Πολύ αυστηροί όροι. Ναι. Πάμε πάλι για παράλληλους μονολόγους; Ξεκάθαρα. Έχουμε όμως λόγους να δούμε το debate της Τετάρτης; 

Έχουμε, αφού μόνο και μόνο η φυσική εγγύτητα των πολιτικών αρχηγών μπροστά στις κάμερες επί δύο και πλέον ώρες, μπορεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα που με τη σειρά της να βγάλει είδηση.

Εξάλλου, μην το ξεχνάμε, μόνο και μόνο η ίδια η πραγματοποίηση του debate αποτελεί, δυστυχώς, είδηση. Στις διπλές εκλογές του 2012 και πριν τον Ιανουάριο του 2015, δεν έγινε debate. Παρομοίως το 2019. Τώρα έχουμε debate. Έστω και «σφιχτό».

Ποιός θα ρωτήσει τον Μητσοτάκη για τις υποκλοπές;

Ας σκιαγραφήσουμε λοιπόν το επερχόμενο debate. Ένας συντονιστής, ο Γιώργος Κουβαράς της ΕΡΤ, έξι πολιτικοί αρχηγοί, έξι δημοσιογράφοι, έξι γύροι ερωτήσεων, ένας για κάθε θεματική ενότητα. Συνεπώς όλοι οι δημοσιογράφοι θα απευθύνουν από μία ερώτηση σε κάθε έναν πολιτικό. Το ενδιαφέρον φυσικά εστιάζεται στο ποιός ή ποια θα ρωτήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην θεματική «κράτος-θεσμοί-διαφάνεια» που εμπεριέχει φυσικά το πλέον δύσκολο για τον απερχόμενο πρωθυπουργό θέμα των υποκλοπών. Μαθαίνουμε ότι το ποιός θα ρωτήσει τί είναι αντικείμενο διαβούλευσης μεταξύ των δημοσιογράφων.

Σε αντίθεση με τους πολιτικούς αρχηγούς που για πρώτη φορά σε debate πέντε ή έξι κομμάτων είναι μόνο άνδρες, οι δημοσιογράφοι είναι 50-50. Τουλάχιστον ως προς το φύλο. Ράνια Τζίμα για το MEGA, Αντώνης Σρόιτερ για τον Alpha,  Γιώργος Παπαδάκης για τον ΑΝΤ1, Παναγιώτης Στάθης για το Open, Σία Κοσιώνη για τον ΣΚΑΪ και Μάρα Ζαχαρέα για το Star, θα βρεθούν το βράδυ της Τετάρτης στο στούντιο 4 της ΕΡΤ.

Κάθε ερώτηση θα έχει διάρκεια 30 δευτερόλεπτα και η απάντηση 1,5 λεπτό, με τους δημοσιογράφους να έχουν δικαίωμα για follow up που μπορεί να διαρκέσει έως 45 δευτερόλεπτα. Προδιαγράφεται δηλαδή μια μάχη με τον χρόνο και μικρό περιθώριο σε όποιον, όποια δημοσιογράφο θέλει να κάνει καλά τη δουλειά του. 

Οι λεπτομέρειες που μπορούν να «γράψουν» στο αποτέλεσμα

«Θεωρώ ότι η φόρμα του debate της Τετάρτης, όπως την αποφάσισε η διακομματική επιτροπή, είναι πολύ περιοριστική και αυστηρή. Συνεπώς, οι ψηφοφόροι δεν μπορούν να έχουν υψηλές προσδοκίες στην κατεύθυνση της σύγκρισης ανάμεσα στους αρχηγούς που διεκδικούν να παίξουν σημαίνοντα ρόλο στην χώρα, την επομένη των εκλογών», επισημαίνει ο
Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου, διδάσκων στο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Πολιτική και Διαδίκτυο» του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και στο τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου, αμφότερα του ΕΚΠΑ.

«Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουν να περιμένουν και τίποτα. Οι τηλεμαχίες αυτές πάντα αφήνουν περισσότερα περιθώρια για στιγμιαία λάθη ή μικρές νίκες στα σημεία από τις απόλυτα προετοιμασμένες κατά μόνας συνεντεύξεις. Αυτός είναι και ο λόγος που τα debate έχουν κατά κανόνα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης», προσθέτει ο ίδιος.

Τέτοιες λεπτομέρειες έχουμε δει στο παρελθόν να «γράφουν», θετικά ή αρνητικά, στα αποτελέσματα της κάλπης. «Θυμάμαι για παράδειγμα τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, προς το τέλος της τηλεμαχίας με τον Αλέξη Τσίπρα τον Σεπτέμβριο του 2015, να κάνει παράπονα στον αέρα για τον τρόπο με τον οποίο εμφανιζόταν στην οθόνη. Ουσιαστικά εκείνη την ώρα πέρασε το μήνυμα ότι ήταν ο χαμένος του συγκεκριμένου debate και αυτό θεωρώ πως του στοίχισε στις εκλογές», λέει Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου.

Οι ψηφοφόροι σιχαίνονται το «Προκάτ»

Τί κρατούν λοιπόν οι ψηφοφόροι από ένα debate; «Μπορεί οι ακαδημαϊκοί, οι πολιτικοί αναλυτές και ίσως κάποιοι δημοσιογράφοι να δίνουν βάση στα debates κυρίως στο περιεχόμενου του λόγου, όμως έρευνες έχουν δείξει πως οι τηλεθεατές-ψηφοφόροι στέκονται περισσότερο στο ύφος και την άνεση, ή μη, με την οποία μιλούν οι πολιτικοί αρχηγοί», απαντά ο συνομιλητής μας.

 

«Ο κόσμος στον πολιτικό λόγο σιχαίνεται το ‘Προκάτ’», τονίζει ο διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Οι πολίτες θέλουν να παρακολουθήσουν κάτι που θα είναι όσο το δυνατόν λιγότερο προετοιμασμένο, αποζητούν την αίσθηση της ζωντάνιας και του αυθορμητισμού. Θέλουν να δουν να ξετυλίγεται η προσωπικότητα των ανθρώπων που δηλώνουν έτοιμοι να κυβερνήσουν την χώρα και να κρίνουν αν είναι ετοιμόλογοι. Επίσης, και ας μην το υποτιμούμε αυτό, είναι πάρα πολλοί εκείνοι που βλέπουν το debate για να ενημερωθούν σχετικά με τις θέσεις των κομμάτων, διότι μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έχουν φροντίσει ή δεν έχουν προλάβει να το κάνουν», επισημαίνει ο κ. Χατζηκωνσταντίνου.

Debate για να συγκρίνουν οι πολίτες ή για να εξυπηρετηθούν τα κόμματα;

Από τα πρώτα προεκλογικά debate στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 90, αναλυτές και δημοσιογράφοι συμφωνούν πως οι όροι είναι πολύ περιοριστικοί και δεν επιτρέπουν το διάλογο μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, ούτε την εξαγωγή εποικοδομητικών συμπερασμάτων από τους πολίτες-τηλεθεατές. Κι όμως, όπως προέκυψε από την προετοιμασία και αυτού του debate, μέσω της διακομματικής επιτροπής, τα κόμματα δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σε τομές.

«Σε όλο τον κόσμο, περισσότερο στην Ευρώπη και δη στην Ελλάδα, τα κόμματα πιέζουν ώστε η μορφή του debate να ταιριάζει καλύτερα με τις εκάστοτε πολιτικές τους επιδιώξεις. Διαφορετικά βλέπει ένα debate το κόμμα που ήδη κυβερνά και θέλει να επανεκλεγεί, διαφορετικά ένα κόμμα που προηγείται, διαφορετικά ένα κόμμα που εμφανίζεται πίσω στις δημοσκοπήσεις και θέλει να μειώσει την διαφορά. Παρομοίως, αλλιώς προσεγγίζει το debate ένα κόμμα που θεωρεί τον επικεφαλής του επικοινωνιακά δυνατό και αλλιώς ένα άλλο που ενδεχομένως δεν συγκαταλέγει στα δυνατά του σημεία την ανοιχτή αντιπαράθεση», εξηγεί ο Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου και μιλά συγκεκριμένα για τα δύο μεγάλα κόμματα.

«Η Νέα Δημοκρατία δε θέλει να πάρει το ρίσκο μιας απευθείας μονομαχίας Μητσοτάκη-Τσίπρα, κι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή προηγείται στις δημοσκοπήσεις και άρα θέλει να αποφύγει κάθε πιθανό λάθος που ενδεχομένως της στερήσει αυτό το, δημοσκοπικό τουλάχιστον, προβάδισμα. Δεύτερον, επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης με κάθε ευκαιρία προσπαθεί να περνά το μήνυμα, μεταξύ των γραμμών, πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ισότιμος αντίπαλός του».

«Στον αντίποδα, στον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν πως ο πρόεδρος τους είναι το δυνατό χαρτί του κόμματος και γι’ αυτό ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει διαθέσιμος σε κάθε μορφή τηλεμαχίας. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η επιλογή του να δώσει συνέντευξη στον ΣΚΑΪ, πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2019, με την εμφάνισή του αυτή να θεωρείται από τους περισσότερους αναλυτές ως επιδραστική στο ποσοστό που τελικά πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνη την κάλπη», παρατηρεί ο διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πρέπει να κάνουν «βήμα πίσω» κάποιοι δημοσιογράφοι για ένα καλύτερο debate;

«Θα ήταν χρήσιμο να θεσπιστεί σταθερή φόρμα για τα προεκλογικά debate, για παράδειγμα ένα ‘όλοι με όλους’ και μια μονομαχία των επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν επαναλαμβανόμενα debate κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Ακόμα θα μπορούσαν οι κανόνες με τους οποίους τίθενται οι ερωτήσεις να είναι λιγότερο αυστηροί», προτείνει ο συνομιλητής μας.

«Επίσης, μπορεί να είναι εν μέρει θεμιτό οι συμμετέχοντες δημοσιογράφοι να θέλουν να κερδίσουν κάτι από το κύρος που περιβάλλει τα debate, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος της ίδιας της αποστολής του θεσμού, που δεν είναι άλλη από την καλύτερη πληροφόρηση των ψηφοφόρων με όρους σύγκρισης των πολιτικών αρχηγών. Με μικρότερο αριθμό δημοσιογράφων και πιο ανοιχτή συζήτηση, νομίζω πως ο στόχος αυτός θα μπορούσε να προσεγγιστεί με μεγαλύτερη επιτυχία», καταλήγει ο κ. Χατζηκωνσταντίνου.