Γράφει ο Γιάννης Μαυρής
(από την Καθημερινή της Κυριακής)
Χωρίς αμφιβολία, οι εκλογές της 6ης Μαΐου αποτελούν τομή στη σύγχρονη πολιτική και εκλογική ιστορία της χώρας. Η λαϊκή ετυμηγορία επισημοποιεί την κατάρρευση του κομματικού συστήματος που συγκροτήθηκε...
κατά τη διάρκεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η εδραίωση της θεσμικής λειτουργίας του δικομματισμού εξασφάλισε μεταπολιτευτικά την εναλλαγή στην εξουσία πέντε φορές. Με τη σύγκλιση όμως των δύο κομμάτων στην πολιτική του Μνημονίου και τη συμμετοχή τους στη συγκυβέρνηση επήλθε η ακύρωσή της. Μέσα σε 30 μήνες, τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης απώλεσαν αθροιστικά 3,3 εκατομμύρια ψήφους (-2,2 εκατ. το ΠΑΣΟΚ και -1,1 εκατ. η Ν.Δ.). Πρόκειται για τη μαζικότερη πολιτική–εκλογική μετατόπιση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά σημείο μη επιστροφής για τους κομματικούς σχηματισμούς του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι η σημερινή επιρροή τους (32%) δεν αντιπροσωπεύει ούτε το ½ του ποσοστού 77%, που έλαβαν αθροιστικά στις τελευταίες βουλευτικές, πριν από δυόμισι χρόνια.
Το σημερινό ποσοστό του δικομματισμού είναι το χαμηλότερο που καταγράφηκε σε ελληνική εκλογική αναμέτρηση μετά το 1926. Στην ελληνική πολιτική ιστορία, ποσοστό δικομματικής επιρροής αυτής της τάξης έχει καταγραφεί μόνον στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του 1950, που πραγματοποιήθηκαν με απλή αναλογική. Στη σημερινή διάταξη των κομματικών δυνάμεων, παρότι μάλιστα δεν ισχύει καν απλή αναλογική, τα δύο πρώτα κόμματα (άθροισμα Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) συγκέντρωσαν 35,6% και τα τρία πρώτα (με το ΠΑΣΟΚ) μόλις το 48,81% του εκλογικού σώματος.
Ο σημερινός κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων αποδεικνύεται βαθύτερος ακόμη και εάν συγκριθεί με εκείνον που προέκυψε στη Βουλή του 1950. Λαμβάνει σήμερα τέτοιες διαστάσεις, ώστε μπορεί να εμφανίζεται ως ιδεολογικό–πολιτικό ισοδύναμο του αντίστοιχου κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές. Εκείνος υπήρξε αποτέλεσμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, ο σημερινός είναι το πολιτικό–εκλογικό αποτέλεσμα της εφαρμογής του Μνημονίου.
Ο «πόλος της Δεξιάς»
Η σημερινή εκλογική επιρροή της Ν.Δ. του κ. Σαμαρά (1.200.000 ψήφοι) αποτελεί μόλις το ½ της επιρροής της Ν.Δ. του 2009 και –εντυπωσιακότερο– μόλις το 60% της επιρροής της το 1981. Το ποσοστό που έλαβε είναι το χαμηλότερο που εμφάνισε ποτέ κόμμα της Δεξιάς, είτε στη μεταπολίτευση (Ν.Δ.) είτε προδικτατορικά (Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ). Μπορεί να συγκριθεί μόνο με το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος (18,8%), και πάλι στις εκλογές του 1950.
Ο συντηρητικός πόλος αναδύεται από τις εκλογές κατακερματισμένος. Διακρίνεται σε τρία βασικά ιδεολογικά ρεύματα (σχηματικά μιλώντας, «λαϊκή δεξιά», «άκρα δεξιά» και «νεοφιλελεύθερη δεξιά») και εκπροσωπείται από επτά κομματικούς σχηματισμούς, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά το 45,8% του (συρρικνωμένου) εκλογικού σώματος. Και τα τρία ρεύματα της Δεξιάς εμφανίζονται σήμερα κομματικά διασπασμένα. Ο χώρος της «λαϊκής δεξιάς», που αποτελεί και τον κορμό, συγκεντρώνοντας αθροιστικά το 29,5% του εκλογικού σώματος, αντιπροσωπεύεται από την εναπομένουσα Ν.Δ. του κ. Σαμαρά (18,85%) και τους Ανεξάρτητους Ελληνες του κ. Καμμένου (10,6%), σε σχέση ισχύος 2:1. Ο χώρος της «άκρας δεξιάς», που συγκεντρώνει αθροιστικά 9,9%, εκπροσωπείται κυρίως από τη Χρυσή Αυγή (6,97%) και δευτερευόντως από τα υπολείμματα του ΛΑΟΣ (2,9%). Τέλος, ο χώρος της «φιλελεύθερης δεξιάς» συγκεντρώνει τη μικρότερη –αν και ιδιαίτερα επικεντρωμένη– κοινωνική επιρροή, αντιπροσωπεύοντας αθροιστικά το 6,5% του εκλογικού σώματος. Σε αυτό το ρεύμα εντάσσονται η ΔΗΣΥ (2,55%), η Δημιουργία Ξανά (2,15%) και η Δράση–φ.σ. (1,8%). Με βάση την προηγούμενη ιδεολογική διάκριση, ο πόλος της Δεξιάς που αναδείχθηκε από την κάλπη έχει την εξής σύνθεση: η «λαϊκή δεξιά» αποτελεί σήμερα περίπου τα 2/3 του συντηρητικού πόλου (64%), η «άκρα δεξιά» το 1/5 (22%) και η «φιλελεύθερη δεξιά» μόνον το 1/7 (14%). Ωστόσο, μεγαλύτερη πολιτική σημασία έχει προφανώς το γεγονός ότι το Μνημόνιο έχει διαιρέσει βαθύτατα και την ελληνική Δεξιά. Είναι εντυπωσιακό ότι η σχέση μνημονιακών/αντιμνημονιακών δυνάμεων στο εσωτερικό των κομματικών σχηματισμών της, υπολογίζεται σε 55%–45%. Ιστορικά παραδείγματα ανασύνταξης της ελληνικής Δεξιάς υπάρχουν στην πρόσφατη πολιτική ιστορία (1951–52, 1974). Προϋπόθεση, βέβαια, για κάτι παρόμοιο υπήρξε πάντοτε η παρουσία μιας ισχυρής και άφθαρτης ηγετικής προσωπικότητας, στοιχείο μάλλον δυσδιάκριτο στη σημερινή συγκυρία.
Η σχέση Κέντρου – Αριστεράς
Οι πρόσφατες εκλογές ανέτρεψαν επίσης και τη σχέση Κέντρου–αριστεράς· σχέση, που εγκαθιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη συγκρότηση της Ενωσης Κέντρου, εις βάρος της ΕΔΑ και εδραιώθηκε στη μεταπολίτευση, με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ. Η ιστορική κατάρρευση ΠΑΣΟΚ ανατρέπει τα δεδομένα. Η Αριστερά, με αιχμή τον ΣΥΡΙΖΑ, αναγορεύεται πλέον στον αντίπαλο πόλο της πολιτικής σκηνής. Σήμερα, οι πιθανότητες επανάληψης ενός σύγχρονου πειράματος Ενωσης Κέντρου είναι λίγες, ενώ λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης μια προοπτική ανασύνθεσης του κεντρώου ή ενδιάμεσου χώρου δεν φαίνεται εφικτή.
(από την Καθημερινή της Κυριακής)
Χωρίς αμφιβολία, οι εκλογές της 6ης Μαΐου αποτελούν τομή στη σύγχρονη πολιτική και εκλογική ιστορία της χώρας. Η λαϊκή ετυμηγορία επισημοποιεί την κατάρρευση του κομματικού συστήματος που συγκροτήθηκε...
κατά τη διάρκεια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η εδραίωση της θεσμικής λειτουργίας του δικομματισμού εξασφάλισε μεταπολιτευτικά την εναλλαγή στην εξουσία πέντε φορές. Με τη σύγκλιση όμως των δύο κομμάτων στην πολιτική του Μνημονίου και τη συμμετοχή τους στη συγκυβέρνηση επήλθε η ακύρωσή της. Μέσα σε 30 μήνες, τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης απώλεσαν αθροιστικά 3,3 εκατομμύρια ψήφους (-2,2 εκατ. το ΠΑΣΟΚ και -1,1 εκατ. η Ν.Δ.). Πρόκειται για τη μαζικότερη πολιτική–εκλογική μετατόπιση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά σημείο μη επιστροφής για τους κομματικούς σχηματισμούς του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι η σημερινή επιρροή τους (32%) δεν αντιπροσωπεύει ούτε το ½ του ποσοστού 77%, που έλαβαν αθροιστικά στις τελευταίες βουλευτικές, πριν από δυόμισι χρόνια.
Το σημερινό ποσοστό του δικομματισμού είναι το χαμηλότερο που καταγράφηκε σε ελληνική εκλογική αναμέτρηση μετά το 1926. Στην ελληνική πολιτική ιστορία, ποσοστό δικομματικής επιρροής αυτής της τάξης έχει καταγραφεί μόνον στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του 1950, που πραγματοποιήθηκαν με απλή αναλογική. Στη σημερινή διάταξη των κομματικών δυνάμεων, παρότι μάλιστα δεν ισχύει καν απλή αναλογική, τα δύο πρώτα κόμματα (άθροισμα Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) συγκέντρωσαν 35,6% και τα τρία πρώτα (με το ΠΑΣΟΚ) μόλις το 48,81% του εκλογικού σώματος.
Ο σημερινός κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων αποδεικνύεται βαθύτερος ακόμη και εάν συγκριθεί με εκείνον που προέκυψε στη Βουλή του 1950. Λαμβάνει σήμερα τέτοιες διαστάσεις, ώστε μπορεί να εμφανίζεται ως ιδεολογικό–πολιτικό ισοδύναμο του αντίστοιχου κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές. Εκείνος υπήρξε αποτέλεσμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, ο σημερινός είναι το πολιτικό–εκλογικό αποτέλεσμα της εφαρμογής του Μνημονίου.
Ο «πόλος της Δεξιάς»
Η σημερινή εκλογική επιρροή της Ν.Δ. του κ. Σαμαρά (1.200.000 ψήφοι) αποτελεί μόλις το ½ της επιρροής της Ν.Δ. του 2009 και –εντυπωσιακότερο– μόλις το 60% της επιρροής της το 1981. Το ποσοστό που έλαβε είναι το χαμηλότερο που εμφάνισε ποτέ κόμμα της Δεξιάς, είτε στη μεταπολίτευση (Ν.Δ.) είτε προδικτατορικά (Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ). Μπορεί να συγκριθεί μόνο με το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος (18,8%), και πάλι στις εκλογές του 1950.
Ο συντηρητικός πόλος αναδύεται από τις εκλογές κατακερματισμένος. Διακρίνεται σε τρία βασικά ιδεολογικά ρεύματα (σχηματικά μιλώντας, «λαϊκή δεξιά», «άκρα δεξιά» και «νεοφιλελεύθερη δεξιά») και εκπροσωπείται από επτά κομματικούς σχηματισμούς, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά το 45,8% του (συρρικνωμένου) εκλογικού σώματος. Και τα τρία ρεύματα της Δεξιάς εμφανίζονται σήμερα κομματικά διασπασμένα. Ο χώρος της «λαϊκής δεξιάς», που αποτελεί και τον κορμό, συγκεντρώνοντας αθροιστικά το 29,5% του εκλογικού σώματος, αντιπροσωπεύεται από την εναπομένουσα Ν.Δ. του κ. Σαμαρά (18,85%) και τους Ανεξάρτητους Ελληνες του κ. Καμμένου (10,6%), σε σχέση ισχύος 2:1. Ο χώρος της «άκρας δεξιάς», που συγκεντρώνει αθροιστικά 9,9%, εκπροσωπείται κυρίως από τη Χρυσή Αυγή (6,97%) και δευτερευόντως από τα υπολείμματα του ΛΑΟΣ (2,9%). Τέλος, ο χώρος της «φιλελεύθερης δεξιάς» συγκεντρώνει τη μικρότερη –αν και ιδιαίτερα επικεντρωμένη– κοινωνική επιρροή, αντιπροσωπεύοντας αθροιστικά το 6,5% του εκλογικού σώματος. Σε αυτό το ρεύμα εντάσσονται η ΔΗΣΥ (2,55%), η Δημιουργία Ξανά (2,15%) και η Δράση–φ.σ. (1,8%). Με βάση την προηγούμενη ιδεολογική διάκριση, ο πόλος της Δεξιάς που αναδείχθηκε από την κάλπη έχει την εξής σύνθεση: η «λαϊκή δεξιά» αποτελεί σήμερα περίπου τα 2/3 του συντηρητικού πόλου (64%), η «άκρα δεξιά» το 1/5 (22%) και η «φιλελεύθερη δεξιά» μόνον το 1/7 (14%). Ωστόσο, μεγαλύτερη πολιτική σημασία έχει προφανώς το γεγονός ότι το Μνημόνιο έχει διαιρέσει βαθύτατα και την ελληνική Δεξιά. Είναι εντυπωσιακό ότι η σχέση μνημονιακών/αντιμνημονιακών δυνάμεων στο εσωτερικό των κομματικών σχηματισμών της, υπολογίζεται σε 55%–45%. Ιστορικά παραδείγματα ανασύνταξης της ελληνικής Δεξιάς υπάρχουν στην πρόσφατη πολιτική ιστορία (1951–52, 1974). Προϋπόθεση, βέβαια, για κάτι παρόμοιο υπήρξε πάντοτε η παρουσία μιας ισχυρής και άφθαρτης ηγετικής προσωπικότητας, στοιχείο μάλλον δυσδιάκριτο στη σημερινή συγκυρία.
Η σχέση Κέντρου – Αριστεράς
Οι πρόσφατες εκλογές ανέτρεψαν επίσης και τη σχέση Κέντρου–αριστεράς· σχέση, που εγκαθιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη συγκρότηση της Ενωσης Κέντρου, εις βάρος της ΕΔΑ και εδραιώθηκε στη μεταπολίτευση, με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ. Η ιστορική κατάρρευση ΠΑΣΟΚ ανατρέπει τα δεδομένα. Η Αριστερά, με αιχμή τον ΣΥΡΙΖΑ, αναγορεύεται πλέον στον αντίπαλο πόλο της πολιτικής σκηνής. Σήμερα, οι πιθανότητες επανάληψης ενός σύγχρονου πειράματος Ενωσης Κέντρου είναι λίγες, ενώ λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης μια προοπτική ανασύνθεσης του κεντρώου ή ενδιάμεσου χώρου δεν φαίνεται εφικτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου