Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Γιατί η «πυρηνική ρήξη» δεν τρομάζει τους Ρώσους ...!!!

Αν και η απειλή του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ για μονομερή αποχώρηση της χώρας του από τη συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών πυρηνικών μικρού και μεσαίου βεληνεκούς  (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty, INF)

η οποία υπογράφηκε πριν 30 χρόνια μεταξύ των ΗΠΑ και της τότε ΕΣΣΔ, «πάγωσε» τον πλανήτη, η ρωσική πλευρά δεν αιφνιδιάστηκε.  Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα ισχυρή η εντύπωση στην Ρωσία, πως η Αμερική στοχεύει στην συνολική αποδόμηση του σημερινού συστήματος παγκόσμιου ελέγχου στους εξοπλισμούς, σε όλο το φάσμα τους, ενώ βάζουν στο «κάδρο» της γεωπολιτικής στόχευσης της Ουάσιγκτον και το Πεκίνο.

Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις πρώτες προσεγγίσεις δημοσιογράφων, αναλυτών, διεθνολόγων και άλλων ειδικών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στα ρωσικά ΜΜΕ τις τελευταίες μέρες, μετά την ανακοίνωση Τραμπ. Όπως αναφέρει ρεπορτάζ στο κρατικό vesti.ru, η Ρωσία έχει κατηγορήσει αρκετές φορές τις ΗΠΑ για παραβίαση της συνθήκης.  Μία από αυτές ήταν με αφορμή την ανάπτυξη, από τους Αμερικανούς, σε Πολωνία και Ρουμανία, των εκτοξευτών MK41, οι οποίοι, σύμφωνα με την ρωσική στρατιωτική ηγεσία, είναι ικανοί να υποστηρίξουν, όχι μόνο αμυντικά αντιπυραυλικά συστήματα, αλλά και επιθετικά, όπως τους πυραύλους «Τόμαχοκ». Η δυνατότητα αυτή αποτελεί για την Ρωσία απευθείας παραβίαση της συνθήκης.
Η απάντηση της Μόσχας στους MK41 είναι οι κατευθυνόμενοι πύραυλοι «Καλίμπρ», οι οποίοι μπορούν να εκτοξευθούν από υποβρύχια, πλοία επιφανείας και αεροπλάνα, δεν παραβιάζουν τη συνθήκη - τουλάχιστον όπως υποστηρίζουν οι Ρώσοι - και είναι όπλο ανάλογης κλάσης με αυτό που διαθέτουν ήδη οι ΗΠΑ.
Αυτή είναι και η τακτική, όπως φαίνεται, της ρωσικής πλευράς, στις κατηγορίες των ΗΠΑ ότι είναι η Μόσχα αυτή που παραβίαζε «επί χρόνια» την συνθήκη: Ισόμετρη απάντηση. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, το έθεσε ως εξής: «Θεωρούμε ότι απλώς φέραμε στο ίδιο επίπεδο την κατάσταση. Εάν αυτό δεν αρέσει και υπάρχει σε κάποιον η επιθυμία να φύγει από τη συμφωνία εντελώς, εκ μέρους των Αμερικανών εταίρων, από την πλευρά μας η απάντηση θα είναι αστραπιαία. Θέλω να το τονίσω αυτό και να προειδοποιήσω: Αστραπιαία και ανάλογη».
Πίσω από το προφανές
Το ότι η Μόσχα «μύριζε» την εξέλιξη αυτή προκύπτει και από όσα δήλωσε ο πρέσβης της Ρωσίας στις ΗΠΑ, Ανατόλι Αντόνοφ, ο οποίος αναδεικνύει μια ακόμη πλευρά της υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, η Κίνα, παρά το ότι δεν αποτελεί καν μέρος της συμφωνίας. «Το τελευταίο διάστημα ακούμε όλο και περισσότερες δηλώσεις από την αμερικανική στρατιωτική ηγεσία, ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται πυραύλους μικρού και μεσαίου βεληνεκούς για να συγκρατήσουν την Κίνα. Μπορεί, κατηγορώντας την Ρωσία, η Αμερική απλώς να ψάχνει αφορμή για να αποσυρθεί από την INF;».
Ωστόσο, όπως σημειώνεται σε ανάλυση της διαδικτυακής πλατφόρμας του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, tvzvezda.ru - η οποία λειτουργεί ως ένα είδους εκλαϊκευτικής «δεξαμενής σκέψης» της κάθε φορά τρέχουσας γεωπολιτικής στρατηγικής της Μόσχας - δεν συμμερίζονται όλοι στην Ρωσία ότι ο Τραμπ αποφάσισε να καταστρέψει την INF εκ θεμελίων. Για παράδειγμα, ο διευθυντής του Ινστιτούτου για τις ΗΠΑ και Καναδά, της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, Βαλέρι Γκάρμπουζοφ, υποστηρίζει ότι η συνθήκη όντως έχει «γεράσει» και έχει νόημα για τα ενδιαφερόμενα μέρη να κάτσουν και πάλι γύρω από το τραπέζι για να επεξεργαστούν ένα νέο σύστημα ελέγχου των εξοπλισμών, απολύτως συμβατού με την πραγματικότητα του 21ου αιώνα.
Για τον αναλυτή του tvzvezda.ru η παραπάνω άποψη του ακαδημαϊκού έχει βάση, δεδομένου ότι η INF είναι συμφωνία μεταξύ δύο μερών, έκτοτε όμως και άλλα κράτη έχουν αναπτύξει ένα ανάλογο και ισχυρό οπλοστάσιο πυραύλων μέσου βεληνεκούς.
‘Οπως και να έχει, ο αναλυτής σημειώνει, ότι μόλις η Ουάσινγκτον εγκαταλείψει επισήμως την INF, θα ανοίξει ο δρόμος για να αναπτυχθούν πύραυλοι μεσαίου βεληνεκούς παντού, ακόμη και στην Ουκρανία. Κυριολεκτικά στην «μύτη» της Μόσχας. Πλέον, «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι η αποκαλούμενη εταιρική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ξεκινώντας με τις υποχρεώσεις της περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, ήταν απλώς μια απάτη». Διότι «στην πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον δεν συμμορφώθηκε πλήρως με καμία από τις στρατηγικές συμφωνίες με τη Ρωσία. Για παράδειγμα, η Συνθήκη για τα Στρατηγικά Όπλα (START). Όπως ανέφερε πρόσφατα το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, ο συνολικός αριθμός των φορέων αυτών των όπλων στις Ηνωμένες Πολιτείες υπερβαίνει τις επιτρεπόμενες από τη Συνθληκη, κατά 101 μονάδες».
Το ίδιο συμβαίνει, σημειώνει η ανάλυση και με τα χημικά και βιολογικά όπλα. Η Ρωσία, η οποία διέθετε μεγαλύτερο  οπλοστάσιο χημικών όπλων από τις ΗΠΑ, το κατέστρεψε ολοκληρωτικά τον περασμένο χρόνο, αλλά οι ΗΠΑ «εμφανώς δεν βιάζονται, καλυπτόμενες πίσω από οτιδήποτε, μεταξύ αυτών και την “υπόθεση Σκριπάλ”». Σε ό,τι αφορά τα βιολογικά όπλα, παρά το ότι οι ΗΠΑ υπέγραψαν τη συνθήκη απαγόρευσης παραγωγής «πολεμικών μικροβίων», τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν κατασκευάσει 400 βιολογικά εργαστήρια σε όλο τον κόσμο, εκ των οποίων, πάνω από 20, στα ρωσικά σύνορα: 13 στην Ουκρανία, μερικά στην Γεωργία, δύο στο Καζαχστάν, καθώς και σε Κιργίζια και Αζερμπαϊτζάν.
Όπως το έθεσε ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής (σσ «δεξαμενή σκέψης» που συσπειρώνει αναλυτές, στρατιωτικούς και εκπροσώπους της διανόησης με σκοπό την τεκμηρίωση και υποστήριξη των γεωστρατηγικών συμφερόντων της Μόσχας) Φιόντορ Λουκιάνοφ, οι ΗΠΑ θέλουν να αποδομήσουν το υπάρχον σύστημα ελέγχου των εξοπλισμών, όχι επιλεκτικά, αλλά σε όλο το φάσμα τους, από τα πυραυλικά συστήματα  μέχρι το χημικό και βιολογικό οπλοστάσιο.
Τα σενάρια
Επισήμως πάντως η Μόσχα, δια του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, κάνει «έκκληση» να μην «δραματοποιηθεί η κατάσταση» και να μην προβλέπονται «αποκαλυπτικά σενάρια». Διότι, εκτός της δήλωσης Τραμπ, ακόμη τίποτε άλλο δεν συνέβη (σσ, σε ό,τι αφορά στην πρακτική αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία) και η διαδικασία αποχώρησης από την INF χρειάζεται τουλάχιστον μισό χρόνο για να ολοκληρωθεί τεχνικά, από την στιγμή που θα ξεκινήσει. Ακριβώς αυτό είναι που κάνει τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Ριάμπκοφ να υποθέτει, ότι η ανακοίνωση του Τραμπ για μονομερή αποχώρηση από την INF αποτελεί εκβιασμό με στόχο να καταφέρει υποχώρηση της Ρωσίας στην σφαίρα της «στρατηγικής σταθερότητας».
Για τους περισσότερους αναλυτές πάντως στην Ρωσία, ο Τραμπ δεν μπλοφάρει. Ανάμεσά τους είναι και ο πρόεδρος της Ακαδημίας Γεωπολιτικών Προβλημάτων, συνταγματάρχης, Λεονίντ Ιβάσοφ, ο οποίος είχε διατελέσει επικεφαλής της γενικής διεύθυνσης διεθνούς στρατιωτικής συνεργασίας του ρωσικού υπουργείου Άμυνας. «Φαίνεται ότι οι Αμερικανοί αποφάσισαν. Είναι αμφίβολο αν η δική μας θέση σε αυτό μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο» λέει ο Ιβάσοφ. «Αποχωρώντας από αυτή τη συμφωνία, οι ΗΠΑ μπορούν να αναπτύξουν πυραύλους δίπλα στα ρωσικά σύνορα, κυρίως στα εδάφη των ευρωπαϊκών κρατών - μελών του ΝΑΤΟ. Θα υπάρξει νέο κυνήγι εξοπλισμών, το οποίο αυτή τη στιγμή δεν το θέλουμε. Προφανώς στις ΗΠΑ θεωρούν ότι αυτό θα υπονομεύσει τη ρωσική οικονομία».
Με άλλα λόγια, ο Ιβάσοφ θεωρεί ότι η κούρσα των εξοπλισμών, την  οποία ξεκινά η Ουάσινγκτον, αποτελεί λογική προσθήκη στις οικονομικές κυρώσεις που έχουν ήδη ληφθεί σε μαζική κλίμακα εναντίον της Ρωσίας. Παράλληλα, η υπόθεση του Ριάμπκοφ και του Ιβάσοφ παραπέμπει στην τακτική των ΗΠΑ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, κατά την οποία, το κυνήγι των εξοπλισμών είχε «γονατίσει» εν πολλοίς την ΕΣΣΔ, συνεισφέροντας σε ένα βαθμό στην διάλυσή της. Ωστόσο, η σημερινή Ρωσία δεν έχει καμία σχέση με την ΕΣΣΔ και η Μόσχα έχει καταστήσει σαφές - μέσω του θηριώδους εξοπλιστικού προγράμματος που «τρέχει» τα τελευταία δέκα χρόνια και της εκ θεμελίων αναβάθμισης του στρατού της - πως δεν λυπάται κόστος και μέσα για να επανέλθει δυναμικά στη διεθνή αρένα, ακόμη και αν αυτό θα σημαίνει υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας. Παράγοντας ο οποίος, αντίθετα, επηρέαζε καταλυτικά την εξοπλιστική πολιτική της ΕΣΣΔ.
Επιπλέον, όπως αναφέρουν Ρώσοι αναλυτές, οι πύραυλοι «Καλίμπρ» οι οποίοι θα στοχεύουν την Ευρώπη ως απάντηση στην ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να είναι ακριβοί, όπως πιστεύεται στην Ουάσινγκτον.
Για τον Κονσταντίν Μπλόχιν, αναλυτή του Κέντρου Ερευνών σε ζητήματα ασφάλειας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, ο Τραμπ ακολουθεί τον δρόμο του Ρήγκαν, σε ό,τι αφορά στην κούρσα των εξοπλισμών, αλλά, αντίθετα με την δεκαετία του ’80, αυτή η κούρσα σήμερα δεν πρόκειται να οδηγήσει σε έλεγχό τους. «Είναι προφανές πως σε συνθήκες έντασης του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων και ενός ασταθούς κόσμου, αυτό αποτελεί ουτοπία. Όντως η INF γέρασε για ένα σωρό λόγους. Το ότι οι Αμερικανοί υποτίθεται πως μας απειλούν και προσπαθούν να αυξήσουν την πίεση νομίζω ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα. Πολύ περισσότερο που οι ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά τους κατευθυνόμενους πυραύλους από πλοία επιφανείας, ήδη έχουν παραβιάσει τη συμφωνία».
Η Ευρώπη ως στόχος... πάλι
Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Τραμπ προσπαθεί κατά κύριο λόγο να πιέσει την Κίνα και κατά δεύτερο λόγο να χρησιμοποιήσει την INF ως μέσο εκβιασμού των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ. «Προφανώς, πιθανή αποχώρηση (σσ. των ΗΠΑ από τη συνθήκη) θα χτυπήσει ακριβώς το Πεκίνο. Οι Αμερικανοί μπορούν να αναπτύξουν αυτούς τους πυραύλους στα εδάφη των συμμάχων τους στην Ασία - Ιαπωνία, Ταϊβάν, Νότια Κορέα. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη, σε περίπτωση αποχώρησης από τη συνθήκη, καθίσταται όμηρος των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Η Αμερική θα εκβιάσει την Ευρώπη» εκτιμά ο Μπλόχιν.
Ο αναλυτής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών - Πολιτικών Ερευνών, Βλαντίμιρ Μπρούτερ, εκτιμά, ότι η διαδικασία εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού αποτελούσε ανέκαθεν προτεραιότητα του Λευκού Οίκου. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να ξοδέψουν στους εξοπλισμούς περισσότερα από όσα ξόδευαν μέχρι σήμερα. Είναι απολύτως προφανές ότι θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν την ηγεμονία τους στον κόσμο. Εν μέρει καταλαβαίνουν ότι παίζουν σε επικίνδυνα παιχνίδια, αλλά αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει τους ανθρώπους που έχουν σήμερα την εξουσία. Προφανώς, αυτή η τάση θα συνεχιστεί, η υποβάθμιση του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος εξελίσσεται γρήγορα» σημειώνει δυσοίωνα ο αναλυτής.
Επιπλέον, κατά τη γνώμη του, η Ουάσιγκτον ανησυχεί για την αυξανόμενη παγκόσμια επιρροή της Κίνας, καθώς και για τη συνεργασία της Μόσχας και του Πεκίνου. «Ο Τραμπ δεν θέλει να επιτρέψει την ρωσο-κινεζική προσέγγιση και την δημιουργία μια στρατηγικής ένωσης. Συνεπώς, προοπτικά, περισσότερο φοβάται την Κίνα παρά την Ρωσία, κάτι το οποίο είναι απολύτως δικαιολογημένο με οικονομικούς όρους, αφού η Κίνα μπορεί να επιτρέψει πολλά στο πλαίσιο του εξοπλισμού της. Γι’ αυτό και ο Τραμπ απαιτεί από την Κίνα να τεθεί σε διαδικασία αφοπλισμού, αν και οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία βάση για να απαιτούν κάτι τέτοιο. Αυτό το ζήτημα δεν αποτελεί αντικείμενο τελεσιγραφικών απαιτήσεων. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να συμπεριλάβουν μονομερώς την κινεζική δυναμική στους υπολογισμούς τους».
Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την INF
Τι υπογράφηκε: Στις 8 Δεκεμβρίου 1987, ο Σοβιετικός ηγέτης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρόναλντ Ρήγκαν, υπογράφουν στην Ουάσιγκτον την Συμφωνία για την εξάλειψη των πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς. Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1988. Τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να καταστρέψουν όλους τους βαλλιστικούς και κατευθυνόμενους πυραύλους με μέσο βεληνεκές (1-5,5 χιλ. χλμ.) και μικρότερο (0,5-1 χιλ. χλμ.) μέσα στην επόμενη τριετία, καθώς και να μην παράγουν, ούτε να δοκιμάζουν πυραύλους αυτών των βεληνεκών στο μέλλον. Για τον έλεγχο εφαρμογής της συμφωνίας, τα δύο μέρη θα μπορούσαν να διεξάγουν επιθεωρήσεις για 13 χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της.

Από τα μέσα της 10ετίας του 1970, η ΕΣΣΔ είχε ξεκινήσει να αναπτύσσει προς τα δυτικά σύνορα βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς SS-20 σε απάντηση της ανάπτυξης από τις ΗΠΑ στην Δ. Ευρώπη των βαλλιστικών πυραύλων Pershing-II. Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο δυνάμεων ξεκίνησαν από την δεκαετία του ’80 και σε πρώτη φάση αφορούσαν στην απομάκρυνση των SS-20 πίσω από τα Ουράλια όρη και την απομάκρυνση των Pershing-II από την Ευρώπη.
Πώς εφαρμόστηκε: Η ΕΣΣΔ έθεσε εκτός χρήσης δυο φορές περισσότερους πυραύλους από τις ΗΠΑ (1.836 έναντι 859), σχεδόν τρεις φορές περισσότερους εκτοξευτές (851 έναντι 283), ενώ, οι σοβιετικοί πύραυλοι που καταστράφηκαν μπορούσαν να φέρουν σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερο πυρηνικό φορτίο (3.154 έναντι 846).
Τα προβλήματα: Η  INF δεν έχει ημερομηνία λήξης. Καθένα από τα μέρη έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει εάν αποφασίσει ότι «οι εξαιρετικές περιστάσεις που σχετίζονται με το περιεχόμενο της παρούσας σύμβασης έχουν θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του». Ενώ πρέπει να ειδοποιήσει για την αποχώρησή του τουλάχιστον έξι μήνες πριν. Τον Οκτώβριο του 2007, σε συνάντηση με την υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις και τον υπουργό Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς στη Μόσχα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν απέκλεισε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αποσυρθεί από τη Συνθήκη INF, λέγοντας: «Θα είναι δύσκολο για μας να παραμείνουμε στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, όταν άλλα κράτη αναπτύσσουν δραστήρια ανάλογα εξοπλιστικά συστήματα. Μεταξύ αυτών και κράτη που βρίσκονται εξαιρετικά κοντά στα σύνορά μας». Τον Ιούλιο του 2014, ο Μπαράκ Ομπάμα, σε επιστολή προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν και για πρώτη φορά σε επίπεδο αρχηγών κρατών, κατηγόρησε τη Ρωσία για δοκιμές πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς. Με τη σειρά της, η Ρωσία έθεσε ζητήματα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με ορισμένες ρήτρες της Συνθήκης. Οι διαβουλεύσεις που διεξήχθησαν στη συνέχεια στο πλαίσιο της Επιτροπής Ειδικού Ελέγχου για τη Συνθήκη και οι διαπραγματεύσεις σε διάφορα διπλωματικά επίπεδα απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες των δύο πλευρών.
Ποιος άλλος έχει τέτοια όπλα: Αυτή τη στιγμή πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς έχουν Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ και Β. Κορέα. Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζουν οι Αμερικανοί για την Κίνα. Σύμφωνα με αναφορά του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ προς το Κογκρέσο, τον περασμένο Μάιο, η Κίνα διαθέτει έως και 330 βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς και πάνω από χίλιους μικρότερου βεληνεκούς.
Η κλιμάκωση:
  • Το 2002, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν μονομερώς από τη συνθήκη του 1972 για τον περιορισμό των συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας.
  • Το 2007, η Ρωσία ανέστειλε τη Συνθήκη για τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη (Συνθήκη CFE) του 1990, η οποία περιορίζει πέντε βασικές κατηγορίες όπλων και εξοπλισμού.
  • Το 2016, η Ρωσία ανέστειλε τη συμμετοχή της σε συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τη διάθεση πλουτωνίου για πολεμικούς σκοπούς (SOUP) από το 2002.
  • Το 2018, δημιουργήθηκαν προβλήματα με την εφαρμογή της Συνθήκης του Ανοικτού Ουρανού του 1992 (DON), η οποία συντελεί στα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μέσω των αμοιβαίων αναγνωριστικών πτήσεων.
tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου