Η παραίτηση Κοτζιά – και, δη, υπό τις συνθήκες και την συγκυρία στην οποία ήρθε – δεν είναι θετική εξέλιξη για την κυβέρνηση. 

Και, σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, ευνοεί το αφήγημα της αντιπολίτευσης κατά το οποίο «ο Καμμένος καταπίνει υπουργούς και κρατά όμηρο τον Τσίπρα».
Για τους γνωρίζοντες όμως το βάθος και την ένταση των διακυμάνσεων στις σχέσεις Μαξίμου και υπουργείου Εξωτερικών, μπορεί απλώς να ήταν και το υστερόγραφο ενός αναπόφευκτου διαζυγίου. Και για όσους διάβασαν το πλήρες πολιτικό περιεχόμενο της χθεσινής δήλωσης Τσίπρα, είναι μάλλον αντιληπτό ότι ούτε ο Πάνος Καμμένος έχει πλέον πολλούς λόγους να αισθάνεται ευτυχής για την αποχώρηση Κοτζιά από την κυβέρνηση.

Το «βαρύ» ιστορικό
Ως προς την ουσία και το υπόβαθρο της αποχώρησης, δεν ήταν κρυφό πως αρκετά κυβερνητικά στελέχη καταλόγιζαν στον Νίκο Κοτζιά μια εξαιρετικά συγκεντρωτική, και ενίοτε αυτόνομη αντίληψη, όχι στον πυρήνα και την ουσία, αλλά στους χειρισμούς επί της εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η, άνευ προηγούμενης συνεννόησης με το Μαξίμου, πρόσκληση προς τον Ερντογάν να επισκεφθεί την Αθήνα. Μια δεύτερη ήταν η όξυνση στις ελληνορωσικές σχέσεις και η υπόθεση με τις απελάσεις των ρώσων διπλωματών.
Εκεί, υπάρχουν κυβερνητικοί παράγοντες που καταλογίζουν στον πρώην υπουργό Εξωτερικών ότι άγγιξε τα όρια της «υπέρβασης ρόλου και θέσεις». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νίκος Κοτζιάς δεν είχε καμία εμπλοκή στην επιχείρηση των τελευταίων μηνών προς εκτόνωση της έντασης με τη Μόσχα – μια επιχείρηση, την οποία είχαν αναλάβει δύο συγκεκριμένα πρόσωπα σε απ’ ευθείας συνεννόηση με το πρωθυπουργικό γραφείο. Και δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, έως χθες ακόμη, δεν θεωρείτο δεδομένη η συμμετοχή του στην επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα για τη συνάντηση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στις 7 Δεκεμβρίου.
Η απειλή της παραίτησης
Η φυσική «εκρηκτικότητα» του πρώην υπουργού Εξωτερικών επέτεινε την καχυποψία συγκεκριμένων κυβερνητικών και κομματικών κύκλων προς το πρόσωπό του, όπως και το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που έβαλε στο τραπέζι, και δη με διλημματικό και τελεσιγραφικό τρόπο, την απειλή της παραίτησης. Στην ίδια καχυποψία συνέβαλε και η προσπάθεια που κατέβαλε ειδικά εσχάτως – όπως τουλάχιστον του καταλογίζουν άλλα κυβερνητικά στελέχη – να αναδείξει την, υπαρκτή ή μη, πολιτική ισχύ της κίνησης «Πράττω» της οποίας ηγείται. Η δημόσια ανακοίνωσή του μετά την τραγωδία στο Μάτι και πριν από την παραίτηση Τόσκα, με την οποία τόνιζε ότι το «Πράττω» αποτελεί «συγκυβερνώσα κίνηση» είχε προκαλέσει έντονη δυσφορία στην κυβέρνηση. Το θέμα όμως τότε χάθηκε, μέσα στους σκληρούς πολιτικούς κραδασμούς της διαχείρισης της κρίσης.
Η σύγκρουση με τον Καμμένο
Το πολιτικό ιστορικό όμως ήταν συνολικά βεβαρυμένο, και η θυελλώδης σύγκρουση με τον Πάνο Καμμένο στο υπουργικό συμβούλιο της Τετάρτης έγραψε, περίπου νομοτελειακά, τους τίτλους τέλους. Και τούτο όχι διότι στο Μαξίμου θεωρούν πως ο Νίκος Κοτζιάς στόχευσε συνειδητά στην πρόκληση ρήξης και στην ευστάθεια της κυβέρνησης. Θεωρούν όμως ότι έθεσε την προσωπική του πολιτική δικαίωση πάνω από τον στρατηγικό και συλλογικό στόχο: τον ενδοκυβερνητικό «κατευνασμό» και την συστράτευση στην τελική μάχη - εκείνη της εφαρμογής της πρώτης φιλολαϊκής μεταμνημονιακής ατζέντας και της αναστροφής του εκλογικού κλίματος.
Εν ολίγοις, ο Νίκος Κοτζιάς έδωσε την ευκαιρία, και ο Αλέξης Τσίπρας την χρησιμοποίησε για να υπενθυμίσει ποια είναι τα όρια, ποιοι οι ρόλοι και ποιος είναι ο αρχηγός. Δεν είναι μια επιλογή χωρίς ρίσκο, στην παρούσα φάση όμως ήταν η μόνη επιλογή.
Τα ρίσκα για την κυβέρνηση
Το πρώτο ρίσκο, και το πρώτο ερώτημα για την κυβέρνηση είναι οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί. Η κίνηση «Πράττω», πλην του Νίκου Κοτζιά, αριθμεί δύο ακόμη βουλευτές, τον Νίκο Τόσκα και την Γεωργία Γενιά. Η Πολιτική της Γραμματεία συνεδριάζει σήμερα, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν υπάρχει πρόθεση ανεξαρτητοποιήσεων, ο Νίκος Κοτζιάς όμως ήδη με το χθεσινό tweet-προειδοποίηση κατέστησε σαφές πως δεν σκοπεύει να σιωπήσει. Το τι θα επιλέξει να πει, όπως και το εάν θα συνεχίσει να του απαντά ο Πάνος Καμμένος, έχει σημασία για τον βαθμό θερμότητας στο, ήδη τεταμένο, ενδοκυβερνητικό κλίμα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι η πιθανή επίπτωση της παραίτησης Κοτζιά στην δυναμική της συμφωνίας των Πρεσπών. Εδώ, το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός ανέλαβε ο ίδιος το υπουργείο Εξωτερικών και επανέλαβε ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι η μία, μοναδική και αποκλειστική, ευκαιρία της πΓΔΜ για ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, δείχνει ικανό να ακυρώσει τις όποιες αμφισβητήσεις. Όπως υπενθυμίζουν, άλλωστε, κυβερνητικές πηγές οι Πρέσπες αποτελούν προσωπική και εμβληματική δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα και τούτο είναι σαφές τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων.
Το μήνυμα Τσίπρα
Το τρίτο, πολιτικό και σοβαρό, ζήτημα για την κυβέρνηση είναι πως η παραίτηση Κοτζιά δίνει τροφή στο αφήγημα της αντιπολίτευσης περί ομηρείας της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού από τον Πάνο Καμμένο. Το επιχείρημα ότι «έδιωξε τον Κοτζιά με τον οποίον συμφωνούσε για τις Πρέσπες για να κρατήσει τον Καμμένο που διαφωνεί» ακούγεται σε διακομματική συγχορδία από χθες, κι εδώ πολλές απαντήσεις δεν υπάρχουν. Εκτός ίσως από το μήνυμα του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Και τη δήλωσή του ότι η επιλογή να αποδεχθεί την παραίτηση Κοτζιά «σηματοδοτεί την απόφασή μου να μην ανεχτώ, από εδώ και στο εξής καμία, διγλωσσία από οποιονδήποτε και καμία προσωπική στρατηγική στην εθνική γραμμή της χώρας».
Ήταν ένα μήνυμα με προφανή, εάν όχι αποκλειστικό, αποδέκτη τον Πάνο Καμμένο. Ο οποίος, στην επόμενη – πιθανή ή μη – απόπειρα διαφοροποίησης θα γνωρίζει ότι έρχεται πλέον σε ευθεία σύγκρουση με τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Με όλο το ρίσκο και το κόστος για αμφότερους…


tvxs.gr