Αναστάτωση επικρατεί σχεδόν σε όλες τις περιοχές της χώρας μετά την ανάρτηση των δασικών χαρτών. Η εξάμηνη παράταση για την υποβολή αντιρρήσεων δηλώνει την αποδοχή της κυβέρνησης του τεράστιου προβλήματος που οι αναρτημένοι δασικοί χάρτες προκαλούν και εξ αυτού η αναδίπλωσή της για να επανεξετασθούν.
Όμως χωρίς κάποιο σαφές νέο πλαίσιο πολιτικής που να μπορεί να επιλύσει τα γνωστά ζητήματα, όπως μάλιστα μετά από 20 χρόνια αυτά έχουν κατά κανόνα κατηγοριοποιηθεί.
Τα πιθανότερα σενάρια είναι δύο: Πρώτον, οι ελληνικές καλένδες με πιθανότερη την επανέναρξη αντιμετώπισης του χρονίζοντος θέματος τον Οκτώβρη 2021 (μετά τις σχεδιαζόμενες εκλογές και σε συνάρτηση και με την πανδημία. Δεύτερον, η ελληνική κοπτοραπτική με αποσπασματικές τακτοποιήσεις, οι οποίες, κατά τα συνήθη, θα προκύψουν ως αποτέλεσμα συμβιβασμών οικονομικών συμφερόντων, πολιτικών παρεμβάσεων, πελατειακών εξαρτήσεων και διοικητικών/δασικών υπηρεσιακών συναλλαγών.
Κανένα,
ασφαλώς, από τα δύο σενάρια δεν αποτελεί διέξοδο. Ιδιαίτερα το δεύτερο, στο
οποίο ποντάρουν και πολλοί επιτήδειοι θα οξύνει τα προβλήματα. Θα διογκώσει το
αίσθημα αδικίας, θα αναπαλαιώσει τα “παραμάγαζα” και θα προσθέσει νέες
δικαστικές προσφυγές στα ήδη μπουκωμένα με τέτοιες υποθέσεις Δικαστήρια. Κατά
τα άλλα, μια νέα ψηφιακή εποχή έχει εξαγγελθεί!
Απαιτείται
τομή και άλμα προς τα μπρός. Μια γενναία πολιτική που θα έχει προ οφθαλμών
στρατηγικούς σκοπούς, τους πόρους και την οικονομία. Μετά από μια σχεδόν χαμένη
12ετία κρίσης, πρέπει να γίνει επανεκκίνηση με τρόπο αναπτυξιακό και
παραγωγικό, ενάντια σε παρασιτισμούς, χρόνιες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις,
ιδεοληψίες, πελατειακά παρασκήνια και γραμμάτια διαπλοκής.
Υπάρχει
πολιτική βούληση;
Στο πλαίσιο
αυτό, πρέπει να αντιμετωπισθεί και η σοβαρή υπόθεση του Δασολογίου, των δασικών
εκτάσεων, των εκμεταλλεύσεων γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και των
ιδιοκτησιών. Προκαλεί κατάπληξη ότι το αρμόδιο υπουργείο προχώρησε στην
ανάρτηση δασικών χαρτών, όπου αποτυπώνουν αύξηση κατά 60% των δασικών εκτάσεων
σε σχέση με τους χάρτες του 1945(!) και πολλαπλασιασμό των χορτολιβαδικών
εκτάσεων κατά σχεδόν 1.000.000 στρεμμάτων! Σύμφωνα με τα στοιχεία από τους
αναθεωρημένους δασικούς χάρτες, σε σύνολο πάνω από 60.000.000 στρεμμάτων, οι
δασικές εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 2.774.456 στρέμματα!
Χωρίς καμία
αξιολόγηση των συνθηκών και των εξελίξεων (μεταναστευτικών, πληθυσμιακών,
κοινωνικών, αναπτυξιακών), παρουσιάζουν Χάρτες που τα δασικά μεγέθη τους
προκαλούν κάθε λογικό άνθρωπο, όχι μόνο τους σχετικούς με το αντικείμενο, αλλά
συνολικά τις τοπικές κοινωνίες. Δεν υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για αναστροφή
της διαχρονικής τάσης ερήμωσης της υπαίθρου κι αποσύνθεσης της αγροτικής
οικονομίας και του δημογραφικού παράγοντα.
Στα Γρεβενά
η αύξηση των δασικών εκτάσεων είναι 73%, στην Καστοριά 70%, στη Δράμα 78%, στη
Φωκίδα 80%, στην Εύβοια 70%, στις Σέρρες 62%, η Κρήτη είναι σχεδόν στο σύνολό
της, πλέον, πλην οικισμών και παραλιακών ζωνών ”πράσινη”! Και δεν πρόκειται,
όπως πολλοί αστειεύτηκαν, για επιστροφή του ΠΑΣΟΚ! Η αντίληψη που διαπερνά τους
δασικούς χάρτες είναι ότι κάθε τι δασοσκεπές και έκταση ποώδους βλάστησης είναι
δάσος ή δασική έκταση, όπου κανείς εκτός της Δασικής Υπηρεσίας δεν έχει
ιδιοκτησία, ή τουλάχιστον απόλυτη εξουσία. Πρόκειται για ακραία, ανορθολογική
και συχνά αρπακτική και καταδυναστευτική συμπεριφορά, που δεν έχει καμία σχέση
με τις αρχές της αειφορίας και της βιωσιμότητας, ούτε με σχέδια ασφάλειας. Το
έχουν αποδείξει οι μέχρι τώρα αποτυχημένες πολιτικές και πρακτικές.
Για την
μετάβαση σε νέα εποχή
Ας θέσουμε
ορισμένους άξονες για τη μετάβαση σε νέα εποχή:
Πρώτον: Οι
συνταγματικές προβλέψεις-ρήτρες, παρά την κρατούσα άποψη, δεν αποτελούν εμπόδιο
για πρωτοβουλίες, ούτε ρυθμίζουν με τρόπο δογματικά “δασοκεντρικό” όλα τα
ζητήματα περί των δασών, των δασικών εκτάσεων και των συναφών
οικονομικών-κοινωνικών δραστηριοτήτων. Το άρθρο 24 του Συντάγματος συγκεκριμένα
προβλέπει: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί
υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος
έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο
της αρχής της αειφορίας… Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και
των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή
άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».
Η τελευταία
πρόταση παρέχει με κατηγορηματικό τρόπο δυνατότητα για Σχέδια ακόμα και
«μεταβολής του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων». Ο κρίσιμος
παράγων για να ανοίξει σχεδιασμένα και υπεύθυνα αυτή η προοπτική είναι η
πολιτική βούληση της κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου.
Δεύτερον:
Ρητά απαγορεύεται κάθε οικιστική πύκνωση. Αλλαγές χρήσης δασικών εκτάσεων με
περιεχόμενο τη δημιουργία ή επέκταση οικισμών (οικιστικών πυκνώσεων) δεν
μπορούν πλέον να γίνουν. Η βούληση αυτή έχει τη μορφή απαράβατης ρύθμισης στο
Σύνταγμα (άρθρα: 24 & 117) και απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση
685/2019). Ο φραγμός στην αυθαίρετη δόμηση και τις αυθαίρετες οικιστικές
πυκνώσεις ορθά ενισχύεται. Αυτή η πολυπλόκαμη ”μπίζνα” έπρεπε να τελειώσει.
Εγκαταλελειμμένα
κτήματα
Τρίτον:
Είναι υποχρέωση της Πολιτείας να αποδώσει στους ιδιοκτήτες και κληρονόμους
εκτάσεις που το 1945 ήταν αγροί και κτήματα, να κινητοποιήσει πόρους και να
δημιουργήσει υποδομές για την υποστήριξη για την παραγωγική αγροτική αξιοποίησή
τους. Οι εκτάσεις αυτές, που σήμερα εμφανίζονται σαν δασικές, αποτελούσαν (και
αποτελούν) κτήματα οικογενειών που η φτώχεια και η δυσπραγία και
πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες, τις υποχρέωσαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό ή
στα αστικά κέντρα.
Οι εκτάσεις
αυτές συνολικά 3.500.000 στρέμματα (το 5% των αναρτηθέντων δασικών εκτάσεων)
και από τις αεροφωτογραφίες του 1945, ακόμα και του 1960 καταγράφονται ως
αγροτικές εκτάσεις ή/και κτήματα. Ως εκ τούτου, πρέπει άμεσα να χαρακτηρισθούν
αγροτικές. Για λόγους συνταγματικούς (άρθρα 17 & 18 περί ιδιοκτησίας),
θεσμικούς, νομικούς, διοικητικούς και ηθικούς, τα γεωτεμάχια αγροτικής μορφής
που δεν έφεραν δασική βλάστηση το 1945 και αβασάνιστα σήμερα χαρακτηρίσθηκαν
δασικές εκτάσεις, όπου και αν βρίσκονται, να νομοθετηθεί ότι δεν διέπονται από
τη Δασική Νομοθεσία, ώστε να αποδοθούν για αγροτική εκμετάλλευση. Ακόμα και
εκτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν προβλήματα δευτερευουσών ασαφειών ως προς το
ιδιοκτησιακό ιστορικό τους, ιδιαίτερα στις απελευθερωμένες περιοχές μετά το
1913, πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της πραγματικής τους χρήσης μέχρι το
1945.
Είναι
απαράδεκτο να καταπατείται η περιβαλλοντική νομοθεσία με ”νομικά παράθυρα” για
την εγκατάσταση γιγαντιαίων αιολικών σε προστατευόμενες οικολογικά περιοχές στα
βουνά που καταστρέφουν εκατοντάδες στρεμμάτων δασικών εκτάσεων. Και την ίδια
στιγμή να εξαντλείται η αυστηρότητα του κράτους και των δασαρχείων σε εκτάσεις
που οι αγρότες πότισαν με ιδρώτα επί δεκαετίες μέχρι να αναγκαστούν να
μεταναστεύσουν.
Επίλυση
χρόνιου ζητήματος
Η επίλυση
του μεγάλου αυτού χρόνιου ζητήματος θα ήταν μισή αν δεν συνοδεύονταν ενεργά από
δέσμη μέτρων ανάπτυξης και παραγωγικής ανόρθωσης της υπαίθρου. Η έμφαση πρέπει
να δοθεί στον αγροτοδιατροφικό τομέα, όχι μόνο στον πρωτογενή, αλλά και στον
δευτερογενή. Η σημασία του δευτερογενούς είναι πολύ μεγάλη, γιατί μέσω της
κατεργασίας, της επεξεργασίας, της συσκευασίας, δημιουργεί υψηλή προστιθεμένη
αξία, διευρύνοντας σημαντικά τα περιθώρια κέρδους.
Τα δείγματα
ανάκαμψης του αγροτικού τομέα, εν μέσω κρίσης, δίνουν ενθαρρυντικό μήνυμα. Το
περιφερειακό ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας στην κρίση αυξήθηκε κατά 9%. Στο
πλαίσιο μιας αναπτυξιακής στρατηγικής στον αγροτικό τομέα, λοιπόν, θεωρούμε
προτεραιότητα:
Ειδικά
σχέδια υποστήριξης των περιοχών για την παραγωγική επαναχρήση των αγροτικών
εκτάσεων με στοχευμένες καλλιέργειες, συγκεντροποιημένες δευτερογενείς επεξεργασίες-τυποποιήσεις
και σχέδια κυκλοφορίας/εμπορίας σε αγορές, με αξιοποίηση και των κέντρων και
επιχειρήσεων του Ελληνισμού στο εξωτερικό. Οι μετανάστες πρώτης ή δεύτερη
γενιάς επιθυμούν να ξαναδημιουργήσουν σχέση με τον τόπο τους και πρέπει να τους
δοθεί μια ευκαιρία (επιχειρηματική, παραγωγική, εμπορική).
Προγράμματα
επιδοτούμενα ιδιωτικά, ή κοινοπρακτικά, ή κοινωνικής οικονομίας (με τη
συμμετοχή και Δήμων) για τη βιώσιμη ανάπτυξη περιοχών. Ανάλογα και με
εδαφοκλιματικές συνθήκες, σε συνάφεια και ισορροπία με το γειτονικό φυσικό
περιβάλλον και για τελικά προϊόντα ποιότητας και υψηλής ζήτησης (π.χ.
φαρμακευτικά φυτά, μελισσοκομεία, αμπελώνες, μηλεώνες, καρυδώνες, κερασώνες,
ειδικές καλλιέργειες σε μανιτάρια, κράνα, berries, κλπ). Στην πρώτη χώρα με τη
μεγαλύτερη βιοποικοιλότητα σε όλη την Ευρώπη, τη δεύτερη σε όλο τον Κόσμο μετά
τη Μαδαγασκάρη, στη χώρα με το μεγαλύτερο δίκτυο ανθρώπων της εστίασης στα
μεγάλα διεθνή κέντρα δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να είμαστε άπραγοι παρατηρητές
και μεμψίμοιροι επιδοματούχοι.
Ο συνδυασμός
και η αλληλοϋποστήριξη των παραπάνω με την κτηνοτροφία και τα ποιοτικά της
προϊόντα, καθώς, και ο αγρο-οικοτουρισμός και ο εναλλακτικός τουρισμός σ΄ ένα
τέτοιο περιβάλλον, διαμορφώνουν ένα δυναμικό προφίλ μιας νέας εποχής με
στοιχεία αυτοδύναμης-αυτογενούς ανάπτυξης. Επίσης, η αξιοποίηση των Ανανεώσιμων
Πηγών Ενέργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά με γεννήτριες μικρού μεγέθους αλλά
αποδοτικής ισχύος, βιομάζα από γεωργικά και κτηνοτροφικά κατάλοιπα κλπ) με
ιδιωτικά σχήματα και μέσω Ενεργειακών Κοινοτήτων (με συμμετοχή και των Δήμων)
και με χρήση τoυ net metering μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες ενεργειακής δημοκρατίας και
σοβαρής μείωσης του κόστους παραγωγής.
Η υποστήριξη
προγραμμάτων για επιστροφή νέων ανθρώπων, καλλιεργητών, επιστημόνων και επιχειρηματιών
στην ύπαιθρο μπορεί στα παραπάνω πλαίσια, και με δεδομένες τις νέες μεταφορικές
και ψηφιακές υποδομές, να αποτελέσει ελπιδοφόρα προοπτική.
Η
διαφοροποίηση των προγραμμάτων αναδασώσεων των Δασαρχείων με την αυξημένη
συμμετοχή σε αυτά ποικιλιών φυτών της μεσογειακής-ελληνικής πανίδας κι όχι
αποκλειστικά κωνοφόρων (δρυς, οξιά, καστανιά, σφεντάμι κλπ). Ταυτόχρονα,
συστηματική και οργανωμένη πυροπροστασία με αντιπυρικές ζώνες και ζώνες φυτών
πυροανάσχεσης και πυροεπιβράδυνσης ιδιαίτερα πλησίον ή εντός των οικισμών.
Για την
ανάπτυξη της υπαίθρου
Επιμένοντας
στον άξονα αυτόν, υποστηρίζουμε ακόμα ότι στις περιπτώσεις που παλιές αγροτικές
εκτάσεις (1945) εντάσσονται σε προστατευόμενες περιοχές πρέπει να επιδιωχθεί η
ανταλλαγή με ανάλογες αγροτικές εκτάσεις ή να αποζημιωθούν ανάλογα και από τις
εισφορές των ευεργετούμενων από τη σύνταξη των δασικών χαρτών.
Τέταρτον: Οι
χορτολιβαδικές εκτάσεις είναι εκτάσεις με γεωργική μορφή, για τις οποίες
καλούνται οι χρήστες να καταβάλλουν ένα τίμημα εξαγοράς (της μεν κυριότητας οι
προ του 1975 χρήστες και της δε χρήσης οι μετά το 1975). Το πρόβλημα με αυτές
τις εκτάσεις είναι όχι μόνο ότι η εξαγορά των προ του 1975 εκτάσεων ακυρώθηκε
ήδη από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά και η άρνηση των χρηστών να
αξιοποιήσουν τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Μόνο για το 20% των εκτάσεων
ενδιαφέρθηκαν.
Για την
επίλυση του προβλήματος τεκμηρίωσης της αλλαγής χρήσης των συγκεκριμένων εδαφών
η Δήλωση ΟΣΔΕ θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρή και βάσιμη αιτιολόγηση, όταν
μάλιστα συνδεθεί και με τις προηγούμενες χρονιές. Για να εγκρίνει τις ενισχύσεις
η ΕΕ θεωρεί δεδομένη τη βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγικής δραστηριότητας
που ασκείται στις δηλούμενες εκτάσεις. Ριζική τακτοποίηση θα ήταν να καταργηθεί
η ρύθμιση του Ν. 4280/2014 για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις και με τη
χαρτογράφησή τους να παραδοθούν για γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση,
όπως το άρθρο 74 του Ν. 998/79 προβλέπει.
Συναφές προς
τα παραπάνω θέμα είναι το θέμα των βοσκοτόπων. Ένα τεράστιο εθνικό κεφάλαιο που
αξίζει προσοχής. Η κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική οικονομική διέξοδο και
πραγματικά φιλόδοξη δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι ακόμα υπολείπεται των
αναπτυγμένων ζωοτεχνικά κρατών. Βασικό μειονέκτημα αποτελεί το υψηλό
κόστος διατροφής των ζώων.
Η αξιολόγηση
και η διαχείριση των βοσκοτόπων είναι κεντρικό ζήτημα και για την ΕΕ, μέσω της
νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και για την εθνική νομοθεσία περί ύπαρξης
διαχειριστικών σχεδίων για τα βοσκοτόπια. Τα τέλη βόσκησης που πληρώνουν σήμερα
οι κτηνοτρόφοι στην Περιφέρεια θα πρέπει να δοθούν ως ανταποδοτικά στην
αξιοποίηση και βελτίωση των βοσκοτόπων. Χρηματοδότηση μπορεί να υπάρξει γι’
αυτόν τον σκοπό και από το Πράσινο Ταμείο της ΕΕ.
Τα παραπάνω
δεν εξαντλούν, ασφαλώς, το σύνθετο και απαιτητικό ζήτημα των Δασικών Χαρτών,
απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου. Πιστεύουμε
όμως ότι δίνουν απαντήσεις και διεξόδους σε καίρια θέματα που βασανίζουν τις
τοπικές κοινωνίες και φιλοδοξούν να ανοίξουν βιώσιμο δρόμο για την ανάπτυξη
στην ύπαιθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου