Παρόλ’ αυτά, η ανικανότητα των ΗΠΑ να υπολογίσουν σωστά τις επιπτώσεις για την επόμενη ημέρα συνέβαλε σημαντικά στην ανάδυση μιας νέας εποχής γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Εν τω μεταξύ στο εσωτερικό η «διστακτική και εσωστρεφής» Αμερική εκτόπισε την Αμερική της «νεοσυντηρητικής παγκόσμιας “απελευθέρωσης” της δημοκρατίας», αναζητώντας τρόπους να περιορίσει την παγκόσμια εμβέλεια και ευθύνη της. Την ίδια ώρα το Ηνωμένο Βασίλειο ολοκληρώνει το μετασχηματισμό του, που διαρκεί κοντά έναν αιώνα, υπαναχωρώντας στο να καταστεί Αγγλία. Για τη Μεγάλη Βρετανία ήταν μια παρατεταμένη και επίπονη διαδικασία, που άρχισε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Η ίδρυση της κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας αποτέλεσε ήττα των βρετανικών φιλοδοξιών στην περιοχή, ιδιαίτερα αν πρέπει να αναφερθούμε στην Καλλίπολη. Η βρετανική υπαναχώρηση συνεχίστηκε μετά τη Γιάλτα το 1945, με το Δόγμα Τρούμαν το 1947 σε Ελλάδα και Τουρκία και κορυφώθηκε με την Κρίση της Διώρυγας του Σουέζ το 1956. Μάλιστα, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η ίδια τροχιά για το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίστηκε σε παγκόσμιο επίπεδο σε ό,τι αφορά την Ινδία, το Ιράν, την Ασία και την Αφρική και κλιμακώθηκε στο Χονγκ Κονγκ το 1999.
Στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα οι υπαναχωρούσες ή ελισσόμενες Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως μετά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, προκάλεσαν ένα κενό σε αυτή την ιστορικά ασταθή και γεωπολιτικά σημαντική περιοχή. Όπως επιτάσσουν οι νόμοι της φύσης, οι ανταγωνιστές που αποζητούν το συγκριτικό πλεονέκτημα συμπληρώνουν το κενό που προκύπτει. Παρότι η διαδικασία αποπροσανατολίζει, αφού πρόκειται για βαρυσήμαντη αναδιάταξη, αυτή μοιάζει αναπόφευκτη και προβλέψιμη. Αυτό που είναι απρόβλεπτο ή δεν εκτιμάται με ακρίβεια είναι ο αριθμός των δρώντων και το φάσμα των υφιστάμενων συμφερόντων. Είναι αρκετά ανόμοιο σε σχέση με τις μετατοπίσεις που ορίστηκαν και προβλέφθηκαν από τους ΜακΚίντερ, Μάχαν και Σπάικμαν τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των τελευταίων δύο αιώνων έχει επικεντρωθεί σε κράτη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες για τη διατήρηση ή την απόκτηση πλεονεκτήματος σε σχέση με την «περιφέρεια» και το «παγκόσμιο νησί». Το «μεγάλο παιχνίδι» που διαδραματίστηκε διαδοχικά από τον 19ο αιώνα έθεσε τον κυρίαρχο του παγκόσμιου νησιού της Ευρασίας (Ρωσία/ΕΣΣΔ/Ρωσία) απέναντι στην αγγλοαμερικανική ναυτική ισχύ. Σήμερα αυτό το παίγνιο πλέον δεν ισχύει, με την περιοχή που οριοθετείται από την Ουκρανία ως τον Ινδικό Ωκεανό, με επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο, να συνεχίζει να αποτελεί το υπέρτατο τρόπαιο.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και η Τσετσενία τη δεκαετία του 1990, οι διευρύνσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στις αρχές του 2000 αλλά και οι περιπτώσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν μπορούν να θεωρηθούν «επεισόδια» της ίδιας διαδικασίας. Οι «νικήτριες» Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν το καθολικό όραμά τους περί φιλελεύθερης δημοκρατίας, χωρίς απαραίτητα να υπολογίζουν τον αντίκτυπο της εκτέλεσής του ή το πλήρες κόστος της αποδιοργάνωσης του στάτους κβο, χωρίς κάποια εναλλακτική στρατηγική ή σχέδιο. Η κρίση στην Ευρωζώνη με την Κύπρο και την Ελλάδα αλλά και η εξέλιξη της εγχώριας ισραηλινής πολιτικής μπορούν επίσης να εξεταστούν στο ίδιο περιφερειακό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει την κατάρρευση του αραβικού μοντέλου του έθνους-κράτους από τη Συρία μέχρι την Υεμένη. Σε αυτό το εύθραυστο περιβάλλον η αλληλεπίδραση διαφόρων επιπέδων έχει κατατείνει στην εμπλοκή τοπικών παραγόντων, εκμεταλλευόμενη το ρευστό πλαίσιο από την Ουκρανία μέχρι το Μπαμπ ελ Μαντέμπ μέσω πολέμων δι’ αντιπροσώπων και παραστρατιωτικών ομάδων (surrogate armies). Μόνο στην Ερυθρά Θάλασσα, για παράδειγμα, διαθέτουν παρουσία εννιά μη περιφερειακά κράτη, μεταξύ άλλων τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Τουρκία, η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Γαλλία, το Ισραήλ και το Ιράν.
Στο τέλος του 2019 και στις αρχές του 2020 όλη η περιοχή αναδιατάσσεται, με την αγγλοαμερικανική ειρήνη των τελευταίων 75 ετών να έχει ξεκάθαρα τερματιστεί.
*Ο Πέτρος Βαμβακάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College της Βοστώνης

Πηγή: Ινστιτούτο ΕΝΑ