Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων έχει τις ρίζες του όχι μόνο στην οικονομική κρίση αλλά στην, πριν από αυτή, απομάκρυνση της τραπεζικής λειτουργίας από τους κανόνες του υπεύθυνου δανεισμού. Η πιστωτική επέκταση  στηρίχθηκε δηλαδή σε ένα επιχειρησιακό μοντέλο, το οποίο απέβλεπε  να αναπτυχθεί  σε δραστηριότητες της χρηματοοικονομικής αγοράς μέσω της τιτλοποίησης των δανείων και με άντληση της χρηματοδότησής του από τη χονδρική  αγορά. Στο πλαίσιο αυτό τα δάνεια δεν αντιμετωπίζονταν ως τραπεζικά προϊόντα, αλλά κατά βάση ως εμπορεύματα. Χορηγούνταν, ήδη από τότε, όχι για να μείνουν στις τράπεζες αλλά για να φύγουν από αυτές. Στη χώρα μας μπορεί να μην προλάβαμε, λόγω της τραπεζικής κρίσης, να βιώσουμε σε ανάλογη έκταση την ολοκλήρωση του κύκλου με την πώληση και τιτλοποίηση των δανείων, αλλά η πιστωτική επέκταση κινήθηκε στους όρους αυτής της λογικής.

Η παραπάνω διαπίστωση προδιαθέτει ήδη ότι η βασική αντιμετώπιση του  προβλήματος δεν μπορεί να γίνει μέσα από δρόμους που οδήγησαν στην πρόκλησή του, αλλά  με τα εργαλεία εκείνα που υπόσχονται την επαναφορά της τραπεζικής λειτουργίας σε ένα πρότυπο  που θα επιτρέπει στις τράπεζες να επιτελούν την κοινωνικοοικονομική τους αποστολή, ακολουθώντας τους κανόνες του υπεύθυνου δανεισμού. Ο υπεύθυνος δανεισμός δεν εξαντλείται στη  χορήγηση του δανείου, με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας  του δανειολήπτη,  αλλά καταλαμβάνει όλη τη διάρκεια της πίστωσης. Δικαιολογεί και επιβάλλει στην τράπεζα, σε περίπτωση που έχουν ανατραπεί ή μεταβληθεί οι συνθήκες εξυπηρέτησης των πιστώσεων, να προβεί σε προσαρμογές που θα βελτιώσουν και θα αποκαταστήσουν την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη.
Οι εκρηκτικές διαστάσεις που προσέλαβε το πρόβλημα των κόκκινων δανείων οφείλονται ακριβώς σε αυτό, στην απροθυμία εφαρμογής πολιτικών προσαρμογής. Με την οικονομική κρίση  και τη συρρίκνωση της οικονομίας οι  προϋπολογισμοί ανετράπησαν. Το όποιο μελλοντικό εισόδημα ή κέρδος  είχαν ρευστοποιήσει με τις πιστώσεις τα νοικοκυριά  ή οι επιχειρήσεις δεν ακολούθησε τελικά για την εξυπηρέτησή τους. Οι αξίες των ακινήτων υποχώρησαν και συνάμα  τα κίνητρα εξυπηρέτησης των εξασφαλισμένων πιστώσεων. Αναπόφευκτα  προέβαλλε  η ανάγκη για προσαρμογή  των πιστώσεων, με την ανάπτυξη εσωτερικών στρατηγικών παρακολούθησης και εξέτασης,  προκειμένου να στηριχθεί η ικανότητα και η προθυμία πληρωμής, ώστε τα κόκκινα δάνεια να μην λάβουν  ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Ωστόσο, για μία μακρά περίοδο, από την εκδήλωση της κρίσης,  δεν ακολουθήθηκαν βιώσιμες  στρατηγικές αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι τράπεζες επέλεξαν να συγκαλύπτουν το πρόβλημα, προβαίνοντας σε πρόσκαιρες ρυθμίσεις, συχνά με επιδείνωση των οικονομικών όρων, μεταθέτοντας τη λύση  στο απώτερο μέλλον.  Τα χρόνια της κρίσης ήταν χρόνια αδράνειας και  αμηχανίας των εποπτικών αρχών και των τραπεζών και η βασική αιτία της επιδείνωσης της κατάστασης.
Μοναδικό ουσιαστικό εργαλείο προσαρμογής των χρεών ήταν ο ν. 3869/2010 (Ν. Κατσέλη), ο οποίος δεν σχεδιάστηκε για την οικονομική κρίση, όμως, λόγω της κρίσης,  και ελλείψει άλλων στρατηγικών,  κλήθηκε να σηκώσει ένα μεγαλύτερο βάρος από αυτό που, υπό κανονικές συνθήκες,  του αναλογούσε.  Η δε πιο σημαντική προσπάθεια από την Τράπεζα της Ελλάδος για την προαγωγή πρακτικών υπεύθυνου δανεισμού εκδηλώνεται  καθυστερημένα  με την έκδοση του  «Κώδικα Δεοντολογίας».  Ωστόσο, και οι διαδικασίες του Κώδικα αυτού αποδείχθηκαν  άνισες, η δε  ΤτΕ δεν επέδειξε αποφασιστικότητα για τη βελτίωση και  επιβολή του. Μοιραία,  στην πράξη, μετατράπηκε σε ένα κουφάρι για τους δανειολήπτες, δίχως ουσιαστικό αντίκρισμα.
Αφού αποθαρρύνθηκαν ή υπονομεύτηκαν οι στρατηγικές ή τα μέσα για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων  στο πλαίσιο των αρχών του υπεύθυνου δανεισμού, ως  λύσεις προέβαλλαν  οι λογικές εκείνες που εντέλει δημιούργησαν  το πρόβλημα, δηλαδή οι πωλήσεις  και οι τιτλοποιήσεις των δανείων. Τα δάνεια γίνονται τελικά, με καθυστέρηση,  αυτό για το οποίο είχαν χορηγηθεί: εμπόρευμα. Η αξία που έχει η ρύθμισή τους για τους χρήστες τους και την πραγματική οικονομία περνά σε δεύτερη μοίρα. 
Για να υλοποιηθεί μάλιστα  η στρατηγική της πώλησης/απομάκρυνσης έπρεπε να αποδομηθεί περαιτέρω  η προστασία των οφειλετών, ώστε οι εταιρίες/επενδυτές να είναι παντοδύναμοι με τα δάνεια στα χέρια τους. Ο,τιδήποτε δημιουργούσε προσκόμματα  στην επιβολή των αξιώσεων απαλείφθηκε. Στο πλαίσιο αυτό οι οφειλέτες αποστερήθηκαν κάθε διαπραγματευτική  δύναμη, καταργήθηκε η προστασία της κύριας κατοικίας, διευκολύνθηκαν στο έπακρο οι πλειστηριασμοί. 

Η πώληση των δανείων μπορεί να εμφανίζεται σήμερα  για τη τράπεζα ως  μείωση των κινδύνων, για τον δανειολήπτη όμως είναι  το εντελώς αντίθετο. Η οφειλή του εξακολουθεί να υφίσταται στο ακέραιο, ενώ ως συνομιλητή για τη συνέχιση και σωτηρία της πίστωσης δεν έχει την τράπεζα  που εμπιστεύθηκε, αλλά μία εταιρία, που, δίχως συναλλακτικές και κοινωνικές αναστολές, συμφέρον μόνο έχει στη γρήγορη ρευστοποίηση των ασφαλειών και όχι σε μία μακροπρόθεσμη και βιώσιμη πιστωτική σχέση.   Όμως και  η  τιτλοποίηση των δανείων δεν παύει να είναι μία άλλη μορφή πώλησης που παράγει αντίστοιχα αποτελέσματα. Οι λογιστικοί κανόνες που εφαρμόζονται στη συγκρότησή της δεν πρόκειται να ευνοήσουν  τις προσαρμογές των πιστώσεων. Άλλωστε, ειδικά για τις εν λόγω τιτλοποιήσεις ο νόμος  απομακρύνει και  το service των  δανείων αυτών από τις τράπεζες.
Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, με την απομάκρυνσή τους από τους Ισολογισμούς των Τραπεζών, εύστοχα αποδόθηκε με την κωδική ονομασία «ΗΡΑΚΛΗΣ», εμπνευσμένη από το μύθο των στάβλων του Αυγεία, καθώς θα «καθαρίσει» τις τράπεζες από ένα μεγάλο μέρος των κόκκινων δανείων. Τα κόκκινα δάνεια αντιμετωπίζονται ως  η κόπρος που θα πρέπει να παρασυρθεί από το χείμαρρο των ποταμών και να πεταχτεί μακριά στη θάλασσα. Μόνο που η κόπρος αυτή αποτελείται από καταναλωτές και επιχειρήσεις που έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με τα δάνεια αυτά. Αυτό που πετάει ο «Ηρακλής» έξω από τις τράπεζες  είναι ένα μέρος της πραγματικής μας οικονομίας.
Θα ήταν, κατόπιν τούτου, παράδοξο να προσδοκά κανείς, με κυρίαρχες πρακτικές τις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις των δανείων, τον επαναπροσανατολισμό του τραπεζικού συστήματος στην πραγματική οικονομία. Ο δρόμος αυτός είναι γνωστός μόνο για τους ηθικούς κινδύνους που παράγει. Η επαναφορά των καταχρηστικών πρακτικών στις ήδη πραγματοποιούμενες συναλλαγές και χορηγήσεις το καταμαρτυρεί. Εκείνο, αντιθέτως,  που σήμερα χρειάζεται είναι μία – δίκαιη  -  ολιστική προσέγγιση, η οποία δεν μπορεί να παραβλέπει τα θεμελιώδη:  Πρώτον, ότι δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με περιθωριοποίηση του οφειλέτη, και δεύτερον ότι το κόκκινο δάνειο δεν είναι εμπόρευμα αλλά τραπεζικό προϊόν και παραμένει ευθύνη της τράπεζας να το διαχειριστεί στο πλαίσιο της αποστολής της και των κανόνων του υπεύθυνου δανεισμού.
* Ο Δημήτρης Σπυράκος είναι Διδάκτωρ Νομικής – Δικηγόρος, πρώην Γενικός Γραμματέας  Καταναλωτή.