Σήμερα συμπληρώνονται έξι χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το όνομα του οποίου σφράγισε μία ολόκληρη εποχή της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Με αφορμή τη νέα εκλογική αναμέτρηση στις 25 Ιουνίου, που έχουν ως αδιαφιλονίκητο φαβορί τον γιο του Κυριάκο (χωρίς όμως βέβαιη την αυτοδυναμία) θα κάνουμε μία αναδρομή 34 χρόνια πριν, και συγκεκριμένα στις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που είχαν φέρει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στον προθάλαμο της εξουσίας.
Τότε το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές, έχοντας απέναντί του όχι μόνο τη ΝΔ του Κώστα Μητσοτάκη και τον ενιαίο τότε Συνασπισμό, αλλά και όλα σχεδόν τα Μίντια, αλλά δεν κατάρρευσε. Απέσπασε πάνω από 39% και παρέμεινε στο παιχνίδι, λόγω και του γεγονότος ότι είχε φροντίσει να ψηφίσει την απλή αναλογική, με αποτέλεσμα η ΝΔ να μην έχει αυτοδυναμία.
Ένα αντίστοιχο σκηνικό φαίνεται πως είχε στο μυαλό του και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ψήφισε την απλή αναλογική. Όμως οι όποιες ομοιότητες σταματούν εδώ, καθώς στις εκλογές του Μαΐου εξασφάλισε μόλις 20% και αντιμετωπίζει πλέον το φάσμα της περαιτέρω εξαΰλωσης, με την ίδια την Κουμουνδούρου να αποδέχεται πως η “στρατηγική της απλής αναλογικής” ήταν μία αποτυχία.Επιστρέφοντας στον Ιούνιο του 1989, η ΝΔ συμμαχεί με τον ενιαίο τότε Συνασπισμό (συμμετέχει και το ΚΚΕ) για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη, με σκοπό την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και ορισμένων ακόμα στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Οι παραπομπές ψηφίζονται από τη Βουλή το καλοκαίρι του 1989, αλλά ούτε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 η ΝΔ αποσπά την πολυπόθητη αυτοδυναμία, παρά το γεγονός ότι έχει ρίξει στη μάχη όλες τις εφεδρείες της.
Ο Κώστας Μητσοτάκης ηγείται μίας πρωτοφανούς εκστρατείας πολιτικού αφανισμού του αντιπάλου του, η οποία είχε αρχίσει από το 1988. Το ΠΑΣΟΚ κατηγορείται ευθέως ακόμα κι ότι βρίσκεται πίσω από την τρομοκρατική οργάνωση “17 Νοέμβρη“! Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, γαμβρού του Μητσοτάκη και εκπροσώπου Τύπου της ΝΔ (26 Σεπτεμβρίου 1989) είχε ξαναφέρει στο προσκήνιο τον σχετικό ισχυρισμό.
Το κλίμα της τρομοκρατολογίας αναζωπυρώνεται στις παραμονές των εκλογών του Νοεμβρίου 1989, όταν τις πρώτες πρωινές ώρες της 22ας Οκτωβρίου σκοτώνεται ο υπαξιωματικός Μιχάλης Παυλής από έκρηξη της βόμβας που προσπαθεί να τοποθετήσει στο δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης. Το απόγευμα της Κυριακής θα μιλούσε στο θέατρο ο Κώστας Μητσοτάκης.
Με πολιορκητικό κριό την κάθαρση
Με πολιορκητικό κριό το σκάνδαλο Κοσκωτά και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την οξυμένη αντίθεση των ελίτ και μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Μητσοτάκης επιβάλλει από νωρίς την κάθαρση ως κυρίαρχο ιδεολόγημα-αίτημα και κατ’ επέκτασιν ως άξονα των πολιτικών εξελίξεων.
Ο κοινός στόχος ετερόκλητων δυνάμεων για εξουδετέρωση του Ανδρέα Παπανδρέου και για διάσπαση του ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται σε βάση για την καινοφανή συμμαχία στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. Η επιχείρηση εκείνη κορυφώνεται, προσλαμβάνοντας τη μορφή ενός ιδιότυπου πολιτικού ρατσισμού. Μία απλή ανάγνωση των δηλώσεων και των σχολίων εκείνης της περιόδου είναι αρκετή για να αποδείξει αυτό τον ισχυρισμό. Ακόμα και τα προφανή είναι αδύνατον να τα επικαλεσθεί κανείς, εάν αυτά είναι θετικά για το ΠΑΣΟΚ.
Ο ιδιότυπος πολιτικός ρατσισμός επεκτείνεται και στην κοινωνία. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δέχονται κι αυτοί αφόρητη ηθικοπολιτική πίεση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μέτωπο των ετερόκλητων κοινωνικών δυνάμεων που εξέφρασε πολιτικά το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο της ανόδου του, στα μέσα της τετραετίας 1985-89 είχε εμφανίσει σημάδια αποσύνθεσης.
Τα αμυντικά αντανακλαστικά
Το ΠΑΣΟΚ, κάτω από την πίεση των αδυσώπητων επιθέσεων και μετά από μία περίοδο σύγχυσης, ο κορμός της εκλογικής βάσης του Κινήματος αντιδράει, αναπτύσσοντας ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Η ενεργοποίηση των αμυντικών αντανακλαστικών της Κεντροαριστεράς επικαλύπτει τις πολλές και ποικίλες αμφιβολίες, αμφισβητήσεις και δυσαρέσκειες. Για να κάνουμε μία σύγκριση με το σήμερα, το τότε ΠΑΣΟΚ, παρά την ήττα του, διατήρησε τα ερείσματα του στα συνδικάτα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ερείσματα που ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε απέκτησε, ακόμα και όταν ήταν κυβέρνηση…
Η τάση, λοιπόν, για συσπείρωση και ενότητα κυριαρχεί στο τότε ΠΑΣΟΚ. Το κλίμα συσπείρωσης που επικράτησε στη βάση, έχει την αντανάκλασή του και στο επίπεδο των ανωτέρων στελεχών. Συνειδητοποιούν ότι όχι μόνο δεν επίκειται κατάρρευση, οπότε θα έπρεπε να κινηθούν δραστικά, αλλά κι ότι η οποιαδήποτε ρήξη και πολύ περισσότερο απόσχιση, δεν έχει καμία προοπτική.
Γι’ αυτό και η αντίδραση του “πράσινου” κομματικού προσωπικού απέναντι στην κρίση, εκδηλώνεται με τη μορφή αμφισβήτησης προσώπων και καταστάσεων, παίρνει το χαρακτήρα μίας συχνά οξείας κριτικής. Δεν φθάνει ποτέ, όμως, στο σημείο να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την ενότητα του Κινήματος.
Το 39,15% του Ιουνίου 1989 είναι αναμφισβήτητα μία ήττα, αλλά ταυτοχρόνως και μία απόδειξη ότι το ΠΑΣΟΚ παγιώθηκε ως μεγάλη πολιτική παράταξη. Κάθε εκλογική ήττα, όταν μάλιστα συνοδεύεται από την απώλεια της εξουσίας και ιδιαίτερα όταν τίθεται και θέμα αυτοκάθαρσης, λειτουργεί σαν καταλύτης για εσωτερικές διεργασίες.
Αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
Το ΠΑΣΟΚ, μετά από εκείνες τις εκλογές, δεν ήταν εξαίρεση. Είχε κι αυτό προσβληθεί από τον “ιό” των αποσταθεροποιητικών διεργασιών. Τα όσα ακολούθησαν, όμως, δεν επέτρεψαν στον “ιό” να επωασθεί και να εκδηλωθεί. Η δρομολόγηση των κυοφορούμενων εσωκομματικών διεργασιών προϋπέθετε την εκτόνωση της αφόρητης πίεσης που δεχόταν μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ και την εξομάλυνση του πολιτικού κλίματος. Αντ’ αυτού, η πίεση εντάθηκε και το κλίμα πολώθηκε.
Το αποτέλεσμα της παραπομπής Παπανδρέου είναι η περαιτέρω ενίσχυση των αμυντικών αντανακλαστικών της παράταξης, η συσπείρωση στη βάση και κατά συνέπεια η πόλωση. Εάν η ηγεσία της ΝΔ, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1989, θεωρούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου τελειωμένο πολιτικά και δεν στρεφόταν εναντίον του, οι εξελίξεις θα ήταν πιθανόν διαφορετικές.
Η κλιμάκωση της επίθεσης εναντίον του, έφερε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι προσδοκίες της παραδοσιακής Αριστεράς για κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και για μετέπειτα εκλογική “λεηλασία” του αποδεικνύονται ευσεβείς πόθοι. Το Νοέμβριο 1989 το ΠΑΣΟΚ αυξάνει σχεδόν κατά δύο μονάδες την εκλογική δύναμή του και ο Συνασπισμός τη μειώνει.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφάνισε μία πρωτοφανή εκλογική αποσυσπείρωση για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποπειράται να προσελκύσει τους χαμένους ψηφοφόρους του υπό το φόβητρο του “παντοδύναμου Μητσοτάκη”, προσπάθεια που εκτιμώ πως δεν θα έχει επιτυχία (για λόγους που εξήγησα σε προηγούμενο άρθρο) λόγω και της ανάκαμψης που εμφάνισε το σημερινό ΠΑΣΟΚ.
Με την τρίτη προσπάθεια
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον Ιούνιο του 1989, το Νοέμβριο το πλεονέκτημα του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού δεν το έχει το ΠΑΣΟΚ, αλλά οι αντίπαλοί του. Το κυρίαρχο σ’ εκείνη την εκλογική αναμέτρηση δεν είναι η παραμονή ή όχι του Κινήματος στην εξουσία, όπως ήταν τον Ιούνιο. Είναι το εάν η ΝΔ θα επανέλθει αυτοδύναμη στην εξουσία. Άλλωστε, αυτή καθ’ αυτή η συνεργασία ΝΔ-Συνασπισμού είναι ένα πολιτικό όπλο στα χέρια του ΠΑΣΟΚ εναντίον της παραδοσιακής Αριστεράς.
Το αδιέξοδο που προέκυψε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 οδήγησε στον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κώστας Μητσοτάκης πιέζει για προκήρυξη εκλογών τον Απρίλιο 1990 και κατεβαίνει σ’ αυτές με κεντρικό σύνθημα “αυτοδυναμία ή χάος”, μιμούμενος το “Καραμανλής ή χάος” του 1974 (ένα σύνθημα που ουσιαστικά επαναλαμβάνει η σημερινή ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη).
Με 150 έδρες λοιπόν, η ΝΔ του πατρός Κωνσταντίνου την αγγίζει. Η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου, έχοντας εκλέξει ένα βουλευτή (Θεόδωρος Κατσίκης) προσφέρει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Κώστα Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός τη δέχεται, αλλά δεν θέλει να εξαρτάται από κανέναν. Έτσι, φροντίζει μετά από λίγο καιρό να “στρατολογήσει” τον Θεόδωρο Κατσίκη στη ΝΔ και οι 150 έδρες να γίνουν 151. Πρέπει να σημειωθεί πως η τότε ΝΔ δεν είχε σημαντικό ανταγωνισμό στα δεξιά της, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελληνική Λύση, αλλά και το κόμμα-έκπληξη Νίκη, η είσοδος του οποίου στην Βουλή είναι ένας από τους παράγοντες που θα κρίνουν την αυτοδυναμία του υιού Μητσοτάκης.
Ο πατέρας Μητσοτάκης πέτυχε, λοιπόν, τον στόχο του να γίνει πρωθυπουργός, αλλά όχι και τον στόχο του να εξουδετερώσει πολιτικά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Έτσι, το φθινόπωρο του 1993 θα πιει το πικρό ποτήρι της εκλογικής ήττας. Θα δει τον -από τη δεκαετία του 1960- άσπονδο αντίπαλό του, παρά την εύθραυστη υγεία του, να τον εκτοπίζει από τον πρωθυπουργικό θώκο.
Η απόσχιση της ομάδας του Αντώνη Σαμαρά το μόνο που έκανε ήταν να επισπεύσει για λίγο καιρό την αναπόφευκτη εκλογική ήττα και κατ’ επέκτασιν την πτώση από την εξουσία. Στην περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, το αποτέλεσμα του Μαΐου τον κατέστησε απόλυτο κυρίαρχο και στο εσωκομματικό πεδίο, χωρίς να ανησυχεί πως θα έχει να αντιμετωπίσει μία ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση, όπως ο πατέρας του.
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου