Μπορεί
ο Μάριο Ντράγκι να διαμήνυσε ότι η ΕΚΤ εφεξής δεν θα σχολιάζει
οικονομικά προγράμματα ή μέτρα και θα περιοριστεί στην ομαλή λειτουργία
των τραπεζών,
αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους οικονομολόγους της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας να βγάλουν μια μεγαλοπρεπέστατη «κόκκινη κάρτα» σε
όσους επιχειρούν δημοσιονομική προσαρμογή με τη συνταγή της
υπερφορολόγησης.
Η Ελλάδα δεν κατονομάζεται στην Έκθεση, παρά μόνο στο κομμάτι που
μετράει τον αριθμό των απεργιών που προκηρύχθηκαν στη συντριπτική τους
πλειοψηφία για τις περικοπές δαπανών και όχι για τις αυξήσεις φόρων.
Ωστόσο η «φωτογραφία» της Ελλάδας είναι τέλεια, αν ανατρέξει κανείς στη
δοσολογία των μέτρων, που οδήγησαν τελικά στα υπερπλεονάσματα.
Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης «Revenue-versusspending-based consolidation plans: the role of follow-up» είναι ότι η συνταγή που βασίζεται στην αύξηση φόρων, αντί για την εξοικονόμηση δαπανών, είναι σαφώς πιο επιζήμια για τη δυναμική της οικονομίας. Τι δείχνει η εμπειρική μελέτη;
Όπως προκύπτει και από τη μελέτη της ΕΚΤ, η εφαρμογή αυτής της συνταγής θα πρέπει να ενοχοποιηθεί για την ισχνή ανάκαμψη της οικονομίας τα προηγούμενα τρίμηνα, αλλά και τη διαρκή αύξηση του ιδιωτικού Χρέους, που φτάνει στα 230-240 δισ. ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο Οικονομικών επιχειρεί εκ των υστέρων να «ανακατέψει» το μίγμα, αναγνωρίζοντας τη ζημιά που έγινε με τη συνταγή των τελευταίων τριών ετών.
Θα πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι χαμένοι δεν είναι μόνο τα μεσαία στρώματα- είτε πρόκειται για το φόρο εισοδήματος είτε για τους φόρους ακινήτων- αλλά και τα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια, αφού η εκτίναξη των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης) χτυπάει κυρίως τους ασθενέστερους, εξ ου και χαρακτηρίζονται ως οι πιο άδικοι φόροι. Ενδεικτικά, μόνο από τις αθρόες μετατάξεις προϊόντων- υπηρεσιών από το χαμηλό στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ κι από την αύξηση του υψηλού συντελεστή στο 24%, προβλέφθηκαν περί τα 2 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα.
Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης «Revenue-versusspending-based consolidation plans: the role of follow-up» είναι ότι η συνταγή που βασίζεται στην αύξηση φόρων, αντί για την εξοικονόμηση δαπανών, είναι σαφώς πιο επιζήμια για τη δυναμική της οικονομίας. Τι δείχνει η εμπειρική μελέτη;
- Πρώτον, η νομισματική πολιτική έχει μεγαλύτερη αποδοτικότητα στην περίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής, που βασίζεται στις δαπάνες.
- Δεύτερον, σε αντίθεση με τις… φοροεπιδρομές, το συμμάζεμα δαπανών έχει θετικό αντίκτυπο στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη και στις ιδιωτικές επενδύσεις.
- Τρίτον, η επίπτωση από τις επίμονες περικοπές δαπανών στη συνολική ζήτηση μετριάζεται από τη δημιουργία πλούτου (σ.σ. προφανώς εννοεί από τη συγκράτηση των φορολογικών βαρών).
Όπως προκύπτει και από τη μελέτη της ΕΚΤ, η εφαρμογή αυτής της συνταγής θα πρέπει να ενοχοποιηθεί για την ισχνή ανάκαμψη της οικονομίας τα προηγούμενα τρίμηνα, αλλά και τη διαρκή αύξηση του ιδιωτικού Χρέους, που φτάνει στα 230-240 δισ. ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο Οικονομικών επιχειρεί εκ των υστέρων να «ανακατέψει» το μίγμα, αναγνωρίζοντας τη ζημιά που έγινε με τη συνταγή των τελευταίων τριών ετών.
Θα πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι χαμένοι δεν είναι μόνο τα μεσαία στρώματα- είτε πρόκειται για το φόρο εισοδήματος είτε για τους φόρους ακινήτων- αλλά και τα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια, αφού η εκτίναξη των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης) χτυπάει κυρίως τους ασθενέστερους, εξ ου και χαρακτηρίζονται ως οι πιο άδικοι φόροι. Ενδεικτικά, μόνο από τις αθρόες μετατάξεις προϊόντων- υπηρεσιών από το χαμηλό στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ κι από την αύξηση του υψηλού συντελεστή στο 24%, προβλέφθηκαν περί τα 2 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου