Η σκηνή που εκτυλίχθηκε την Παρασκευή 6 Μαρτίου στη Βιέννη, έδρα
του OPEC, θα μείνει χαραγμένη στα αρχεία που καταγράφουν την ιστορία του
μαύρου χρυσού.
Σε ένα κλίμα παγωμένο ο υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας Αλεξάντερ Νόβακ έκανε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα χίλια κομμάτια τη συμμαχία μεταξύ Μόσχας και Ριάντ, η οποία εδώ και τρία χρόνια διατηρούσε την ευαίσθητη ισορροπία στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά.
Μέσα σε λίγες ώρες ο κόσμος του πετρελαίου πέρασε από μία κατάσταση έντασης σε καθεστώς μείζονος κρίσης. Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και βεβαίως στις κοινωνίες αναμένονται να είναι πολύ σοβαρές.
Δευτέρα 9 Μαρτίου τα χαράματα. Η βουτιά στις αγορές της Ασίας είναι πολύ σημαντική. Η τιμή του πετρελαίου Μπρεντ της Βόρειας Θάλασσας σημείωσε πτώση κατά 25% φθάνοντας τα 33,90 δολάρια το βαρέλι (30 ευρώ). Η πτώση αυτή δεν φαίνεται να έχει τελειωμό. Οι αναλυτές στις διεθνείς αγορές συμφωνούν τουλάχιστον πως στις επόμενες εβδομάδες η τιμή του πετρελαίου μπορεί να φθάσει στο ιστορικό χαμηλό από το 2016, δηλαδή στα 30 δολάρια το βαρέλι. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, να ακολουθήσουν τα χρηματιστήρια στην Ασία και την Ευρώπη.
Ποια ήταν η σπίθα που προκάλεσε αυτή τη κρίση; Φαίνεται πως είναι η επιδημία του κορωνοϊού, η οποία σαν ένα υπερφυσικό μαστίγιο χτύπησε την ήδη ευάλωτη παγκόσμια αγορά. Αρχικά στην Κίνα, όπου οι επιπτώσεις από την επιδημία έχουν αρχίσει να είναι ορατές. Αυτή η χώρα είναι και ο βασικός παράγων που καθορίζει την παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση. Μόνη της η Κίνα εκπροσωπεί το 14% της παγκόσμιας κατανάλωσης και, για να καταλαβαίνουμε για τι μιλάμε, η Κίνα χρειάζεται 14 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Η κινεζική οικονομία είναι όλο και περισσότερο λαίμαργη. Άλλωστε το 2019 η Κίνα αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση εισαγωγέα πετρελαίου παγκοσμίως.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η επιδημία του κορωνοϊού στην τεράστια αυτή χώρα, άρχισαν τα προβλήματα κυρίως όταν απαγορεύθηκαν οι μαζικές μετακινήσεις. Αμέσως οι τιμές του πετρελαίου πέρασαν από τα 70 δολάρια το βαρέλι στις αρχές Ιανουαρίου στα 50 δολάρια το βαρέλι στις αρχές Μαρτίου. Αλλά άλλος ένας παράγοντας, εξαιρετικά σημαντικός, έρχεται τώρα να αποσταθεροποιήσει ακόμα περισσότερο το παιχνίδι. Ένας οικονομικός πόλεμος με γεωπολιτικές επαγωγές μεταξύ των τριών μεγαλύτερων παραγωγών χωρών υδρογονανθράκων στον κόσμο. Πρόκειται για τον πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας.
Το νέο προϊόν που άλλαξε τα πάντα στην παγκόσμια αγορά αποσταθεροποιώντας το σύστημα ήταν βεβαίως το σχιστολιθικό πετρέλαιο.
Ο πόλεμος μεταξύ του OPEC και του Τέξας
Το καρτέλ του OPEC, υπό τη διαχρονική καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας, ήταν μέχρι το 2015 ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όμως εκείνη τη χρονιά άλλαξαν τα πάντα στη σκακιέρα του μαύρου χρυσού. Η αλλαγή προήλθε από την εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγής του σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην πολιτεία του Τέξας. Τότε, για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό η Σαουδική Αραβία, αποφάσισε το 2016 να πλημμυρίσει την παγκόσμια αγορά με πετρέλαιο. Δεδομένου ότι το σχιστολιθικό πετρέλαιο είναι πιο ακριβό στην παραγωγή του, οι Σαουδάραβες ήλπιζαν ότι η μείωση των τιμών στην παγκόσμια αγορά θα προκαλούσε την κατάρρευση των Αμερικανών παραγωγών οι οποίοι τότε είχαν τολμήσει να αμφισβητήσουν την παγκόσμια κυριαρχία στον τομέα του πετρελαίου που ανέκαθεν διεκδικούσε και διατηρούσε η Σαουδική Αραβία. Τζάμπα κόπος. Οι Τεξανοί παραγωγοί αντέχουν στην πίεση και συνεχίζουν να παράγουν παρά τις προσπάθειες των ανταγωνιστών τους.
Λίγους μήνες αργότερα το 2016, η Σαουδική Αραβία, εξαντλημένη από αυτόν τον πόλεμο υδρογονανθράκων, υιοθετεί μία νέα συμμαχία αποφασίζοντας να συνεταιριστεί με τη Ρωσία. Η συμμαχία αυτή στον τομέα των υδρογονανθράκων επιτυγχάνεται παρά το γεγονός ότι η Μόσχα από τη μία υποστηρίζει τη Δαμασκό, αλλά κυρίως από την άλλη υποστηρίζει την Τεχεράνη, που είναι και ο ορκισμένος εχθρός της Σαουδικής Αραβίας. Προς μεγάλη έκπληξη η συμμαχία αυτή των δύο γιγάντων της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς είναι επιτυχής. Από το 2017 το μέτωπο Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας προσελκύει όλα τα μέλη του OPEC που αντιστοιχούν στη μισή παγκόσμια παραγωγή υδρογονανθράκων. Σκοπός αυτού του μετώπου είναι να διατηρηθεί η πίεση στις τιμές του αμερικανικού πετρελαίου.
Ορισμένοι αναλυτές σκέφτηκαν τότε πως είναι στρατηγικά αδύνατο να πιεστούν οι Αμερικανοί παραγωγοί, αλλά οι Σαουδάραβες και οι Ρώσοι είναι επαρκώς ισχυροί για να επιβάλουν τον σεβασμό συγκεκριμένων κανόνων στην παγκόσμια αγορά. Έτσι πορεύτηκε η αγορά πετρελαίου για τα επόμενα τρία χρόνια. Ο σκοπός της Μόσχας και του Ριάντ ήταν να διατηρήσουν τις τιμές του πετρελαίου ανάμεσα στα 60-70 δολ. το βαρέλι. Οι Αμερικανοί ωστόσο παρήγαν όλο και περισσότερο πετρέλαιο και το 2018 κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή και να γίνουν η μεγαλύτερη παραγωγός δύναμη υδρογονανθράκων στον κόσμο με μια ικανότητα παραγωγής 12 εκατ. βαρελιών την ημέρα.
Στις 6 Μαρτίου στη Βιέννη, οι Σαουδάραβες αποφασίζουν να τα παίξουν όλα για όλα. Υπόσχονται στους Ρώσους σημαντικές περικοπές στην παραγωγή που θα φθάνουν μέχρι και ένα εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ οι Ρώσοι δεσμεύονται να μειώσουν την παραγωγή τους κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα. Μετά από 5 ώρες διαπραγματεύσεων και έντασης, ο απαθής υπ. Ενέργειας της Ρωσίας είναι ανένδοτος. Αυτή τη φορά προφέρει το μεγάλο «Όχι». Η Ρωσία δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά η τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι κάνει βουτιά της τάξης του 10% στις παγκόσμιες αγορές. Είναι προφανές πως όλος ο κόσμος κατανόησε πως οι Ρώσοι θέλουν να εξαπολύσουν έναν πόλεμο τιμών με τους Αμερικανούς εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές επιπτώσεις που προκαλεί η επιδημία του κορωνοϊού. Το Κρεμλίνο αποφάσισε να θυσιάσει το μέτωπο του OPEC προκειμένου να φρενάρει τους Αμερικανούς παραγωγούς, αλλά και για να τιμωρήσει την Ουάσιγκτον, η οποία επιχειρεί ακόμα και να ακυρώσει τον αγωγό πετρελαίου North Streem 2, που θα ενώνει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Αυτή είναι η στρατηγική της Ρωσίας, η οποία υλοποιείται ανάλογα με τα συμφέροντα της χώρας αυτής, χωρίς πάντα να ακολουθούνται πάγιοι κανόνες.
Σίγουρα οι επιπτώσεις από την επιδημία του κορωνοϊού στην παγκόσμια οικονομία θα είναι βραχυπρόθεσμες και θα ξεπεραστούν. οι επιπτώσεις ωστόσο στις οικονομίες των πετρελαιοπαραγωγών χωρών θα είναι μεσοπρόθεσμες έως και μακροπρόθεσμες, ενώ για ορισμένες χώρες θα είναι και καταλυτικές. Εάν οι τιμές του πετρελαίου σταθεροποιηθούν στις επόμενες εβδομάδες, κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι, τότε χώρες όπως η Αλγερία, το Ιράκ και η Νιγηρία θα δουν τις οικονομίες τους να επηρεάζονται αρνητικά και μάλιστα άμεσα. Η κρίση θα είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπως η Βενεζουέλα και το Ιράν, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με το εμπάργκο που τους έχει επιβληθεί. Καταστροφικές θα είναι οι επιπτώσεις και για τη Λιβύη, όπου η παραγωγή πετρελαίου είναι και το κυρίαρχο ζήτημα στον εμφύλιο πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Μια τέτοια πτώση όμως τιμών θα είναι εξαιρετικά αρνητική και για τη Σαουδική Αραβία, αφού θα σημάνει ένα τέλος για τα φαραωνικά οικονομικά σχέδια του πρίγκιπα διαδόχου Μπεν Σαλμάν, ενώ θα επηρεαστεί άμεσα λόγω οικονομικού βάρους και ο πόλεμος που διεξάγει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη.
Σε ένα κλίμα παγωμένο ο υπουργός Ενέργειας της Ρωσίας Αλεξάντερ Νόβακ έκανε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα χίλια κομμάτια τη συμμαχία μεταξύ Μόσχας και Ριάντ, η οποία εδώ και τρία χρόνια διατηρούσε την ευαίσθητη ισορροπία στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά.
Μέσα σε λίγες ώρες ο κόσμος του πετρελαίου πέρασε από μία κατάσταση έντασης σε καθεστώς μείζονος κρίσης. Οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και βεβαίως στις κοινωνίες αναμένονται να είναι πολύ σοβαρές.
Δευτέρα 9 Μαρτίου τα χαράματα. Η βουτιά στις αγορές της Ασίας είναι πολύ σημαντική. Η τιμή του πετρελαίου Μπρεντ της Βόρειας Θάλασσας σημείωσε πτώση κατά 25% φθάνοντας τα 33,90 δολάρια το βαρέλι (30 ευρώ). Η πτώση αυτή δεν φαίνεται να έχει τελειωμό. Οι αναλυτές στις διεθνείς αγορές συμφωνούν τουλάχιστον πως στις επόμενες εβδομάδες η τιμή του πετρελαίου μπορεί να φθάσει στο ιστορικό χαμηλό από το 2016, δηλαδή στα 30 δολάρια το βαρέλι. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, να ακολουθήσουν τα χρηματιστήρια στην Ασία και την Ευρώπη.
Ποια ήταν η σπίθα που προκάλεσε αυτή τη κρίση; Φαίνεται πως είναι η επιδημία του κορωνοϊού, η οποία σαν ένα υπερφυσικό μαστίγιο χτύπησε την ήδη ευάλωτη παγκόσμια αγορά. Αρχικά στην Κίνα, όπου οι επιπτώσεις από την επιδημία έχουν αρχίσει να είναι ορατές. Αυτή η χώρα είναι και ο βασικός παράγων που καθορίζει την παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση. Μόνη της η Κίνα εκπροσωπεί το 14% της παγκόσμιας κατανάλωσης και, για να καταλαβαίνουμε για τι μιλάμε, η Κίνα χρειάζεται 14 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Η κινεζική οικονομία είναι όλο και περισσότερο λαίμαργη. Άλλωστε το 2019 η Κίνα αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση εισαγωγέα πετρελαίου παγκοσμίως.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η επιδημία του κορωνοϊού στην τεράστια αυτή χώρα, άρχισαν τα προβλήματα κυρίως όταν απαγορεύθηκαν οι μαζικές μετακινήσεις. Αμέσως οι τιμές του πετρελαίου πέρασαν από τα 70 δολάρια το βαρέλι στις αρχές Ιανουαρίου στα 50 δολάρια το βαρέλι στις αρχές Μαρτίου. Αλλά άλλος ένας παράγοντας, εξαιρετικά σημαντικός, έρχεται τώρα να αποσταθεροποιήσει ακόμα περισσότερο το παιχνίδι. Ένας οικονομικός πόλεμος με γεωπολιτικές επαγωγές μεταξύ των τριών μεγαλύτερων παραγωγών χωρών υδρογονανθράκων στον κόσμο. Πρόκειται για τον πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας.
Το νέο προϊόν που άλλαξε τα πάντα στην παγκόσμια αγορά αποσταθεροποιώντας το σύστημα ήταν βεβαίως το σχιστολιθικό πετρέλαιο.
Ο πόλεμος μεταξύ του OPEC και του Τέξας
Το καρτέλ του OPEC, υπό τη διαχρονική καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας, ήταν μέχρι το 2015 ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όμως εκείνη τη χρονιά άλλαξαν τα πάντα στη σκακιέρα του μαύρου χρυσού. Η αλλαγή προήλθε από την εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγής του σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην πολιτεία του Τέξας. Τότε, για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό η Σαουδική Αραβία, αποφάσισε το 2016 να πλημμυρίσει την παγκόσμια αγορά με πετρέλαιο. Δεδομένου ότι το σχιστολιθικό πετρέλαιο είναι πιο ακριβό στην παραγωγή του, οι Σαουδάραβες ήλπιζαν ότι η μείωση των τιμών στην παγκόσμια αγορά θα προκαλούσε την κατάρρευση των Αμερικανών παραγωγών οι οποίοι τότε είχαν τολμήσει να αμφισβητήσουν την παγκόσμια κυριαρχία στον τομέα του πετρελαίου που ανέκαθεν διεκδικούσε και διατηρούσε η Σαουδική Αραβία. Τζάμπα κόπος. Οι Τεξανοί παραγωγοί αντέχουν στην πίεση και συνεχίζουν να παράγουν παρά τις προσπάθειες των ανταγωνιστών τους.
Λίγους μήνες αργότερα το 2016, η Σαουδική Αραβία, εξαντλημένη από αυτόν τον πόλεμο υδρογονανθράκων, υιοθετεί μία νέα συμμαχία αποφασίζοντας να συνεταιριστεί με τη Ρωσία. Η συμμαχία αυτή στον τομέα των υδρογονανθράκων επιτυγχάνεται παρά το γεγονός ότι η Μόσχα από τη μία υποστηρίζει τη Δαμασκό, αλλά κυρίως από την άλλη υποστηρίζει την Τεχεράνη, που είναι και ο ορκισμένος εχθρός της Σαουδικής Αραβίας. Προς μεγάλη έκπληξη η συμμαχία αυτή των δύο γιγάντων της παγκόσμιας πετρελαϊκής αγοράς είναι επιτυχής. Από το 2017 το μέτωπο Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας προσελκύει όλα τα μέλη του OPEC που αντιστοιχούν στη μισή παγκόσμια παραγωγή υδρογονανθράκων. Σκοπός αυτού του μετώπου είναι να διατηρηθεί η πίεση στις τιμές του αμερικανικού πετρελαίου.
Ορισμένοι αναλυτές σκέφτηκαν τότε πως είναι στρατηγικά αδύνατο να πιεστούν οι Αμερικανοί παραγωγοί, αλλά οι Σαουδάραβες και οι Ρώσοι είναι επαρκώς ισχυροί για να επιβάλουν τον σεβασμό συγκεκριμένων κανόνων στην παγκόσμια αγορά. Έτσι πορεύτηκε η αγορά πετρελαίου για τα επόμενα τρία χρόνια. Ο σκοπός της Μόσχας και του Ριάντ ήταν να διατηρήσουν τις τιμές του πετρελαίου ανάμεσα στα 60-70 δολ. το βαρέλι. Οι Αμερικανοί ωστόσο παρήγαν όλο και περισσότερο πετρέλαιο και το 2018 κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή και να γίνουν η μεγαλύτερη παραγωγός δύναμη υδρογονανθράκων στον κόσμο με μια ικανότητα παραγωγής 12 εκατ. βαρελιών την ημέρα.
Στις 6 Μαρτίου στη Βιέννη, οι Σαουδάραβες αποφασίζουν να τα παίξουν όλα για όλα. Υπόσχονται στους Ρώσους σημαντικές περικοπές στην παραγωγή που θα φθάνουν μέχρι και ένα εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ οι Ρώσοι δεσμεύονται να μειώσουν την παραγωγή τους κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα. Μετά από 5 ώρες διαπραγματεύσεων και έντασης, ο απαθής υπ. Ενέργειας της Ρωσίας είναι ανένδοτος. Αυτή τη φορά προφέρει το μεγάλο «Όχι». Η Ρωσία δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά η τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι κάνει βουτιά της τάξης του 10% στις παγκόσμιες αγορές. Είναι προφανές πως όλος ο κόσμος κατανόησε πως οι Ρώσοι θέλουν να εξαπολύσουν έναν πόλεμο τιμών με τους Αμερικανούς εκμεταλλευόμενοι τις οικονομικές επιπτώσεις που προκαλεί η επιδημία του κορωνοϊού. Το Κρεμλίνο αποφάσισε να θυσιάσει το μέτωπο του OPEC προκειμένου να φρενάρει τους Αμερικανούς παραγωγούς, αλλά και για να τιμωρήσει την Ουάσιγκτον, η οποία επιχειρεί ακόμα και να ακυρώσει τον αγωγό πετρελαίου North Streem 2, που θα ενώνει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Αυτή είναι η στρατηγική της Ρωσίας, η οποία υλοποιείται ανάλογα με τα συμφέροντα της χώρας αυτής, χωρίς πάντα να ακολουθούνται πάγιοι κανόνες.
Σίγουρα οι επιπτώσεις από την επιδημία του κορωνοϊού στην παγκόσμια οικονομία θα είναι βραχυπρόθεσμες και θα ξεπεραστούν. οι επιπτώσεις ωστόσο στις οικονομίες των πετρελαιοπαραγωγών χωρών θα είναι μεσοπρόθεσμες έως και μακροπρόθεσμες, ενώ για ορισμένες χώρες θα είναι και καταλυτικές. Εάν οι τιμές του πετρελαίου σταθεροποιηθούν στις επόμενες εβδομάδες, κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι, τότε χώρες όπως η Αλγερία, το Ιράκ και η Νιγηρία θα δουν τις οικονομίες τους να επηρεάζονται αρνητικά και μάλιστα άμεσα. Η κρίση θα είναι μεγαλύτερη σε χώρες όπως η Βενεζουέλα και το Ιράν, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με το εμπάργκο που τους έχει επιβληθεί. Καταστροφικές θα είναι οι επιπτώσεις και για τη Λιβύη, όπου η παραγωγή πετρελαίου είναι και το κυρίαρχο ζήτημα στον εμφύλιο πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Μια τέτοια πτώση όμως τιμών θα είναι εξαιρετικά αρνητική και για τη Σαουδική Αραβία, αφού θα σημάνει ένα τέλος για τα φαραωνικά οικονομικά σχέδια του πρίγκιπα διαδόχου Μπεν Σαλμάν, ενώ θα επηρεαστεί άμεσα λόγω οικονομικού βάρους και ο πόλεμος που διεξάγει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου