο ασκήθηκε μια ποινική δίωξη.

«Οι υποψήφιοι ήταν όλοι από τη μειονότητα, γιατί η Ελλάδα υποστήριξε τον έναν από τους δύο, ο οποίος άλλωστε έχει και βαρύ ποινικό μητρώο; Τι θα γινόταν αν έκανε η Τουρκία κάτι αντίστοιχο;» αναρωτιέται ο κ. Τσιτσελίκης, υπενθυμίζοντας πως ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε τη στήριξή του.