Η πρόσφατη όγδοη αύξηση (0,25%) των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναδεικνύει τόσο την αντίληψη του ευρωπαϊκού τραπεζικού ιδρύματος για τον τρόπο καταπολέμησης του πληθωρισμού, όσο και την διατήρηση του κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Κι’ αυτό επειδή την αύξηση (Ιούνιος 2023) στο επίπεδο του 3,50% θα ακολουθήσει μία αύξηση στο επίπεδο του 3,75% τον Ιούλιο του 2023 και μία ακόμη αύξηση στο επίπεδο του 4% τον Σεπτέμβριο του 2023 (Chr. Chavagneux, “Alternatives Economiques”, 19/6/2023).
Στην προοπτική αυτή η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε (15/6/2023) ότι ο πληθωρισμός (Μάϊος 2023, 6,1% και 12,5% των τροφίμων) στην ευρωζώνη επιμένει και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την πρόεδρο της ΕΚΤ, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα «οι αυξήσεις των μισθών δεν θα πρέπει να είναι υψηλές και οι επιδοτήσεις προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να συνεχισθούν προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο πληθωρισμός, ο οποίος εκτιμάται σε 3% το 2024 και 2,2% το 2025».
Όμως, η υπο-τιμαριθμοποίηση της αύξησης των μισθών στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη, ιδιαίτερα σε σχέση με το επίπεδο του πληθωρισμού στα τρόφιμα, την ένδυση, την στέγαση, τις μεταφορές, κλπ, διευρύνει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και ταυτόχρονα επιδεινώνει, διαμέσου της αύξησης του κόστους διαβίωσης το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών.
Στις συνθήκες αυτές η σύσταση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για μισθολογική αυτοσυγκράτηση στην ευρωζώνη και στα κράτη-μέλη κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποτραπεί το πληθωριστικό σπιράλ μισθού-τιμής και η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, στερείται τεχνικής τεκμηρίωσης και επιστημονικής ειλικρίνειας. Και αυτό επειδή οι μισθοί δεν συνέβαλαν στην αλματώδη αύξηση των τιμών. Αντίθετα, οι συντελούμενες πληθωριστικές πιέσεις των πρώτων τριμήνων του 2022 οφείλονται, κατά βάση, στο ενεργειακό κόστος και από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 οφείλονται και στον πληθωρισμό κερδών των επιχειρήσεων (P. Briancon, o.t.gr-8/4/2023).
Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός σε μακρο-επίπεδο βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στο επίκεντρο μίας πραγματικής διανεμητικής σύγκρουσης τόσο σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ των χωρών, όσο και μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας. Παράλληλα, σε μικρο-επίπεδο ο πληθωρισμός αφορά τρείς συνιστώσες: Το κόστος εργασίας, το κόστος εισροών και το ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων (A.Martin, Alternatives Economiques, 22/8/2022).
Συρρίκνωση της ρευστότητας
Στην ανάλυση αυτή των τριών συνιστωσών ο πληθωρισμός σήμερα δεν δημιουργείται από το σπιράλ μισθού-τιμής, δεδομένου ότι σύμφωνα με σχετική μελέτη (Sylvain Billot, 2023) από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 στην Γαλλία η αύξηση των κερδών, σε τομείς που συνδέονται με την ενέργεια, τις διεθνείς εμπορευματικές μεταφορές και την βιομηχανία αγροτοδιατροφής, ευθύνεται για το 60% του πληθωρισμού, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Με άλλα λόγια, οι αυξήσεις των τιμών στην βιομηχανία τροφίμων στην Γαλλία, αλλά και σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, ήταν και είναι πολλαπλάσιες από το κόστος παραγωγής τους, σε βαθμό που διαμέσου της αύξησης των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων να τροφοδοτείται η διατήρηση του υψηλού επιπέδου των τιμών στα τρόφιμα, την ένδυση, τις μεταφορές, κλπ. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Μάρτιος 2023) είχε επισημάνει ότι η κινητήρια δύναμη της αύξησης των τιμών στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι πλέον η στρατηγική επιλογή αύξησης των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων.
Όμως, η ένταση της αδιάκοπης (η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ανέστειλε προς το παρόν την αύξηση του βασικού επιτοκίου) εφαρμογής των πολιτικών της αύξησης των επιτοκίων προκειμένου να επιτευχθεί ο Καταστατικός στόχος της ΕΚΤ για την σταθερότητα των τιμών και την επιστροφή του πληθωρισμού στα επίπεδα του 1%-2%, προκαλεί, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο επέκτασης της περιόδου των υψηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη τουλάχιστον μέχρι το 2024. Όμως, αυτό σημαίνει συρρίκνωση της ρευστότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Βέβαια, η παράταση αυτή περιορισμού της ρευστότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας ήταν αναμενόμενη, με την έννοια ότι ενώ ο σημερινός πληθωρισμός είναι πληθωρισμός της προσφοράς και από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 είναι και πληθωρισμός κερδών. Αντίθετα, η πολιτική αύξησης των επιτοκίων ασκείται ωσάν να είναι πληθωρισμός της ζήτησης. Παράλληλα, όπως έχει επισημανθεί, ο περιορισμός της ρευστότητας θα έχει «ορατά υφεσιακά αποτελέσματα στην ευρωπαϊκή οικονομία διαμέσου της μείωσης της προσφοράς πιστώσεων».
Τι επιδιώκει η ασκούμενη πολιτική
Με άλλα λόγια, η ασκούμενη νομισματική πολιτική αύξησης των επιτοκίων στην ευρωζώνη από την ΕΚΤ ουσιαστικά επιδιώκει την μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, κινούμενη στον άξονα του πληθωρισμού ενάντια στον πληθωρισμό, με τίμημα, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων μέσω της στασιμότητας ή της ύφεσης, της μείωσης της παραγωγής, της αύξησης της ανεργίας και των ευέλικτων και προσωρινών μορφών απασχόλησης, της μείωσης του εισοδήματος και της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Όμως, μία τέτοια προοπτική απομακρύνει κατά το επόμενο χρονικό διάστημα την ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη, τόσο από την έναρξη ενός ενάρετου αναπτυξιακού κύκλου, όσο και από την επιστροφή του πληθωρισμού στα επίπεδα του 1%-2%. Παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές, η προοπτική έναρξης των συζητήσεων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023 και επιστροφής των ευρωπαϊκών κρατών στους δημοσιονομικούς κανόνες από 1/1/2024, σηματοδοτεί ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα συναντηθούν με μία περίοδο δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας κατά την διάρκεια της οποίας θα αποδυναμωθούν οι κινητήριες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ανάπτυξης.
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου