Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Είκοσι χρόνια «πάρτι» με προμήθειες νοσοκομείων ...!!!




Τέσσερις ρυθμίσεις χρεών από το 1997 έως σήμερα και το πρόβλημα δεν έχει λυθεί

Της Γαληνης Φουρα / Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Το χάος συνεχίζει να κυριαρχεί στον χώρο των προμηθειών των νοσοκομείων, όπου τα τελευταία 20 χρόνια συντελείται ένα διαρκές οικονομικό σκάνδαλο υπό τα όμματα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας των υπουργείων Υγείας και Οικονομικών. Οι ακραίες υπερτιμολογήσεις υλικών αγγειοπλαστικής, έως και τρεις φορές άνω των ευρωπαϊκών, είναι γνωστές από το 1995, μάλιστα τότε δημοσιεύτηκαν τα πρώτα στοιχεία στην «Κ». «Από τότε το λέω σε όλους τους υπουργούς» υπογραμμίζει ο καρδιολόγος Δήμος Κατρίτσης που είχε κάνει τη σχετική μελέτη, «αλλά δεν γίνεται τίποτα». Ακόμη και σήμερα, οι τιμές στα ηλεκτροφυσιολογικά υλικά βηματοδότες, απινιδωτές, βαλβίδες παραμένουν στα ύψη. Δεν χρειάζεται να διυλίζουμε τον κώνωπα, ενώ απαιτείται μια μόνο υπουργική απόφαση, όπως γίνεται στο Βρετανικό ΕΣΥ: «Καμία τιμή άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου και στη συνέχεια αξιολόγηση των προϊόντων και μαζικές αγορές για να επιτύχουμε επιπλέον εκπτώσεις».
Εάν η εξυγίανση ήταν θέμα νομοθεσίας δεν θα είχαν γίνει τέσσερις ρυθμίσεις χρεών μέσα σε 13 χρόνια. Το πρόβλημα θα είχε λυθεί από το 1997 με την πρώτη ρύθμιση που προέβλεπε ότι οι εταιρείες δεν πρέπει στο εξής να παραδίδουν προϊόντα αν δεν έχουν εξοφληθεί τα τιμολόγιά τους. Ακολούθησε το Προεδρικό Διάταγμα 166 του 2003 που όριζε ότι οι προμήθειες θα πρέπει να εξοφλούνται εντός τριών μηνών και ουδέποτε εφαρμόστηκε. Αντίθετα είναι πάγια πλέον τακτική τα νοσοκομεία να ζητούν υλικά επί παρακαταθήκη και επειδή δεν υπάρχει σε ισχύ καμία σύμβαση, οι παραγγελίες να στοιβάζονται στα γραφεία προμηθειών και οι προμηθευτές να τιμολογούν τα υλικά τους πολύ μετά τη χρήση τους.

Τα χρέη των νοσοκομείων δεν οφείλονται μόνο στις προμηθεύτριες εταιρείες, αφού αυτές δεν καθορίζουν μονομερώς τις τιμές. Κάποιοι εγκρίνουν τα ποσά, υπογράφουν τις συμβάσεις ή στην πράξη τις καταργούν και λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις. Τα «λόμπι» στον τομέα των προμηθειών είναι πολλά και με ετερόκλητα σύμφέροντα: Επιτροπές προμηθειών που στην πλειοψηφία τους απαρτίζονται από γιατρούς, διοικήσεις νοσοκομείων, υπηρεσιακούς παράγοντες των υπουργείων Υγείας και Οικονομικών...
Είναι πλέον κοινό μυστικό οι μίζες προς τους γιατρούς, ορισμένοι εκ των οποίων είναι μέτοχοι προμηθευτικών εταιρειών, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια ιατρικής δεοντολογίας. «Το πρόβλημα είναι τεράστιο και στον ιδιωτικό τομέα της υγείας» σημειώνει στην «Κ» ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) Ανδρέας Σερέτης «εάν και το κόστος δεν αναφέρεται στα νοσοκομειακά χρέη και το πληρώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία. Ο γιατρός παραγγέλνει τα υλικά και στη συνέχεια όταν κάποιο ταμείο έχει απορίες στέλνει ερώτημα στο ΚΕΣΥ εάν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν».

Η άναρχη κατάσταση δημιούργησε νέα προβλήματα στην αγορά καταλύοντας κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού. Μικρού μεγέθους εταιρείες που λειτουργούν περιστασιακά, με χαμηλό κόστος, χωρίς υποστηρικτικές υπηρεσίες και σέρβις και αντιπροσωπεύουν εργοστάσια εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης κατακλύζουν την αγορά. Για να δίνουν ποσοστά σε γιατρούς κάνουν υπερτιμολογήσεις υλικών χαμηλής ποιότητας. Οι εταιρείες αυτές μπήκαν στην αγορά «πατώντας» στα ΦΕΚ που όριζαν πλαφόν στις τιμές χωρίς να θέτουν προϋποθέσεις προδιαγραφών. Αντίθετα, άλλες εταιρείες αποσύρουν υλικά στα οποία έχουν μικρό περιθώριο κέρδους.

Ελλειψη ηλεκτροδίων

Αυτή τη στιγμή, παραδείγματος χάριν, στα νευροχειρουργικά τμήματα υπάρχει πραγματική έλλειψη ηλεκτροδίων τα οποία χρησιμοποιόυνται για την παρακολούθηση της πορείας ορισμένων σοβαρών επεμβάσεων (τα λεγόμενα προκλητά δυναμικά). «Οι τιμές που έδωσε το ΙΚΑ κρίθηκαν για τα συγκεκριμένα υλικά μη συμφέρουσες», αναφέρει στην «Κ» πολύπειρος νευροχειρουργός. «Δεν ξέρω τι θα συμβεί. Ενας συνειδητοποιημένος γιατρός δεν θα παίξει με την ακεραιότητα του αρρώστου και με τον κινδυνο να του προκαλέσει αναπηρία. Αλλά πού θα χειρουργούνται οι άρρωστοι; Το κόστος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αλλά στις αποφάσεις για συγκεκριμένα υλικά χρειάζεται να συμμετέχουν και οι επιστημονικές εταιρείες».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου