Tο κεντρικό ζήτημα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι η θέση που έχει για το εθνικό φαινόμενο. Μια θέση που έχει για τον χώρο αυτό (και για τα προδρομικά του σχήματα) την αφετηρία του στα χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν εισήχθη στη πολιτική και διανοητική πραγματικότητα της χώρας η θεωρία του μοντερνισμού για το έθνος.
Μια θεωρία που είχε παραχθεί στα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια την 20-30ετία που προηγήθηκε της εισαγωγής της στη χώρα και μάλιστα με όρους καθαρού ιδεολογικού μεταπρατισμού.
Μια θεωρία και εσφαλμένη κατά τη γνώμη μου και ακατάλληλη για την ελληνική –και όχι μόνο–περίπτωση. Ουσιαστικά λειτουργεί ως μια εκδοχή εσωτερίκευσης πολιτισμικού αποικισμού, ιμπεριαλισμού στη χώρα και στους πολιτικο-διανοητικούς χώρους που άκριτα την αποδέχονται.
Είναι κομβικό στοιχείο αυτό, γιατί το εθνικό αποτελεί την κύρια αντίθεση στην Ελλάδα, στο φαντασιακό των ανθρώπων της, στο παρελθόν, στο παρόν και μέλλον. Και είναι πρόβλημα δομικό για τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αποτελεί θεμέλιο θεωρητικό-διανοητικό λίθο, όπου έχει χτιστεί όλο το οικοδόμημα.
Μια εσφαλμένη και ακατάλληλη θεωρία με συνεχείς, διαρκείς, καθημερινές επιπτώσεις στην πολιτική πρακτική, με αρνητικές συνέπειες. Από το πώς διαβάζεται το Βυζάντιο, η Ελληνική Επανάσταση, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η 28η Οκτωβρίου, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Νίκος Σβορώνος ή κατανοείται ο Γιάννης Μαρκόπουλος μέχρι το Κυπριακό, την ανάλυση για την Τουρκία, τη μονοδιάστατη θεώρηση για το μεταναστευτικό, το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων, το Αιγαίο, το Μακεδονικό, η Θράκη, τα ζητήματα εθνικής μνήμης (από τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, μέχρι τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών), η θέση-ρόλος της Ελλάδας στην Ευρώπη, το δημογραφικό, το ζήτημα της παραγωγής, το Υπερταμείο.
Ο χωρισμός του εθνικού με το κοινωνικό
Ο χωρισμός του εθνικού από το κοινωνικό σε μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, παραχωρεί την πολιτική ηγεμονία στη Δεξιά, αποξενώνει λαϊκές τάξεις από την Αριστερά, την οποία μετατρέπει σε μια μεσοαστική-αθηνοκεντρική δύναμη, ή την μεταβάλει σε μια συνδικαλιστική και όχι πολιτική δύναμη, συμβάλλοντας καταλυτικά στην αντιδραστική μεταμόρφωση του εθνικού σε εθνικιστική μισαλλοδοξία και στην ανάδειξη της ακροδεξιάς κομματικής τερατοποίησης.
Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να έρθει σε ριζική ρήξη με τον εαυτό του και ολική αναθεώρηση στο ζήτημα αυτό , που είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο γιατί είναι ταυτοτικό του χώρου, θα έχει προβλήματα. Τα δε “πασοκικά” στελέχη που πήγαν στο ΣΥΡΙΖΑ από το 2013-14 και μετά, τα οποία η συλλογική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα αγκάλιασε και τα πρόβαλε όσο και όπως μπορούσε, ουδόλως βοήθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τα στελέχη αυτά ούτε στο ΠΑΣΟΚ ήταν φορείς απόψεων και ιδεών, που κάποια στιγμή να έρχονταν ακόμα και σε αντίθεση με την εκάστοτε κομματική ηγεσία και προφανώς στο ΣΥΡΙΖΑ είχαν αντίστοιχη πρακτική. Η κοινή ιδιοτέλεια στελεχών και συλλογικής ηγεσίας δεν βοήθησε ούτε στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Τα στελέχη δεν επανεκλέχθηκαν βουλευτές, το κόμμα σημείωσε πρωτοφανή εκλογική καθίζηση για κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η χαρά των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στα τηλεοπτικά κανάλια αφορά το στοιχείο της ανακούφισης, επειδή διατήρησαν τη 2η θέση και συνεπώς τον ρόλο τους, λόγω της ουσιαστικής στασιμότητας που κατέγραψε το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σε σχέση με τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Αυτό, όμως, καλείται αυτοαναφορικότητα και δεν έχει σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας, των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων στο όνομα και για την εκπροσώπηση των οποίων (πρέπει να) υπάρχει η Αριστερά.
Η αντιφατική κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ
Αναφορικά με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το κεντρικό ζήτημά του είναι η θεώρηση της περιόδου 2010-2012 και σε ένα ευρύτερο πεδίο η εξέλιξή του από το 1996 και μετά, εφόσον επιδιώκει να απευθυνθεί στο σύνολο της παράταξης και να διεκδικήσει την κύρια πολιτική εκπροσώπησή της. Η κληρονομιά δεν είναι ενιαία, αλλά αντιφατική και αντιθετική. Μπορεί η γραφειοκρατία του χώρου να θέλει να την βλέπει ενιαία και γραμμικά, όμως η διαπιστωμένη κρίση των πολιτών δεν είναι αυτή.
Ως εκ τούτου η γραμμή της αυτοδικαίωσης και εσφαλμένη είναι καθώς το ΠΑΣΟΚ, όπως και η ΝΔ, έχει μεγάλες ευθύνες για την 15ετή πορεία πριν το μνημόνιο, που “προετοίμασε” τη χώρα στη νέα εποχή. Έχει ευθύνες και για τη διαχείριση την περίοδο της οικονομικής κρίσης και για την επιλογή του μνημονίου. Και όσο αρνείται να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα, που είναι βιωματική αλήθεια για την πλειοψηφία των πολιτών, θα αδυνατεί ή θα δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με ευρύτερα ακροατήρια. Γι’ αυτό και η “χαμηλή πτήση”.
Η επιλογή του Νίκου Χριστοδουλάκη στη θέση του υπευθύνου προγράμματος, παρείχε ενδεχομένως μια δυνατότητα για μια πιο ισορροπημένη ερμηνεία –και όχι αυτοδικαιωτική– της περιόδου 2008-2012, καθώς ο Νίκος Χριστοδουλάκης είχε δημοσίως με αρθρογραφία και συγγραφή διαφοροποιηθεί τότε από εκείνες τις καταστροφικές πολιτικές. Παρ’ όλα αυτά ο λόγος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και μετά την εκλογή ηγεσίας το 2021 εξακολούθησε στη γραμμή της αυτοδικαίωσης. Λάθος επιλογή.
Η γραμμή της ευθύγραμμης συνέχειας είναι και εσφαλμένη και αναποτελεσματική ή οριακή. Αναγκαία είναι η τομή στη συνέχεια, που όμως προϋποθέτει ρήξεις στο ενιαίο αφήγημα, στο λόγο, στα πρόσωπα. Ο χώρος αυτός πέρα από αυτό, έχει ανάγκη από ριζικές επεξεργασίες και αναθεωρήσεις για να μπορεί να παρεμβαίνει στα κεντρικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας τόσο για να μπορεί να επικοινωνήσει με τις νεότερες γενιές, όσο και να υπερασπιστεί τις θετικές στιγμές της ιστορίας του.
Από τις παρεμβάσεις του στα θέματα παιδείας (υποστήριξη της κυβερνητικής γραμμής για την αναθεώρηση του άρθρου 16, την ελάχιστη βάση εισαγωγής, μέχρι την αδυναμία παρέμβασης σε θέματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου εκδηλώνεται έντονα το σχέδιο των κοινωνικών ανισοτήτων. Ακόμα, τον δυισμό που εκδηλώνει στα εθνικά (σκλήρυνση γραμμής Ανδρουλάκη και την ίδια στιγμή ανυπαρξία θεματικής ενότητας για την εξωτερική πολιτική στο προεκλογικό πρόγραμμα), την κριτική στο “δικαιωματισμό”, μέχρι την απουσία του από τη δημόσια συζήτηση για θεματικές όπως τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, θέματα που δημιουργούν ή αναγεννούν τη συλλογική ταυτότητα ή ακόμα και του πώς διαβάζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπως άλλωστε και η συριζαϊκή Αριστερά στο σύνολό της (ΣΥΡΙΖΑ+ΜέΡΑ25).
Η προεκλογική κατάχρηση και κατανάλωση του Ανδρέα Παπανδρέου στο δημόσιο αντιδεξιό λόγο και σε διάφορες εκδηλώσεις είναι χαρακτηριστική. Δύο μέρες πριν τις εκλογές, συνομιλούσα με έναν παλιό καλό σύντροφο. Δεν θα γράψω από ποιο χώρο, γιατί η απάντησή του ήταν ενδεικτική και ταιριάζει και στους δύο κομματικούς σχηματισμούς. Όταν του έθεσα τους ανωτέρω προβληματισμούς, μου απάντησε «Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τους εαυτούς μας».
Η ψήφος των πολιτών, η ίδια η ζωή και η ιστορία στέλνει μηνύματα. Οι ριζικές αναθεωρήσεις είναι δύσκολες γιατί απαιτούν περιεχόμενα και ουσιαστικές αυτοκριτικές – όχι ψευδώνυμες και γραφειοκρατικού χαρακτήρα. Δεν έγιναν εγκαίρως, όταν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και πλέον εμφανίζονται ως κρίσεις υπαρξιακού χαρακτήρα. Είναι όμως αναγκαίες. Αλλιώς τα πράγματα είναι δύσκολα.
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου