Η παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή, σε απάντηση άρθρου του Κώστα Σημίτη για το Ελσίνκι (1999) συνιστά πολιτικό γεγονός, οι συνέπειες του οποίου δεν περιορίζονται σε μία κόντρα δύο πρώην πρωθυπουργών για τα πεπραγμένα τους.
Και μόνο το γεγονός ότι ο Καραμανλής προέβη σε μακροσκελή δήλωση, σε αντίθεση με τις ελάχιστες προγενέστερες λακωνικές παρεμβάσεις του, μιλάει από μόνο του.
Η αντιπαράθεση δεν αφήνει αδιάφορους και τον σημερινό πρωθυπουργό που διαχειρίζεται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ευρισκόμενος ενώπιον ανάλογων προκλήσεων. Το ύφος και κυρίως η ουσία των διατυπωθεισών θέσεων των δύο πρωταγωνιστών φανερώνει την διαφορετική αντίληψη για την στρατηγική επίλυσης των ελληνοτουρκικών. Η μεν αντίληψη Σημίτη, με πνευματικούς αναδόχους της κυρίως τους Χρήστο Ροζάκη και Παναγιώτη Ιωακειμίδη, επικρίνεται ως “ενδοτική” από τους πολέμιούς της, η δε αντίληψη Καραμανλή, εμπνεύσεως κυρίως του Πέτρου Μολυβιάτη και του Γιάννη Βαληνάκη, χαρακτηρίζεται επικριτικά ως “πολιτική της ακινησίας” από τους υποστηρικτές της σημιτικής αντίληψης.
Χαρακτηρισμοί όπως “προδοτική”, “εθνοκτόνα”, είναι ξένοι προς την δική μας αξιολόγηση. Το ζήτημα είναι η διερεύνηση του εάν οι ως άνω αντιλήψεις και κυρίως η πρακτική τους εφαρμογή τους υπήρξε εθνικά επωφελής ή επιζήμια και σε τι βαθμό. Βασικό σημείο διαφωνίας είναι ο ρόλος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, όχι τόσο για το “εάν” της προσφυγής, όσο κυρίως για το περιεχόμενο-αντικείμενό της.
Μετά το 1974, η θέση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, έγκειτο στο ότι δεν υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές παρά μόνο μία, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο με βάση το ισχύον τότε Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ τα υπόλοιπα αποτελούν μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Επειδή οι θέσεις των δύο χωρών ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες στο ζήτημα οριοθέτησης (εάν τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, ή όχι), θέση της κυβέρνησης Καραμανλή για την ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς ήταν η παραπομπή της διαφοράς στη Χάγη με συνυποσχετικό.
Η θέση αυτή προκρινόταν, εφόσον οι δύο άλλοι τρόποι επίλυσης διαφορών, ο πόλεμος και ο διάλογος, ήταν ανεπιθύμητος ο πρώτος και αδιέξοδος ο δεύτερος, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν δεχόταν τις τουρκικές απαιτήσεις. Την παραπομπή δέχθηκε προς στιγμήν η Τουρκία (κοινό ανακοινωθέν Καραμανλή-Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες το 1975), υπαναχώρησε με αποτέλεσμα να προσφύγει η Ελλάδα μονομερώς στο Δικαστήριο της Χάγης το 1976, το οποίο αρνήθηκε την δικαιοδοσία του λόγω έλλειψης συνυποσχετικού.
Συμπεράσματα Ελσίνκι
Την θέση για μία διαφορά αποδέχθηκε πλήρως και ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπερθεματίζοντας μάλιστα με το «δεν διεκδικούμε τίποτα και δεν παραχωρούμε τίποτα». Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν την αμφισβήτησε, αλλά επιδίωξε την επίλυση των ελληνοτουρκικών μέσω διαλόγου κατόπιν συμβιβασμού. Ρωγμή, εάν όχι αμφισβήτηση της εθνικής θέσης για παραπομπή στην Χάγη μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αποτέλεσε η πολιτική Σημίτη μετά την κρίση των Ιμίων.
Η αρχή έγινε με την πρόταση-πρόκληση προς την Άγκυρα για παραπομπή στη Χάγη της κυριαρχίας βραχονησίδων και ολοκληρώθηκε με το Ελσίνκι (απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας). Είχε προηγηθεί η συμφωνία της Μαδρίτης το 1997 με την αναγνώριση για πρώτη φορά από την Ελλάδα νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Στα συμπεράσματα του Ελσίνκι περιέχεται η φράση: «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο… παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήµατος. Το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία, προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Με τα παραπάνω η κυβέρνηση Σημίτη αποκλίνει από την πάγια γραμμή των προηγούμενων κυβερνήσεων, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν συνοριακές διαφορές με την Τουρκία, διαφορές για την κυριαρχία ελληνικών νησιών, νησίδων ή βραχονησίδων και την έκταση του εναερίου χώρου, οι οποίες θα έπρεπε να παραπεμφθούν στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου όπως και «κάθε εκκρεμής διαφορά».
“Γκρίζες ζώνες”
Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η Τουρκία αμφισβητούσε το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου και την κυριαρχία ελληνικών νησιών με τη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών”. Γι’ αυτή την εξέλιξη, η κυβέρνηση Σημίτη –όπως δείχνουν μαρτυρίες και λοιπά στοιχεία που ήρθαν αργότερα στην επιφάνεια– έχει μεγάλη διαχειριστική και διαπραγματευτική ευθύνη. Η διαφορά για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, όπως και το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. εντάσσεται στα «άλλα συναφή θέματα» των Συμπερασμάτων του Ελσίνκι, εφόσον αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα και όχι κυριαρχία επί εδάφους.
Βασικοί συνδιαμορφωτές αυτής της άποψης φέρονται να είναι οι Παναγιώτης Ιωακειμίδης και Χρήστος Ροζάκης, ο οποίος υπήρξε στενός σύμβουλος και υφυπουργός Εξωτερικών. Τις θέσεις επανέλαβαν ο μεν πρώτος σε ραδιοφωνική συνέντευξη, μιλώντας για «ελληνικό παράδοξο» μη ταύτισης του εναερίου χώρου και των χωρικών υδάτων. Ο δεύτερος σε τηλεοπτική συνέντευξη, τονίζοντας ότι οι ελληνικές θέσεις για την κυριαρχία των νησιών κλπ είναι από πλευράς Διεθνούς Δικαίου ισχυρές και άρα η Ελλάδα δεν έχει να φοβάται τίποτα από μία παραπομπή των διαφορών αυτών στην Χάγη.
Η ratio αυτής της αντίληψης είναι ότι εφόσον η χώρα μας έχει ισχυρά νομικά επιχειρήματα για την κυριαρχία των νησιών κλπ, η παραπομπή και η αντίστοιχη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα εξοβελίσει διά παντός τις “γκρίζες ζώνες” από τις διεκδικήσεις της Άγκυρας. Για ζητήματα όπως το εύρος των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου, η ratio είναι ότι η Ελλάδα έχει επί δεκαετίες “μαξιμαλιστική” θέση, η οποία δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στην διεθνή κοινότητα.
Ενώ εάν βάλουμε “νερό στο κρασί μας” και εξασφαλίσουμε το μείζον, που είναι η μερική επέκταση των χωρικών υδάτων σε τμήματα του Αιγαίου (όχι απαραίτητα μέχρι τα 12 ν.μ.) και η υπέρ ημών οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τότε η υποχώρηση στον εναέριο χώρο και στα χωρικά ύδατα είναι υποδεέστερη των ωφελειών. Σε τελευταία ανάλυση, η με τον τρόπο αυτόν “επωφελής” διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων θα εξασφαλίσει την σταθερότητα στην περιοχή.
Μία και μοναδική αναφορά
Η αλήθεια είναι ότι χωρίς να την καταστήσει επίσημη θέση του, την παραπάνω αντίληψη συμμεριζόταν και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Επίσης, η κυβέρνηση Σημίτη επαίρεται ότι με το Ελσίνκι αποσυνδέθηκε η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από την επίλυση του Κυπριακού. Αυτό πρέπει να πιστωθεί στον Κώστα Σημίτη, εφόσον αποτέλεσε την μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία μεταδικτατορικά μετά την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ.
Την “ρεαλιστική” αυτή θέση αντιστρατεύτηκε ως “ενδοτική” και “εθνικά επιζήμια” ο Κώστας Καραμανλής, εμμένοντας στο δόγμα Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου περί μίας και μοναδικής διαφοράς. Έτσι επανέφερε την εξωτερική πολιτική σε αυτή την γραμμή. Θεωρούσε αδιανόητο να “παιχτεί η εθνική κυριαρχία επί ελληνικού εδάφους στα ζάρια”, όπως υποστήριξε σε συνέντευξη ο Γιάννης Βαληνάκης.
Παράλληλα, σε αντίθεση με τον Γιώργο Παπανδρέου, αντιτάχθηκε στο Σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό, συμπαρατασσόμενος με τον πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και την μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων. Η θέση κατά του Σχεδίου Ανάν ήταν εθνικά επωφελής που πρέπει να πιστωθεί όχι μόνο στον τότε Κύπριο πρόεδρο, αλλά και στον Κώστα Καραμανλή.
Επίσης, η αιτίαση ότι η Τουρκία ακόμα και σε περίπτωση παραπομπής του συνόλου των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως υποστηρίζει η πλευρά Σημίτη, θα παρασπονδούσε στα δεδικασμένα είναι αρκετά ισχυρή. Η συμπεριφορά της Τουρκίας δείχνει ότι περιφρονεί το Διεθνές Δίκαιο και την Διεθνή Δικαιοσύνη. Δεν έχει προσχωρήσει στο Προαιρετικό Πρωτόκολλο για την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, δηλώνει επιφυλάξεις σε όλες τις διεθνείς συμβάσεις που προβλέπουν την υποχρεωτική υπαγωγή των διαφορών από την σύμβαση στην διεθνή δικαιοδοσία και αρνείται να επιλύσει τις πλείστες όσες διαφορές της με τους γείτονές της μέσω υπαγωγής τους στην διεθνή δικαιοδοσία ή διαιτησία.
“Εξημέρωση του θηρίου”
Το πρόβλημα με την εξωτερική πολιτική Καραμανλή, όμως, ήταν η ουσιαστική εγκατάλειψη ακόμα και της πολιτικής του θείου του περί παραπομπής της διαφοράς για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ στην Χάγη, αυτοεγκλωβιζόμενος στην πολιτική του προκατόχου του περί εθνικής ωφέλειας από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στην λογική της “εξημέρωσης του θηρίου”.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι τόσο η Ελλάδα έγινε κατά off the record δήλωση ανώτερου Γερμανού διπλωμάτη στην Αθήνα η πιο ένθερμη και για ένα διάστημα μοναδική κατ’ ουσίαν υποστηρίκτρια της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Η πολιτική εκείνη εδραζόταν επί ελπίδων που τελικά αποδείχθηκαν φρούδες και μάλιστα χωρίς να εξασφαλίσει το παραμικρό αντάλλαγμα, όπως θα ήταν π.χ. η απόσυρση του casus belli, που δεικνύει συμπεριφορά προδήλως αντίθετη στο Διεθνές Δίκαιο.
Επίσης, λογική είναι η αιτίαση ότι η πολιτική της διαιώνισης των προβλημάτων επί δεκαετίες δεν είναι εθνικά επωφελής μεταξύ άλλων και για την οικονομική ανάπτυξη. Εάν δεν πιεστεί η Τουρκία μέσω διεθνών μηχανισμών, ιδίως της ΕΕ, να δεχθεί την υπαγωγή των διαφορών σε ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο με μέτρο επίλυσης το Διεθνές Δίκαιο, δεν πρόκειται να αλλάξει συμπεριφορά. Οι δε διεθνείς συσχετισμοί εξελίσσονται μη ευνοϊκά για την Ελλάδα και υπέρ της γείτονος.
Εσωκομματικο θέμα
Έτσι φθάσαμε σήμερα δύο πρώην πρωθυπουργοί να αντιδικούν. Η σημερινή κυβέρνηση χειρίζεται τα ίδια λίγο-πολύ προβλήματα και μάλιστα περαιτέρω οξυμένα εξ αιτίας της επιθετικότερης στάσης του Τούρκου προέδρου. Το ζήτημα (και εσωκομματικό) για τον σημερινό πρωθυπουργό είναι εάν θα πάρει θέση στο ερώτημα για το εάν η εξωτερική πολιτική του Κώστα Καραμανλή ήταν σωστή, ή έστω τι άλλαξε που θα δικαιολογούσε την προσχώρηση στην αντίθετη πολιτική αντίληψη του Κώστα Σημίτη.
Ας σημειωθεί ότι οι προσεγγίσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της ΝΔ δεν ταυτίζονται πάντοτε μεταξύ τους. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού στην διαφωνία Σημίτη-Καραμανλή προσλαμβάνει περαιτέρω ενδιαφέρον μιας και η κυβέρνηση Σαμαρά με υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Βενιζέλο προέβη λίγες ημέρες πριν παραδώσει την εξουσία σε συμπλήρωση της επιφύλαξης στο Προαιρετικό Πρωτόκολλο περί αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου και σε θέματα που αφορούν την εθνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα.
Κατά συνέπεια το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας νησιών κλπ εξαιρείται της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου για την Ελλάδα. Θεωρητικά, από νομικής απόψεως, θα ήταν κατά την γνώμη του γράφοντος δυνατό να δεχθεί η Ελλάδα την υπαγωγή τέτοιου είδους διαφορών στην δικαιοδοσία της Χάγης μέσω του άλλου τρόπου πρόσβασης στο Δικαστήριο, δηλαδή μέσω συνυποσχετικού. Θα φαινόταν, όμως, ανακόλουθο και ασυνεπές με τις ελληνικές θέσεις, όπως εκφράζονται στην διατύπωση της ανωτέρω επιφύλαξης. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί περιμένουν την θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος –εάν αληθεύουν αυτά που λέγονται για την σχέση του νυν με τον Κώστα Σημίτη– ότι θα την ακούσουν.
Τσιλιώτης Χάρης / slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου